Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΓΓΟΣ

Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (4.8.1-4.10.3)

[4.8.1] Καὶ ἦν μὲν καινὸν πένθος ἀνθῶν· ἀλλ᾽ οἱ μὲν πτοούμενοι τὸν δεσπότην ἔκλαον· ἔκλαυσε δ᾽ ἄν τις καὶ ξένος ἐπιστάς· ἀποκεκόσμητο γὰρ ὁ τόπος καὶ ἦν λοιπὸν γῆ πηλώδης. Τῶν δὲ εἴ τι διέφυγε τὴν ὕβριν, ὑπήνθει καὶ ἔλαμπε καὶ ἦν ἔτι καλὸν καὶ κείμενον. [4.8.2] Ἐπέκειντο δὲ καὶ μέλιτται αὐτοῖς συνεχὲς καὶ ἄπαυστον βομβοῦσαι καὶ θρηνούσαις ὅμοιον. Ὁ μὲν οὖν Λάμων ὑπ᾽ ἐκπλήξεως κἀκεῖνα ἔλεγε· [4.8.3] «Φεῦ τῆς ῥοδωνιᾶς, ὡς κατακέκλασται· φεῦ τῆς ἰωνιᾶς, ὡς ‹κατα›πεπάτηται· φεῦ τῶν ὑακίνθων καὶ τῶν ναρκίσσων, οὓς ἀνώρυξέ τις πονηρὸς ἄνθρωπος. Ἀφίξεται τὸ ἦρ, τὰ δὲ οὐκ ἀνθήσει· ἔσται τὸ θέρος, τὰ δὲ οὐκ ἀκμάσει· μετόπωρον, τὰ δὲ οὐδένα στεφανώσει. [4.8.4] Οὐδὲ σύ, δέσποτα Διόνυσε, τὰ ἄθλια ταῦτα ἠλέησας ἄνθη, οἷς παρῴκεις καὶ ἔβλεπες, ἀφ᾽ ὧν ἐστεφάνωσά σε πολλάκις; Πῶς δείξω νῦν τὸν παράδεισον τῷ δεσπότῃ; Τίς ἐκεῖνος θεασάμενος ἔσται; Κρεμᾷ γέροντα ἄνθρωπον ἐκ μιᾶς πίτυος ὡς Μαρσύαν· τάχα δὲ καὶ Δάφνιν, ὡς τῶν αἰγῶν ταῦτα εἰργασμένων.»
[4.9.1] Δάκρυα ἦν ἐπὶ τούτοις θερμότερα, καὶ ἐθρήνουν οὐ τὰ ἄνθη λοιπόν, ἀλλὰ τὰ αὑτῶν σώματα. Ἐθρήνει καὶ Χλόη Δάφνιν εἰ κρεμήσεται καὶ ηὔχετο μηκέτι ἐλθεῖν τὸν δεσπότην αὐτῶν καὶ ἡμέρας διήντλει μοχθηράς, ὡς ἤδη Δάφνιν βλέπουσα μαστιγούμενον. [4.9.2] Καὶ ἤδη νυκτὸς ἀρχομένης ὁ Εὔδρομος αὐτοῖς ἀπήγγελλεν ὅτι ὁ μὲν πρεσβύτερος δεσπότης μεθ᾽ ἡμέρας ἀφίξεται τρεῖς, ὁ δὲ παῖς αὐτοῦ τῆς ἐπιούσης πρόσεισι. [4.9.3] Σκέψις οὖν ἦν περὶ τῶν συμβεβηκότων καὶ κοινωνὸν εἰς τὴν γνώμην τὸν Εὔδρομον παρελάμβανον· ὁ δὲ εὔνους ὢν τῷ Δάφνιδι, παρῄνει τὸ συμβὰν ὁμολογῆσαι πρότερον τῷ νέῳ δεσπότῃ καὶ αὐτὸς συμπράξειν ἐπηγγέλλετο, τιμώμενος ὡς ὁμογάλακτος· καὶ ἡμέρας γενομένης οὕτως ἐποίησαν.
[4.10.1] Ἧκε μὲν ὁ Ἄστυλος ἐπὶ ἵππου καὶ παράσιτος αὐτοῦ, καὶ οὗτος ἐπὶ ἵππου· ὁ μὲν ἀρτιγένειος, ὁ δὲ Γνάθων —τουτὶ γὰρ ἐκαλεῖτο— τὸν πώγωνα ξυρώμενος πάλαι. Ὁ δὲ Λάμων ἅμα τῇ Μυρτάλῃ καὶ τῷ Δάφνιδι πρὸ τῶν ποδῶν αὐτοῦ καταπεσὼν ἱκέτευεν οἰκτεῖραι γέροντα ἀτυχῆ καὶ πατρῴας ὀργῆς ἐξαρπάσαι τὸν οὐδὲν ἀδικήσαντα, ἅμα τε αὐτῷ καταλέγει πάντα. [4.10.2] Οἰκτείρει τὴν ἱκεσίαν ὁ Ἄστυλος καὶ ἐπὶ τὸν παράδεισον ἐλθὼν καὶ τὴν ἀπώλειαν τῶν ἀνθῶν ἰδὼν αὐτὸς ἔφη παραιτήσεσθαι τὸν πατέρα καὶ κατηγορήσειν τῶν ἵππων, ὡς ἐκεῖ δεθέντες ἐξύβρισαν, καὶ τὰ μὲν κατέκλασαν, τὰ δὲ κατεπάτησαν, τὰ δὲ ἀνώρυξαν λυθέντες. [4.10.3] Ἐπὶ τούτοις ηὔχοντο μὲν αὐτῷ πάντα τὰ ἀγαθὰ Λάμων καὶ Μυρτάλη· Δάφνις δὲ δῶρα προσεκόμισεν ἐρίφους, τυρούς, ὄρνιθας καὶ τὰ ἔκγονα αὐτῶν, βότρυς ἐπὶ κλημάτων, μῆλα ἐπὶ κλάδων. Ἦν ἐν τοῖς δώροις καὶ ἀνθοσμίας οἶνος Λέσβιος, ποθῆναι κάλλιστος οἶνος.

[4.8.1] Πένθος για τα λουλούδια δεν είχε βέβαια νόημα· έκλαιγαν από φόβο του αφεντικού τους. Όμως και ξένος άνθρωπος, αν βρισκόταν εκεί, θα ᾽κλαιγε μπροστά στο ρημαγμένο τόπο όπου δεν έμενε πια παρά λασπερό χώμα. Πού και πού, ένα λουλούδι που είχε γλιτώσει την καταστροφή άνθιζε, ακόμα και ριγμένο καταγής, με φωτεινή ομορφιά. [4.8.2] Πάνω τους πήγαιναν συνέχεια μέλισσες, βουίζοντας ακατάπαυστα — θα ᾽λεγες μοιρολογίστρες. Αλλά κι ο Λάμων, στην ταραχή του, τέτοια έλεγε: [4.8.3] «Ωχ οι τριανταφυλλιές μου, πώς τις τσάκισαν! Ωχ οι μενεξέδες μου κι οι νάρκισσοι, ποιός άτιμος τους ξερίζωσε! Άνοιξη θα ᾽ρθει, και δε θ᾽ ανθίσουν· καλοκαίρι, και δε θα μεγαλώσουν· φθινόπωρο, και κανένα δε θα στεφανώσουν τούτα δω. [4.8.4] Μήτε και συ, αφέντη Διόνυσε, δε τα λυπήθηκες τα καημένα τα λουλούδια, που κοντά τους έμενες και τα ᾽βλεπες, που όλος χαρά τόσες φορές σου τα ᾽πλεκα στεφάνι; Πώς, πώς να δείξω τώρα στον αφέντη τέτοιο περιβόλι; Τί θα κάνει όταν το δει; Θα με κρεμάσει στην κουκουναριά, γέρο άνθρωπο, σαν το Μαρσύα — κι ίσως και τον Δάφνη, ότι τάχα φταίνε οι γίδες του για τούτο».
[4.9.1] Μ᾽ αυτά δυνάμωσε το κλάμα τους, γιατί δε θρηνούσαν πια για τα λουλούδια παρά για τις ίδιες τις ζωές τους. Θρηνούσε κι η Χλόη ότι θα κρεμάσουν τον Δάφνη, παρακαλούσε να μην έρθει ο αφέντης και περνούσε μαύρες μέρες, λες κι έβλεπε κιόλας να μαστιγώνουν τον Δάφνη. [4.9.2] Και νά που μόλις νύχτωσε τους ανάγγειλε ο Εύδρομος ότι ο μεγάλος αφέντης θα ᾽ρχόταν σε τρεις μέρες, κι ο γιος του από πριν — την άλλη μέρα κιόλας. [4.9.3] Έκαναν λοιπόν σύσκεψη για όσα είχαν συμβεί και πήρανε και γνώμη από τον Εύδρομο. Τούτος, που συμπαθούσε τον Δάφνη, συμβούλεψε να ομολογήσουν το γεγονός πρώτα στο γιο του αφεντικού κι υποσχέθηκε να μεσολαβήσει κι ο ίδιος, μιας κι ο νέος ήταν ομογάλακτος αδελφός του και τον εκτιμούσε. Έτσι κι έκαναν σαν ξημέρωσε.
[4.10.1] Έφτασε ο Άστυλος καβάλα σ᾽ άλογο μαζί μ᾽ έναν παρακεντέ, κι αυτόν καβάλα. Ο πρώτος μόλις είχε αρχίσει να βγάζει γένια, ενώ ο Γνάθων (έτσι λέγαν τον παρακεντέ) ξυριζόταν από καιρό. Ο Λάμων, έχοντας από κοντά τη Μυρτάλη και τον Δάφνη, έπεσε στα πόδια του Αστύλου και τον ικέτεψε να λυπηθεί ένα δυστυχισμένο γέροντα και να γλιτώσει έναν αθώο από την οργή του πατέρα του· συνάμα του τα διηγήθηκε όλα. [4.10.2] Τα παρακάλια του κίνησαν τη συμπόνια του Αστύλου: πήγε στον κήπο, είδε την καταστροφή των λουλουδιών και δήλωσε ότι θα μιλήσει ο ίδιος στον πατέρα του, ρίχνοντας το φταίξιμο στ᾽ άλογα — ότι τάχατες όπως ήταν δεμένα εκεί θύμωσαν, λύθηκαν κι άλλα λουλούδια τσάκισαν, άλλα τσαλαπάτησαν κι άλλα ξερίζωσαν. [4.10.3] Ο Λάμων κι η Μυρτάλη τού ευχήθηκαν τότε όλα τα καλά του κόσμου, κι ο Δάφνης τού έφερε δώρα: γίδια, τυριά, πουλιά με τα μικρά τους, σταφύλια και μήλα πάνω στα κλαριά τους. Ανάμεσα στα δώρα ήταν και μυρωδάτο κρασί της Λέσβου, έξοχο πιοτό.