Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΓΓΟΣ

Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (4.11.1-4.13.5)

[4.11.1] Ὁ μὲν δὴ Ἄστυλος ἐπῄνει ταῦτα καὶ περὶ θήραν εἶχε λαγῶν, οἷα πλούσιος νεανίσκος καὶ τρυφῶν ἀεὶ καὶ ἀφιγμένος εἰς τὸν ἀγρὸν εἰς ἀπόλαυσιν ξένης ἡδονῆς. [4.11.2] Ὁ δὲ Γνάθων, οἷα μαθὼν ἐσθίειν ἄνθρωπος καὶ πίνειν εἰς μέθην καὶ λαγνεύειν μετὰ τὴν μέθην καὶ οὐδὲν ἄλλο ὢν ἢ γνάθος καὶ γαστὴρ καὶ τὰ ὑπὸ γαστέρα, οὐ παρέργως εἶδε τὸν Δάφνιν τὰ δῶρα κομίσαντα, ἀλλὰ καὶ φύσει παιδεραστὴς ὢν καὶ κάλλος οἷον οὐδὲ ἐπὶ τῆς πόλεως εὑρών, ἐπιθέσθαι διέγνω τῷ Δάφνιδι καὶ πείσειν ᾤετο ῥᾳδίως ὡς αἰπόλον. [4.11.3] Γνοὺς δὲ ταῦτα θήρας μὲν οὐκ ἐκοινώνει τῷ Ἀστύλῳ, κατιὼν δὲ ἵνα ἔνεμεν ὁ Δάφνις, λόγῳ μὲν τῶν αἰγῶν, τὸ δ᾽ ἀληθὲς Δάφνιδος ἐγίνετο θεατής· μαλθάσσων δὲ αὐτὸν τάς τε αἶγας ἐπῄνει καὶ συρίσαι τὸ αἰπολικὸν ἠξίωσε καὶ ἔφη ταχέως ἐλεύθερον θήσειν τὸ πᾶν δυνάμενος.
[4.12.1] Ὡς δὲ εἶδε χειροήθη, νύκτωρ λοχήσας ἐκ τῆς νομῆς ἐλαύνοντα τὰς αἶγας πρῶτον μὲν ἐφίλησε προσδραμών, εἶτα ὄπισθεν παρασχεῖν ‹ἐδεῖτο› τοιοῦτον οἷον αἱ αἶγες τοῖς τράγοις. [4.12.2] Τοῦ δὲ βραδέως νοήσαντος καὶ λέγοντος ὡς αἶγας μὲν βαίνειν τράγους καλόν, τράγον δὲ οὐπώποτέ τις εἶδε βαίνοντα τράγον, οὐδὲ κριὸν ἀντὶ τῶν ὀΐων κριόν, οὐδὲ ἀλεκτρυόνας ἀντὶ τῶν ἀλεκτορίδων ἀλεκτρυόνας, οἷός τε ἦν ὁ Γνάθων βιάζεσθαι τὰς χεῖρας προσφέρων· [4.12.3] ὁ δὲ μεθύοντα ἄνθρωπον καὶ ἑστῶτα μόλις παρωσάμενος ἔσφηλεν εἰς τὴν γῆν καὶ ὥσπερ σκύλαξ ἀποδραμὼν κείμενον κατέλιπεν, ἀνδρὸς οὐ παιδὸς ἐς χειραγωγίαν δεόμενον· καὶ οὐκέτι προσίετο ὅλως, ἀλλὰ ἄλλοτε ἄλλῃ τὰς αἶγας ἔνεμεν, ἐκεῖνον μὲν φεύγων, Χλόην δὲ τηρῶν, [4.12.4] Οὐδὲ ὁ Γνάθων ἔτι περιειργάζετο, καταμαθὼν ὡς οὐ μόνον καλός, ἀλλὰ καὶ ἰσχυρός ἐστιν· ἐπετήρει δὲ καιρὸν διαλεχθῆναι περὶ αὐτοῦ τῷ Ἀστύλῳ καὶ ἤλπιζε δῶρον αὐτὸν ἕξειν παρὰ τοῦ νεανίσκου πολλὰ καὶ μεγάλα χαρίζεσθαι θέλοντος.
[4.13.1] Τότε μὲν οὖν οὐκ ἠδυνήθη· προσῄει γὰρ ὁ Διονυσοφάνης ἅμα τῇ Κλεαρίστῃ, καὶ ἦν θόρυβος πολὺς κτηνῶν, οἰκετῶν, ἀνδρῶν, γυναικῶν· μετὰ δὲ τοῦτο συνέταττε λόγον καὶ ἐρωτικὸν καὶ μακρόν. [4.13.2] Ἦν δὲ ὁ Διονυσοφάνης μεσαιπόλιος μὲν ἤδη, μέγας δὲ καὶ καλὸς καὶ μειρακίοις ἁμιλλᾶσθαι δυνάμενος· ἀλλὰ καὶ πλούσιος ἐν ὀλίγοις καὶ χρηστὸς ὡς οὐδεὶς ἕτερος. [4.13.3] Οὗτος ἐλθὼν τῇ πρώτῃ μὲν ἡμέρᾳ θεοῖς ἔθυσεν, ὅσοι προεστᾶσιν ἀγροικίας, Δήμητρι καὶ Διονύσῳ καὶ Πανὶ καὶ Νύμφαις, καὶ κοινὸν πᾶσι τοῖς παροῦσιν ἔστησε κρατῆρα· ταῖς δὲ ἄλλαις ἡμέραις ἐπεσκόπει τὰ τοῦ Λάμωνος ἔργα. [4.13.4] Καὶ ὁρῶν τὰ μὲν πεδία ἐν αὔλακι, τὰς δὲ ἀμπέλους ἐν κλήματι, τὸν δὲ παράδεισον ἐν κάλλει —περὶ γὰρ τῶν ἀνθῶν Ἄστυλος τὴν αἰτίαν ἀνελάμβανεν— ἥδετο περιττῶς καὶ τὸν Λάμωνα ἐπῄνει καὶ ἐλεύθερον ἀφήσειν ἐπηγγέλλετο. [4.13.5] Κατῆλθε μετὰ ταῦτα καὶ εἰς τὸ αἰπόλιον τάς τε αἶγας ὀψόμενος καὶ τὸν νέμοντα.

[4.11.1] Ο Άστυλος τον ευχαρίστησε γι᾽ αυτά και βγήκε να κυνηγήσει λαγούς· πλουσιόπαιδο συνηθισμένο στην πολυτέλεια, είχε έρθει στην εξοχή για να γνωρίσει καινούριες απολαύσεις. [4.11.2] Ο Γνάθων, αντίθετα, ήταν άνθρωπος που ήξερε μόνο να τρώει, να πίνει ώσπου να μεθύσει και κατόπιν ν᾽ αποζητάει ερωτικές ηδονές — κοντολογίς δεν ήταν παρά μασέλα, κοιλιά και τα παρακάτω απ᾽ την κοιλιά. Του ᾽κανε εντύπωση ο Δάφνης σαν έφερε τα πεσκέσια, και καθώς του άρεσαν από φυσικού του τ᾽ αγόρια και συναντούσε εδώ ομορφιά που μήτε στην πόλη δεν έβρισκε, αποφάσισε να ριχτεί του Δάφνη, πιστεύοντας ότι εύκολα θα κατάφερνε ένα γιδοβοσκό. [4.11.3] Έχοντας τέτοιο σκοπό, δεν πήγε στο κυνήγι με τον Άστυλο παρά κατέβηκε εκεί όπου έβοσκε ο Δάφνης, τάχα να δει τις γίδες, στ᾽ αλήθεια όμως ν᾽ ατενίσει τον ίδιο. Για να τον καλοπιάσει του είπε καλά λόγια για τις γίδες, του γύρεψε να παίξει στη φλογέρα του γιδάρικο σκοπό και είπε ότι θα χρησιμοποιούσε την επιρροή του, που ήταν απεριόριστη, για να τον κάνει γρήγορα ελεύθερο πολίτη.
[4.12.1] Νομίζοντας ότι τον είχε πια του χεριού του, ο Γνάθων παραμόνεψε το βράδυ που ο Δάφνης γύριζε πίσω με τις γίδες από τη βοσκή, έτρεξε κοντά του κι αφού τον φίλησε, του ζήτησε να του δοθεί πισώπλατα — όπως οι γίδες στους τράγους. [4.12.2] Ο Δάφνης όμως αργούσε να καταλάβει κι έλεγε ότι καλά να πηδάνε οι τράγοι τις γίδες, αλλά κανένας ποτέ δεν είδε τράγο να πηδάει τράγο, ούτε κριάρι να πηδάει αντί για προβατίνα άλλο κριάρι, ούτε και πετεινό, αντί για κότα, άλλον πετεινό. Τότε ο Γνάθων έφτασε στο σημείο ν᾽ απλώσει χέρι για να τον καταφέρει με το ζόρι, [4.12.3] αλλά καθώς ήταν μεθυσμένος και με δυσκολία στεκόταν όρθιος, με μια σπρωξιά τον έριξε ο Δάφνης καταγής και το ᾽βαλε στα πόδια σα σκυλάκι, παρατώντας τον κατάχαμα· άλλωστε θα χρειαζόταν πια άντρας, κι όχι παιδί, για να τον βοηθήσει να περπατήσει. Ύστερα απ᾽ αυτό ο Δάφνης μήτε που τον πλησίαζε· έβοσκε τις γίδες σ᾽ άλλο μέρος κάθε φορά, αποφεύγοντας εκείνον κι έχοντας το νου του στη Χλόη. [4.12.4] Ο Γνάθων ωστόσο δεν είχε σκοπό να επαναλάβει το πείραμα, μιας κι είχε διαπιστώσει ότι ο Δάφνης δεν ήταν μονάχα ωραίος αλλά και χεροδύναμος· περίμενε ευκαιρία να μιλήσει γι᾽ αυτόν στον Άστυλο, με την ελπίδα ότι τούτος —που ήταν πολύ ανοιχτοχέρης— θα του τον έκανε δώρο.
[4.13.1] Η ευκαιρία δεν του παρουσιάστηκεν αμέσως, γιατί με τον ερχομό του Διονυσοφάνη και της Κλεαρίστης χαλούσε ο κόσμος από ζώα, υπηρέτες, άντρες και γυναίκες· κατόπι ωστόσο κάθισε κι έγραψε ένα φλύαρο ερωτικό κείμενο. [4.13.2] Ο Διονυσοφάνης ήταν ένας μεσόκοπος πια, αλλά ψηλός και γεροδεμένος άντρας που μπορούσε να συναγωνιστεί και νέους· πλούσιος όσο λίγοι, ήταν κι ενάρετος όσο κανένας άλλος. [4.13.3] Την πρώτη μέρα που έφτασε έκανε θυσία στους προστάτες θεούς των χωρικών —τη Δήμητρα, τον Διόνυσο, τον Πάνα και τις Νύμφες— και κέρασε όλο τον κόσμο κρασί από το ίδιο κανάτι. Τις επόμενες μέρες επιθεώρησε τη δουλειά του Λάμωνος. [4.13.4] Βλέποντας τα χωράφια οργωμένα, τ᾽ αμπέλια φουντωτά και τον κήπο στις ομορφιές του (για τα λουλούδια είχε αναλάβει την ευθύνη ο Άστυλος) ευχαριστήθηκε πολύ, συγχάρηκε τον Λάμωνα και του υποσχέθηκε ότι θα τον κάνει ελεύθερο. [4.13.5] Ύστερα ανέβηκε και στη γιδοβοσκή, να δει και τις γίδες και το βοσκό τους.