Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

Κατὰ Μειδίου (21) (83-93)


[83] Ὃ τοίνυν πεποίηκεν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, περὶ τῆς δίκης, ἀκούσατε, καὶ θεωρεῖτ᾽ ἐφ᾽ ἑκάστου τὴν ὕβριν καὶ τὴν ὑπερηφανίαν αὐτοῦ. τῆς γὰρ δίκης, ταύτης λέγω ἧς εἷλον αὐτόν, γίγνεταί μοι διαιτητὴς Στράτων Φαληρεύς, ἄνθρωπος πένης μέν τις καὶ ἀπράγμων, ἄλλως δ᾽ οὐ πονηρός, ἀλλὰ καὶ πάνυ χρηστός· ὅπερ τὸν ταλαίπωρον οὐκ ὀρθῶς οὐδὲ δικαίως, ἀλλὰ καὶ πάνυ αἰσχρῶς ἀπολώλεκεν. [84] οὗτος διαιτῶν ἡμῖν ὁ Στράτων, ἐπειδή ποθ᾽ ἧκεν ἡ κυρία, πάντα δ᾽ ἤδη διεξεληλύθει ταῦτα τἀκ τῶν νόμων, ὑπωμοσίαι καὶ παραγραφαί, καὶ οὐδὲν ἔτ᾽ ἦν ὑπόλοιπον, τὸ μὲν πρῶτον ἐπισχεῖν ἐδεῖτό μου τὴν δίαιταν, ἔπειτ᾽ εἰς τὴν ὑστεραίαν ἀναβαλέσθαι· τὸ τελευταῖον δ᾽, ὡς οὔτ᾽ ἐγὼ συνεχώρουν οὔθ᾽ οὗτος ἀπήντα, τῆς δ᾽ ὥρας ἐγίγνετ᾽ ὀψέ, κατεδιῄτησεν. [85] ἤδη δ᾽ ἑσπέρας οὔσης καὶ σκότους ἔρχεται Μειδίας οὑτοσὶ πρὸς τὸ τῶν ἀρχόντων οἴκημα, καὶ καταλαμβάνει τοὺς ἄρχοντας ἐξιόντας καὶ τὸν Στράτων᾽ ἀπιόντ᾽ ἤδη, τὴν ἔρημον δεδωκότα, ὡς ἐγὼ τῶν παραγενομένων τινὸς ἐπυνθανόμην. τὸ μὲν οὖν πρῶτον οἷός τ᾽ ἦν πείθειν αὐτόν, ἣν κατεδεδιῃτήκει, ταύτην ἀποδεδιῃτημένην ἀποφαίνειν, καὶ τοὺς ἄρχοντας μεταγράφειν, καὶ πεντήκοντα δραχμὰς αὐτοῖς ἐδίδου· [86] ὡς δ᾽ ἐδυσχέραινον οὗτοι τὸ πρᾶγμα καὶ οὐδετέρους ἔπειθεν, ἀπειλήσας καὶ διαλοιδορηθεὶς ἀπελθὼν τί ποιεῖ; καὶ θεάσασθε τὴν κακοήθειαν. τὴν μὲν δίαιταν ἀντιλαχὼν οὐκ ὤμοσεν, ἀλλ᾽ εἴασε καθ᾽ αὑτοῦ κυρίαν γενέσθαι, καὶ ἀνώμοτος ἀπηνέχθη· βουλόμενος δὲ τὸ μέλλον λαθεῖν, φυλάξας τὴν τελευταίαν ἡμέραν τῶν διαιτητῶν, τὴν τοῦ θαργηλιῶνος ἢ τοῦ σκιροφοριῶνος γιγνομένην, εἰς ἣν ὁ μὲν ἦλθε τῶν διαιτητῶν, ὁ δ᾽ οὐκ ἦλθε, [87] πείσας τὸν πρυτανεύοντα δοῦναι τὴν ψῆφον παρὰ πάντας τοὺς νόμους, κλητῆρ᾽ οὐδ᾽ ὁντινοῦν ἐπιγραψάμενος, κατηγορῶν ἔρημον, οὐδενὸς παρόντος, ἐκβάλλει καὶ ἀτιμοῖ τὸν διαιτητήν· καὶ νῦν εἷς Ἀθηναίων, ὅτι Μειδίας ἔρημον ὦφλε δίκην, ἁπάντων ἀπεστέρηται τῶν ἐν τῇ πόλει καὶ καθάπαξ ἄτιμος γέγονεν· καὶ οὔτε λαχεῖν ἀδικηθέντα οὔτε διαιτητὴν γενέσθαι Μειδίᾳ οὔθ᾽ ὅλως τὴν αὐτὴν ὁδὸν βαδίζειν, ὡς ἔοικεν, ἔστ᾽ ἀσφαλές. [88] δεῖ δὴ τοῦτο τὸ πρᾶγμ᾽ ὑμᾶς οὑτωσὶ σκέψασθαι, καὶ λογίσασθαι τί ποτ᾽ ἔσθ᾽ ὃ παθὼν Μειδίας οὕτως ὠμὸν τηλικαύτην ἐπεβούλευσε λαβεῖν τῶν πεπραγμένων παρ᾽ ἀνδρὸς πολίτου δίκην, κἂν μὲν ᾖ τι δεινὸν ὡς ἀληθῶς καὶ ὑπερφυές, συγγνώμην ἔχειν, ἐὰν δὲ μηδέν, θεάσασθε τὴν ἀσέλγειαν καὶ τὴν ὠμότητα, ᾗ καθ᾽ ἁπάντων χρῆται τῶν ἐντυγχανόντων. τί οὖν ἔσθ᾽ ὃ πέπονθεν; μεγάλην νὴ Δί᾽ ὦφλε δίκην καὶ τοσαύτην ὥστ᾽ ἀποστερεῖσθαι τῶν ὄντων. ἀλλὰ χιλίων ἡ δίκη μόνον ἦν δραχμῶν. [89] πάνυ γε, ἀλλὰ δάκνει καὶ τοῦτο, φαίη τις ἄν, ὅταν ἐκτίνειν ἀδίκως δέῃ, συνέβη δ᾽ ὑπερημέρῳ γενομένῳ λαθεῖν αὐτῷ διὰ τὸ ἀδικηθῆναι. ἀλλ᾽ αὐθημερὸν μὲν ᾔσθετο, ὃ καὶ μέγιστόν ἐστι τεκμήριον τοῦ μηδὲν ἠδικηκέναι τὸν ἄνθρωπον, δραχμὴν δ᾽ οὐδέπω μίαν ἐκτέτεικεν. [90] ἀλλὰ μή πω τοῦτο. ἀλλὰ τὴν μὴ οὖσαν ἀντιλαχεῖν ἐξῆν αὐτῷ δήπου, καὶ πρὸς ἐμὲ τὸ πρᾶγμα καταστήσασθαι, πρὸς ὅνπερ ἐξ ἀρχῆς ἦν ἡ δίκη. ἀλλ᾽ οὐκ ἐβούλετο· ἀλλ᾽ ἵνα μὴ Μειδίας ἀτίμητον ἀγωνίσηται δέκα μνῶν δίκην, πρὸς ἣν οὐκ ἀπήντα δέον, καὶ εἰ μὲν ἠδίκηκε, δίκην δῷ, εἰ δὲ μή, ἀποφύγῃ, ἄτιμον Ἀθηναίων ἕν᾽ εἶναι δεῖ καὶ μήτε συγγνώμης μήτε λόγου μήτε ἐπιεικείας μηδεμιᾶς τυχεῖν, ἃ καὶ τοῖς ὄντως ἀδικοῦσιν ἅπανθ᾽ ὑπάρχει. [91] ἀλλ᾽ ἐπειδή γ᾽ ἠτίμωσεν ὃν ἐβουλήθη, καὶ τοῦτ᾽ ἐχαρίσασθ᾽ αὐτῷ, καὶ τὴν ἀναιδῆ γνώμην, ᾗ ταῦτα προαιρεῖται ποιεῖν, ἐνέπλησεν αὑτοῦ, ἐκεῖν᾽ ἐποίησε, τὴν καταδίκην ἐκτέτεικε, δι᾽ ἣν τὸν ἄνθρωπον ἀπώλεσεν; οὐδὲ χαλκοῦν οὐδέπω καὶ τήμερον, ἀλλὰ δίκην ἐξούλης ὑπομένει φεύγειν. οὐκοῦν ὁ μὲν ἠτίμωται καὶ παραπόλωλεν, ὁ δ᾽ οὐδ᾽ ὁτιοῦν πέπονθεν, ἀλλ᾽ ἄνω κάτω τοὺς νόμους, τοὺς διαιτητάς, πάνθ᾽ ὅσ᾽ ἂν βούληται στρέφει. [92] καὶ τὴν μὲν κατὰ τοῦ διαιτητοῦ γνῶσιν, ἣν ἀπρόσκλητον κατεσκεύασεν, αὐτὸς κυρίαν αὑτῷ πεποίηται· ἣν δ᾽ αὐτὸς ὦφλεν ἐμοὶ προσκληθείς, εἰδώς, οὐκ ἀπαντῶν, ἄκυρον ποιεῖ. καίτοι εἰ παρὰ τῶν ἔρημον καταδιαιτησάντων αὐτοῦ τηλικαύτην δίκην οὗτος ἀξιοῖ λαμβάνειν, τίν᾽ ὑμῖν προσήκει παρὰ τούτου λαβεῖν, τοῦ φανερῶς τοὺς ὑμετέρους νόμους ἐφ᾽ ὕβρει παραβαίνοντος; εἰ γὰρ ἀτιμία καὶ νόμων καὶ δικῶν καὶ πάντων στέρησις ἐκείνου τἀδικήματος προσήκουσ᾽ ἐστὶν δίκη, τῆς γ᾽ ὕβρεως μικρὰ θάνατος φαίνεται. [93] ἀλλὰ μὴν ὡς ἀληθῆ λέγω, κάλει μοι τούτων τοὺς μάρτυρας, καὶ τὸν τῶν διαιτητῶν ἀνάγνωθι νόμον.

ΜΑΡΤΥΡΕΣ.
[Νικόστρατος Μυρρινούσιος, Φανίας Ἀφιδναῖος οἴδαμεν Δημοσθένην, ᾧ μαρτυροῦμεν, καὶ Μειδίαν τὸν κρινόμενον ὑπὸ Δημοσθένους, ὅτ᾽ αὐτῷ Δημοσθένης ἔλαχε τὴν τοῦ κακηγορίου δίκην, ἑλομένους διαιτητὴν Στράτωνα, καὶ ἐπεὶ ἧκεν ἡ κυρία τοῦ νόμου, οὐκ ἀπαντήσαντα Μειδίαν ἐπὶ τὴν δίαιταν, ἀλλὰ καταλιπόντα. γενομένης δὲ ἐρήμου κατὰ Μειδίου, ἐπιστάμεθα Μειδίαν πείθοντα τόν τε Στράτωνα τὸν διαιτητὴν καὶ ἡμᾶς, ὄντας ἐκείνοις τοῖς χρόνοις ἄρχοντας, ὅπως τὴν δίαιταν αὐτῷ ἀποδιαιτήσομεν, καὶ διδόντα δραχμὰς πεντήκοντα. καὶ ἐπειδὴ οὐχ ὑπεμείναμεν, προσαπειλήσαντα ἡμῖν καὶ οὕτως ἀπαλλαγέντα. καὶ διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν ἐπιστάμεθα Στράτωνα ὑπὸ Μειδίου καταβραβευθέντα καὶ παρὰ πάντα τὰ δίκαια ἀτιμωθέντα.]


[83] Ακούστε τώρα, Αθηναίοι, ποιά ήταν η διαγωγή του στην υπόθεση της δίκης και παρατηρήστε την αναίδεια και την αλαζονεία που είχε κάθε φορά. Στη δίκη —εννοώ εκείνη κατά την οποία πέτυχα την καταδίκη του— ορίσθηκε διαιτητής μου ο Στράτων από το Φάληρο, ένας φτωχός, φιλήσυχος, καλός και πολύ έντιμος άνθρωπος· ο διορισμός του αυτός τον κατέστρεψε, τον δυστυχισμένο, με τρόπο ανάρμοστο, άδικο και πολύ επαίσχυντο. [84] Αυτός λοιπόν ο Στράτων, ο διαιτητής μας, όταν έφθασε η ορισμένη ημέρα και είχαν εξαντληθεί όλα τα νόμιμα μέσα αναβολής —υπωμοσίες και παραγραφές— χωρίς να απομένει τίποτε άλλο, πρώτα με παρακαλούσε να αποσύρω τη διαιτησία και έπειτα να την αναβάλω για την επόμενη ημέρα· όταν τέλος πέρασε η ώρα χωρίς ούτε εγώ να υποχωρήσω ούτε ο Μειδίας να εμφανισθεί, έβγαλε καταδικαστική απόφαση γι᾽ αυτόν. [85] Κατά το βράδυ, όταν άρχισε να σκοτεινιάζει, παρουσιάσθηκε ο Μειδίας αυτός εδώ στο οίκημα όπου συνεδρίαζαν οι άρχοντες και τους βρήκε έτοιμους να αναχωρήσουν· ο Στράτων, όπως με πληροφόρησε κάποιος από τους παρευρισκομένους, είχε κιόλας φύγει, αφού τους παρέδωσε την καταδικαστική του απόφαση που είχε εκδώσει ερήμην. Ο Μειδίας λοιπόν είχε πρώτα την αναίδεια να προσπαθεί να πείσει τον Στράτωνα να μεταβάλει την απόφασή του από καταδικαστική σε αθωωτική και τους άρχοντες να τροποποιήσουν το πρακτικό της δίκης· και τους προσέφερε πενήντα δραχμές· [86] επειδή όμως αυτοί αγανάκτησαν για την προσφορά και αφού απέτυχε να πείσει και τον ένα και τους άλλους, αναχώρησε με απειλές και βαριές ύβρεις· και τί έκαμε; Παρατηρήστε την κακοήθειά του. Ζήτησε ακύρωση της αποφάσεως της διαιτησίας χωρίς να ορκισθεί, αλλά άφησε να γίνει τελεσίδικη η απόφαση εναντίον του και κατηγορήθηκε ότι δεν είχε ορκισθεί· με την επιθυμία να αποκρύψει το σχέδιό του, περίμενε την τελευταία ημέρα της διαιτησίας στον μήνα Θαργηλιώνα ή Σκιροφοριώνα, ημέρα κατά την οποία άλλοι από τους διαιτητές παρουσιάσθηκαν και άλλοι όχι· [87] αφού έπεισε τον άρχοντα ο οποίος προήδρευε να βάλει το ζήτημα σε ψηφοφορία, παραβαίνοντας όλους τους νόμους, χωρίς να παρουσιάσει ούτε ένα μάρτυρα, κατηγόρησε τον Στράτωνα ερήμην και ερήμην μαρτύρων, και πέτυχε να καταδικασθεί σε εξορία και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων· και τώρα ένας Αθηναίος πολίτης, επειδή ο Μειδίας καταδικάσθηκε ερήμην, έχει στερηθεί όλα ανεξαιρέτως τα προνόμια του πολίτη και για πάντα τα πολιτικά του δικαιώματα· είναι, όπως φαίνεται, εντελώς ανασφαλές να καταγγείλει κάποιος τον Μειδία, επειδή τον αδίκησε, ή να γίνει διαιτητής του, ή ακόμη και να βαδίζει στον ίδιο δρόμο με αυτόν. [88] Πρέπει τώρα να εξετάσετε το ζήτημα από νέο πρίσμα και να σκεφθείτε τί τόσο φοβερό τέλος πάντων έπαθε ο Μειδίας, ώστε να σχεδιάσει μία τόσο σκληρή τιμωρία σε βάρος ενός συμπολίτη του· αν πρόκειται για κάτι πραγματικά φοβερό και συνταρακτικό, να τον συγχωρήσετε, αν όμως δεν έπαθε τίποτε, παρατηρήστε τη βίαιη και σκληρή συμπεριφορά του προς όλους όσους συναντάει. Τί έπαθε λοιπόν; Του επιβλήθηκε, μά τον Δία, τόσο βαριά ποινή ώστε στερήθηκε όλη την περιουσία του. Το πρόστιμο όμως δεν ξεπερνούσε τις χίλιες δραχμές. [89] Καλά, αλλά θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι ένας άνθρωπος εξοργίζεται, αν αναγκασθεί να καταβάλει χρήματα άδικα, και επειδή ο Μειδίας αδικήθηκε, άφησε να περάσει η προθεσμία για την πληρωμή χωρίς να το αντιληφθεί. Το κατάλαβε όμως την ίδια μέρα — πράγμα που είναι και η ισχυρότερη απόδειξη ότι ο Στράτων δεν τον αδίκησε καθόλου· αλλά ως σήμερα δεν έχει πληρώσει ούτε μία δραχμή. Δεν θα ασχοληθούμε όμως ακόμη με το ζήτημα αυτό. [90] Μπορούσε βέβαια να ζητήσει ακύρωση της αποφάσεως ως νομικά ανυπόστατης και έτσι να στρέψει την υπόθεση εναντίον μου, όπως ήταν και στην αρχή της δίκης· αλλά δεν ήθελε. Αντίθετα, για να μην εισαχθεί ο Μειδίας σε δίκη με προκαθορισμένο από τον νόμο πρόστιμο δέκα μνων, στην οποία, μολονότι ήταν υποχρεωμένος, δεν παρουσιάσθηκε για να τιμωρηθεί, αν ήταν ένοχος, αλλιώς να απαλλαγεί, πρέπει ένας Αθηναίος να στερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα και να μην συγχωρηθεί ούτε να απολογηθεί ούτε να αντιμετωπισθεί με κάποια επιείκεια, προνόμια που όλα παραχωρούνται ακόμα και στους πραγματικά ενόχους; [91] Αφού όμως στέρησε εκείνον που ήθελε από τα πολιτικά του δικαιώματα, ικανοποίηση την οποία σεις του προσφέρατε, και εκόρεσε την αναίδειά του που τον παρακινεί στις πράξεις αυτές, κατέβαλε το πρόστιμο εξαιτίας του οποίου κατέστρεψε τον άτυχο άνθρωπο; Ούτε δεκάρα δεν πλήρωσε μέχρι σήμερα, αλλά ανέχεται να κατηγορείται σε δίκη εξώσεως. Έτσι ο Στράτων στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα και καταστράφηκε άδικα, ενώ ο Μειδίας, χωρίς να πάθει ούτε το παραμικρό, ανατρέπει τους νόμους, τους διαιτητές, τα πάντα, όπως θέλει. [92] Εξασφάλισε για όφελός του την εγκυρότητα της αποφάσεως εναντίον του διαιτητή, την οποία πέτυχε χωρίς να κληθεί στο δικαστήριο ο κατηγορούμενος· αντίθετα, με το να μην παρουσιασθεί εσκεμμένα στο δικαστήριο, αν και είχε κληθεί, κατόρθωσε να ακυρωθεί η απόφαση την οποία πέτυχα εναντίον του. Αν όμως έχει την αξίωση να εκδικηθεί τόσο σκληρά αυτούς που τον καταδίκασαν ερήμην, ποιά τιμωρία πρέπει σεις να επιβάλετε σε αυτόν τον ίδιο, ο οποίος, φανερά με τον σκοπό να προσβάλει, παραβαίνει τους νόμους σας; Γιατί αν η στέρηση των πολιτικών, νομικών και όλων των δικαιωμάτων είναι η τιμωρία που ταιριάζει για το αδίκημα του Στράτωνα, ο θάνατος φαίνεται ελαφρά ποινή για την τιμωρία της βίαιης προσβολής. [93] Για να αποδειχθεί η αλήθεια των λόγων μου, παρακαλώ κάλεσε τους μάρτυρες των γεγονότων αυτών και διάβασε τον νόμο για τους διαιτητές.

ΜΑΡΤΥΡΕΣ
[Εμείς, ο Νικόστρατος από τον Μυρρινούντα και ο Φανίας από τις Αφίδνες, δηλώνουμε ότι ο Δημοσθένης, για όφελος του οποίου καταθέτουμε μαρτυρία, και ο Μειδίας, που κατηγορείται από αυτόν, όταν ο πρώτος υπέβαλε αγωγή για δυσφήμιση εναντίον του δεύτερου, διάλεξαν για διαιτητή τους τον Στράτωνα· όταν έφθασε η ημέρα που όριζε ο νόμος, ο Μειδίας δεν παρουσιάσθηκε για τη διαιτησία, αλλά εγκατέλειψε την υπόθεση. Αφού καταδικάσθηκε ερήμην, γνωρίζουμε ότι, προσφέροντας πενήντα δραχμές, προσπάθησε να πείσει τον Στράτωνα, τον διαιτητή, και εμάς, οι οποίοι είμαστε το έτος εκείνο άρχοντες, να μεταβάλουμε την απόφαση της διαιτησίας και να τον αθωώσουμε. Επειδή αποκρούσαμε την προσφορά του, έφυγε εκστομίζοντας ακόμα και απειλές εναντίον μας. Γνωρίζουμε επίσης ότι γι᾽ αυτόν τον λόγο, εξαιτίας του Μειδία, ο Στράτων καταδικάσθηκε και στερήθηκε εντελώς άδικα τα πολιτικά του δικαιώματα.]