Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Ἠθικὰ Νικομάχεια (1161b-1162a)
[12] Η φιλία λοιπόν προϋποθέτει πάντοτε, όπως το έχουμε ήδη πει, συνύπαρξη και συνάφεια ανθρώπων. Μπορούμε, ωστόσο, να βγάλουμε έξω από αυτόν τον κανόνα τη φιλία των συγγενών και τη φιλία των συντρόφων. Οι φιλίες όμως που γεννιούνται μεταξύ των συμπολιτών, μεταξύ των μελών μιας φυλής, μεταξύ των συνταξιδιωτών και όσες άλλες τέτοιες μοιάζουν πιο πολύ με τις φιλίες που προϋποθέτουν συνύπαρξη και συνάφεια ανθρώπων, αφού όλες τους φαίνεται ότι βασίζονται σε ένα είδος συμφωνίας. Σ᾽ αυτές τις φιλίες θα μπορούσε κανείς να εντάξει και τη φιλία από φιλοξενία. Η φιλία των συγγενών φαίνεται ότι είναι πολύμορφη και ότι βρίσκεται, στο σύνολό της, σε εξάρτηση από τη φιλία των γονιών με τα παιδιά τους· γιατί οι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους επειδή είναι ένα κομμάτι του εαυτού τους, και τα παιδιά τούς γονείς τους επειδή είναι κάτι που προήλθε από εκείνους. Οι γονείς όμως είναι σε μεγαλύτερο βαθμό βέβαιοι ότι τα παιδιά προήλθαν από τους ίδιους από ό,τι είναι βέβαια τα παιδιά ότι προήλθαν από αυτούς, και ο δεσμός του γεννήτορα με το παιδί του είναι ισχυρότερος από τον δεσμό του παιδιού με τον γεννήτορά του· γιατί καθετί που προήλθε από κάποιο άλλο ανήκει σ᾽ αυτό από το οποίο προήλθε· το δόντι, επιπαραδείγματι, η τρίχα ή οτιδήποτε άλλο ανήκουν σ᾽ αυτόν που τα έχει· αντίθετα, αυτό από το οποίο προήλθε κάτι με κανέναν τρόπο δεν «ανήκει» σ᾽ αυτό που προήλθε από το ίδιο, ή, έστω, «ανήκει» μεν, σε μικρότερο όμως βαθμό. Έπειτα υπάρχει και η διάσταση του χρόνου: οι γονείς αγαπούν τα παιδιά τους αμέσως μόλις αυτά γεννηθούν, ενώ τα παιδιά αγαπούν τους γονείς τους αφού περάσει κάποιος χρόνος και αρχίσουν πια να καταλαβαίνουν ή να αισθάνονται. Από όλα αυτά γίνεται φανερό και γιατί οι μητέρες αγαπούν περισσότερο. Οι γονείς λοιπόν αγαπούν τα παιδιά τους σαν αυτά να είναι ο εαυτός τους (: τα παιδιά τους είναι σαν ένας άλλος εαυτός τους, έτσι που είναι χωριστή η ύπαρξή τους), ενώ τα παιδιά αγαπούν τους γονείς τους επειδή γεννήθηκαν από αυτούς. Τα αδέρφια αγαπούν το ένα το άλλο επειδή γεννήθηκαν από τους ίδιους γονείς· γιατί η ταύτισή τους με αυτούς τους κάνει να ταυτίζονται και μεταξύ τους· νά γιατί λέμε «από το ίδιο αίμα», «από την ίδια ρίζα» και τα παρόμοια. Είναι λοιπόν κατά κάποιο τρόπο το ίδιο πράγμα, έστω και αν πρόκειται για ξεχωριστά άτομα. Πολύ, επίσης, συμβάλλει στη φιλία τους το ότι μεγάλωσαν μαζί και είναι στην ίδια περίπου ηλικία· γιατί «ο συνομήλικος τον συνομήλικο», και άνθρωποι που ζουν μαζί, γίνονται φίλοι· γι᾽ αυτό και η αδελφική φιλία [1162a] μοιάζει με τη συντροφική. Όσο για τα ξαδέρφια και για τους άλλους συγγενείς, τους δένει τον έναν με τον άλλον ο ίδιος δεσμός που δένει και τα αδέρφια: ο δεσμός που ξεκινάει από την ίδια καταγωγή. Βρίσκονται, πάντως, πιο κοντά ή πιο μακριά ο ένας από τον άλλον ανάλογα με το πόσο κοντινός ή πόσο μακρινός είναι ο κοινός αρχηγός της γενιάς τους. Η φιλία των παιδιών προς τους γονείς, και των ανθρώπων προς τους θεούς, είναι φιλία προς κάτι καλό και ανώτερο· οι γονείς, πράγματι, τους έχουν κάνει πολύ μεγάλες ευεργεσίες, αφού αυτοί τους έδωσαν τη ζωή, την τροφή και, στη συνέχεια, την ανατροφή τους. Έπειτα, αυτού του είδους η φιλία περιέχει επίσης την ευχαρίστηση και το όφελος σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι η φιλία με τους ξένους ανθρώπους, δεδομένου ότι η ζωή αυτών των ανθρώπων είναι σε μεγαλύτερο βαθμό κοινή. |