Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1140a-1141a)

[V] Περὶ δὲ φρονήσεως οὕτως ἂν λάβοιμεν, θεωρήσαντες τίνας λέγομεν τοὺς φρονίμους. δοκεῖ δὴ φρονίμου εἶναι τὸ δύνασθαι καλῶς βουλεύσασθαι περὶ τὰ αὑτῷ ἀγαθὰ καὶ συμφέροντα, οὐ κατὰ μέρος, οἷον ποῖα πρὸς ὑγίειαν, πρὸς ἰσχύν, ἀλλὰ ποῖα πρὸς τὸ εὖ ζῆν ὅλως. σημεῖον δ᾽ ὅτι καὶ τοὺς περί τι φρονίμους λέγομεν, ὅταν πρὸς τέλος τι σπουδαῖον εὖ λογίσωνται, ὧν μή ἐστι τέχνη. ὥστε καὶ ὅλως ἂν εἴη φρόνιμος ὁ βουλευτικός. βουλεύεται δ᾽ οὐθεὶς περὶ τῶν ἀδυνάτων ἄλλως ἔχειν, οὐδὲ τῶν μὴ ἐνδεχομένων αὐτῷ πρᾶξαι. ὥστ᾽ εἴπερ ἐπιστήμη μὲν μετ᾽ ἀποδείξεως, ὧν δ᾽ αἱ ἀρχαὶ ἐνδέχονται ἄλλως ἔχειν, τούτων μή ἐστιν ἀπόδειξις (πάντα γὰρ ἐνδέχεται καὶ ἄλλως ἔχειν), καὶ οὐκ [1140b] ἔστι βουλεύσασθαι περὶ τῶν ἐξ ἀνάγκης ὄντων, οὐκ ἂν εἴη ἡ φρόνησις ἐπιστήμη οὐδὲ τέχνη, ἐπιστήμη μὲν ὅτι ἐνδέχεται τὸ πρακτὸν ἄλλως ἔχειν, τέχνη δ᾽ ὅτι ἄλλο τὸ γένος πράξεως καὶ ποιήσεως. λείπεται ἄρα αὐτὴν εἶναι ἕξιν ἀληθῆ μετὰ λόγου πρακτικὴν περὶ τὰ ἀνθρώπῳ ἀγαθὰ καὶ κακά. τῆς μὲν γὰρ ποιήσεως ἕτερον τὸ τέλος, τῆς δὲ πράξεως οὐκ ἂν εἴη· ἔστι γὰρ αὐτὴ ἡ εὐπραξία τέλος. διὰ τοῦτο Περικλέα καὶ τοὺς τοιούτους φρονίμους οἰόμεθα εἶναι, ὅτι τὰ αὑτοῖς ἀγαθὰ καὶ τὰ τοῖς ἀνθρώποις δύνανται θεωρεῖν· εἶναι δὲ τοιούτους ἡγούμεθα τοὺς οἰκονομικοὺς καὶ τοὺς πολιτικούς. ἔνθεν καὶ τὴν σωφροσύνην τούτῳ προσαγορεύομεν τῷ ὀνόματι, ὡς σῴζουσαν τὴν φρόνησιν. σῴζει δὲ τὴν τοιαύτην ὑπόληψιν. οὐ γὰρ ἅπασαν ὑπόληψιν διαφθείρει οὐδὲ διαστρέφει τὸ ἡδὺ καὶ λυπηρόν, οἷον ὅτι τὸ τρίγωνον δύο ὀρθὰς ἔχει ἢ οὐκ ἔχει, ἀλλὰ τὰς περὶ τὸ πρακτόν. αἱ μὲν γὰρ ἀρχαὶ τῶν πρακτῶν τὸ οὗ ἕνεκα τὰ πρακτά· τῷ δὲ διεφθαρμένῳ δι᾽ ἡδονὴν ἢ λύπην εὐθὺς οὐ φαίνεται ἀρχή, οὐδὲ δεῖν τούτου ἕνεκεν οὐδὲ διὰ τοῦθ᾽ αἱρεῖσθαι πάντα καὶ πράττειν· ἔστι γὰρ ἡ κακία φθαρτικὴ ἀρχῆς. ὥστ᾽ ἀνάγκη τὴν φρόνησιν ἕξιν εἶναι μετὰ λόγου ἀληθῆ περὶ τὰ ἀνθρώπινα ἀγαθὰ πρακτικήν. ἀλλὰ μὴν τέχνης μὲν ἔστιν ἀρετή, φρονήσεως δ᾽ οὐκ ἔστιν· καὶ ἐν μὲν τέχνῃ ὁ ἑκὼν ἁμαρτάνων αἱρετώτερος, περὶ δὲ φρόνησιν ἧττον, ὥσπερ καὶ περὶ τὰς ἀρετάς. δῆλον οὖν ὅτι ἀρετή τις ἐστὶ καὶ οὐ τέχνη. δυοῖν δ᾽ ὄντοιν μεροῖν τῆς ψυχῆς τῶν λόγον ἐχόντων, θατέρου ἂν εἴη ἀρετή, τοῦ δοξαστικοῦ· ἥ τε γὰρ δόξα περὶ τὸ ἐνδεχόμενον ἄλλως ἔχειν καὶ ἡ φρόνησις. ἀλλὰ μὴν οὐδ᾽ ἕξις μετὰ λόγου μόνον· σημεῖον δ᾽ ὅτι λήθη μὲν τῆς τοιαύτης ἕξεως ἔστι, φρονήσεως δ᾽ οὐκ ἔστιν.
[VI] Ἐπεὶ δ᾽ ἡ ἐπιστήμη περὶ τῶν καθόλου ἐστὶν ὑπόληψις καὶ τῶν ἐξ ἀνάγκης ὄντων, εἰσὶ δ᾽ ἀρχαὶ τῶν ἀποδεικτῶν καὶ πάσης ἐπιστήμης (μετὰ λόγου γὰρ ἡ ἐπιστήμη), τῆς ἀρχῆς τοῦ ἐπιστητοῦ οὔτ᾽ ἂν ἐπιστήμη εἴη οὔτε τέχνη οὔτε φρόνησις· τὸ μὲν γὰρ ἐπιστητὸν ἀποδεικτόν, αἳ δὲ τυγχάνουσιν [1141a] οὖσαι περὶ τὰ ἐνδεχόμενα ἄλλως ἔχειν. οὐδὲ δὴ σοφία τούτων ἐστίν· τοῦ γὰρ σοφοῦ περὶ ἐνίων ἔχειν ἀπόδειξίν ἐστιν. εἰ δὴ οἷς ἀληθεύομεν καὶ μηδέποτε διαψευδόμεθα περὶ τὰ μὴ ἐνδεχόμενα ἢ καὶ ἐνδεχόμενα ἄλλως ἔχειν, ἐπιστήμη καὶ φρόνησίς ἐστι καὶ σοφία καὶ νοῦς, τούτων δὲ τῶν τριῶν μηδὲν ἐνδέχεται εἶναι (λέγω δὲ τρία φρόνησιν ἐπιστήμην σοφίαν), λείπεται νοῦν εἶναι τῶν ἀρχῶν.

[5] Όσο για τη φρόνηση καταλάβουμε τί είναι, αν πρώτα σκεφτούμε ποιούς ανθρώπους ονομάζουμε φρόνιμους. Κατά την κοινή λοιπόν αντίληψη γνώρισμα του φρόνιμου ανθρώπου είναι το να μπορεί να σκέφτεται σωστά ποιά πράγματα είναι καλά και ωφέλιμα γι᾽ αυτόν, όχι, πάντως, έχοντας στον νου του επιμέρους ειδικές περιπτώσεις, π.χ. ποιά πράγματα είναι καλά και ωφέλιμα για την υγεία ή για τη σωματική δύναμη, αλλά ποιά πράγματα είναι καλά και ωφέλιμα για μια καλή και ευτυχισμένη ζωή γενικά. Απόδειξη γι᾽ αυτό είναι ότι ονομάζουμε φρόνιμους ενσχέσει προς το τάδε συγκεκριμένο πράγμα και αυτούς που σκέφτονται σωστά ενσχέσει με κάποιον σημαντικό σκοπό, φτάνει αυτός να είναι από εκείνους που δεν είναι το αντικείμενο κάποιας τέχνης. Μπορούμε λοιπόν να πούμε γενικά ότι φρόνιμος είναι ο άνθρωπος που έχει την ικανότητα να σκέφτεται σωστά. Κανένας δεν σκέφτεται για πράγματα που δεν υπόκεινται σε μεταβολή, ούτε για πράγματα για τα οποία δεν έχει καμιά δυνατότητα να τα πραγματοποιήσει. Συμπέρασμα: Αφού, από τη μια, η επιστημονική γνώση στηρίζεται στην απόδειξη, και απόδειξη δεν υπάρχει για πράγματα που οι βασικές αρχές τους υπόκεινται σε μεταβολή (γιατί σ᾽ αυτά τα πράγματα υπάρχει γενικά η δυνατότητα της μεταβολής), και αφού, από την άλλη, [1140b] είναι αδύνατο να σκεφτεί κανείς για πράγματα που είναι εξανάγκης αυτό που είναι, η φρόνηση δεν μπορεί, λέω, να είναι ούτε επιστήμη ούτε τέχνη· επιστήμη δεν μπορεί να είναι, γιατί στον χώρο της πράξης υπάρχει μεταβολή· δεν μπορεί, επίσης, να είναι τέχνη, γιατί άλλο είναι το γένος της πράξης και άλλο το γένος της κατασκευής. Μένει, επομένως, να είναι μια αληθινή και έλλογη έξη πρακτική των καλών και κακών για τον άνθρωπο πραγμάτων. Γιατί η κατασκευή έχει ένα τέλος διαφορετικό από την ίδια, η πράξη όμως δεν έχει· γιατί το τέλος της πράξης είναι η ίδια η ευ-πραξία, η σωστή δηλαδή πράξη. Αυτός είναι ο λόγος που θεωρούμε ότι ο Περικλής και οι όμοιοί του είναι φρόνιμοι: γιατί μπορούν να βλέπουν τί είναι καλό για τους ίδιους και, γενικά, για τους ανθρώπους· τέτοιοι άνθρωποι θεωρούμε ότι είναι όσοι είναι ικανοί να κυβερνούν το σπιτικό τους ή την πόλη τους. Γι᾽ αυτό και τη σωφροσύνη τη λέμε με αυτή τη λέξη: γιατί σώζει τη φρόνηση. Αυτό όμως που σώζει είναι η πρακτικού περιεχομένου κρίση. Η ηδονή δηλαδή και η λύπη δεν καταστρέφουν ούτε διαστρέφουν κάθε κρίση (επιπαραδείγματι την κρίση ότι το τρίγωνο έχει ή δεν έχει τις γωνίες του ίσες με δύο ορθές), αλλά μόνο αυτές που σχετίζονται με την (ηθική) πράξη. Γιατί οι αρχές/τα αίτια των (ηθικών) πράξεων είναι ο τελικός σκοπός για τον οποίο αυτές πράττονται. Ο άνθρωπος όμως που έχει διαφθαρεί από την ηδονή ή τη λύπη παύει αμέσως να βλέπει την αρχή· παύει δηλαδή να βλέπει ότι ό,τι επιλέγει και ό,τι πράττει πρέπει να το επιλέγει και να το πράττει για χάρη αυτού του σκοπού ή εξαιτίας του· γιατί η κακία είναι φθαρτική της αρχής της πράξης. Δεν μπορεί, λοιπόν, παρά να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η φρόνηση είναι μια έλλογη έξη, αληθινή, πρακτική των ανθρώπινων αγαθών.
Ενώ όμως υπάρχει αρετή της τέχνης, της φρόνησης δεν υπάρχει. Αυτός, επίσης, που κάνει σφάλμα στην τέχνη με τη θέλησή του, είναι προτιμότερος, στη φρόνηση όμως, όπως και στις άλλες αρετές, συμβαίνει το αντίθετο. Είναι λοιπόν φανερό ότι η φρόνηση είναι αρετή και όχι τέχνη. Καθώς, τώρα, είναι δύο τα λογικά μέρη της ψυχής, η φρόνηση θα πρέπει να είναι αρετή του ενός από αυτά: του δοξαστικού· γιατί γνώμη και φρόνηση έχουν ως αντικείμενό τους αυτό που υπόκειται σε μεταβολή. Σίγουρα όμως η φρόνηση δεν είναι μόνο μια έλλογη έξη· απόδειξη αυτού του πράγματος είναι το ότι μια αυτού του είδους έξη μπορεί να περιπέσει σε λήθη, η φρόνηση όμως δεν μπορεί.
[6] Δεδομένου ότι η επιστημονική γνώση είναι μια κρίση/γνώμη που έχει ως αντικείμενό της τις καθολικές αρχές και τα αναγκαία πράγματα· δεδομένου, επίσης, ότι υπάρχουν βασικές αρχές από τις οποίες ξεκινούν όλες οι αποδεικτικές διαδικασίες, όπως και κάθε επιστημονική γνώση (γιατί η επιστημονική γνώση προϋποθέτει τη λογική), η αρχή του αντικειμένου της επιστημονικής γνώσης δεν θα μπορούσε να είναι αντικείμενο ούτε της επιστημονικής γνώσης ούτε της τέχνης ούτε της φρόνησης. (Της επιστημονικής γνώσης δεν θα μπορούσε να είναι) γιατί το αντικείμενο της επιστημονικής γνώσης είναι αντικείμενο απόδειξης, και οι άλλες ασχολούνται [1141a] με πράγματα που υπόκεινται σε μεταβολή. Ούτε και της φιλοσοφικής σοφίας μπορεί να είναι αντικείμενο· γιατί γνώρισμα του φιλοσόφου είναι να έχει απόδειξη για ορισμένα πράγματα. Αν λοιπόν οι έξεις με τις οποίες πετυχαίνουμε την αλήθεια και δεν ξεγελιόμαστε ποτέ είτε ενσχέσει με τα πράγματα που δεν υπόκεινται σε μεταβολή είτε ενσχέσει με αυτά που υπόκεινται σε μεταβολή είναι η επιστημονική γνώση, η πρακτική σοφία, η φιλοσοφική σοφία και η νόηση, και αν δεν μπορεί να είναι καμία από αυτές τις τρεις (λέγοντας τρεις εννοώ την πρακτική σοφία, την επιστημονική γνώση και τη φιλοσοφική σοφία), μένει να είναι η νόηση που να έχει ως αντικείμενο της τις καθολικές αρχές.