Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1115b-1116a)

[VII] Τὸ δὲ φοβερὸν οὐ πᾶσι μὲν τὸ αὐτό, λέγομεν δέ τι καὶ ὑπὲρ ἄνθρωπον. τοῦτο μὲν οὖν παντὶ φοβερὸν τῷ γε νοῦν ἔχοντι· τὰ δὲ κατ᾽ ἄνθρωπον διαφέρει μεγέθει καὶ τῷ μᾶλλον καὶ ἧττον· ὁμοίως δὲ καὶ τὰ θαρραλέα. ὁ δὲ ἀνδρεῖος ἀνέκπληκτος ὡς ἄνθρωπος. φοβήσεται μὲν οὖν καὶ τὰ τοιαῦτα, ὡς δεῖ δὲ καὶ ὡς ὁ λόγος ὑπομενεῖ τοῦ καλοῦ ἕνεκα· τοῦτο γὰρ τέλος τῆς ἀρετῆς. ἔστι δὲ μᾶλλον καὶ ἧττον ταῦτα φοβεῖσθαι, καὶ ἔτι τὰ μὴ φοβερὰ ὡς τοιαῦτα φοβεῖσθαι. γίνεται δὲ τῶν ἁμαρτιῶν ἣ μὲν ὅτι ‹ὃ› οὐ δεῖ, ἣ δὲ ὅτι οὐχ ὡς δεῖ, ἣ δὲ ὅτι οὐχ ὅτε, ἤ τι τῶν τοιούτων· ὁμοίως δὲ καὶ περὶ τὰ θαρραλέα. ὁ μὲν οὖν ἃ δεῖ καὶ οὗ ἕνεκα ὑπομένων καὶ φοβούμενος, καὶ ὡς δεῖ καὶ ὅτε, ὁμοίως δὲ καὶ θαρρῶν, ἀνδρεῖος· κατ᾽ ἀξίαν γάρ, καὶ ὡς ἂν ὁ λόγος, πάσχει καὶ πράττει ὁ ἀνδρεῖος. τέλος δὲ πάσης ἐνεργείας ἐστὶ τὸ κατὰ τὴν ἕξιν. †καὶ τῷ ἀνδρείῳ δὲ ἡ ἀνδρεία καλόν.† τοιοῦτον δὴ καὶ τὸ τέλος· ὁρίζεται γὰρ ἕκαστον τῷ τέλει. καλοῦ δὴ ἕνεκα ὁ ἀνδρεῖος ὑπομένει καὶ πράττει τὰ κατὰ τὴν ἀνδρείαν.
Τῶν δ᾽ ὑπερβαλλόντων ὁ μὲν τῇ ἀφοβίᾳ ἀνώνυμος (εἴρηται δ᾽ ἡμῖν ἐν τοῖς πρότερον ὅτι πολλά ἐστιν ἀνώνυμα), εἴη δ᾽ ἄν τις μαινόμενος ἢ ἀνάλγητος, εἰ μηδὲν φοβοῖτο, μήτε σεισμὸν μήτε κύματα, καθάπερ φασὶ τοὺς Κελτούς· ὁ δὲ τῷ θαρρεῖν ὑπερβάλλων περὶ τὰ φοβερὰ θρασύς. δοκεῖ δὲ καὶ ἀλαζὼν εἶναι ὁ θρασὺς καὶ προσποιητικὸς ἀνδρείας· ὡς γοῦν ἐκεῖνος περὶ τὰ φοβερὰ ἔχει, οὗτος βούλεται φαίνεσθαι· ἐν οἷς οὖν δύναται, μιμεῖται. διὸ καὶ εἰσὶν οἱ πολλοὶ αὐτῶν θρασύδειλοι· ἐν τούτοις γὰρ θρασυνόμενοι τὰ φοβερὰ οὐχ ὑπομένουσιν. ὁ δὲ τῷ φοβεῖσθαι ὑπερβάλλων δειλός· καὶ γὰρ ἃ μὴ δεῖ καὶ ὡς οὐ δεῖ, καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα ἀκολουθεῖ αὐτῷ. [1116a] ἐλλείπει δὲ καὶ τῷ θαρρεῖν· ἀλλ᾽ ἐν ταῖς λύπαις ὑπερβάλλων μᾶλλον καταφανής ἐστιν. δύσελπις δή τις ὁ δειλός· πάντα γὰρ φοβεῖται. ὁ δ᾽ ἀνδρεῖος ἐναντίως· τὸ γὰρ θαρρεῖν εὐέλπιδος. περὶ ταὐτὰ μὲν οὖν ἐστὶν ὅ τε δειλὸς καὶ ὁ θρασὺς καὶ ὁ ἀνδρεῖος, διαφόρως δ᾽ ἔχουσι πρὸς αὐτά· οἳ μὲν γὰρ ὑπερβάλλουσι καὶ ἐλλείπουσιν, ὃ δὲ μέσως ἔχει καὶ ὡς δεῖ· καὶ οἱ μὲν θρασεῖς προπετεῖς, καὶ βουλόμενοι πρὸ τῶν κινδύνων ἐν αὐτοῖς δ᾽ ἀφίστανται, οἱ δ᾽ ἀνδρεῖοι ἐν τοῖς ἔργοις ὀξεῖς, πρότερον δ᾽ ἡσύχιοι.
Καθάπερ οὖν εἴρηται, ἡ ἀνδρεία μεσότης ἐστὶ περὶ θαρραλέα καὶ φοβερά, ἐν οἷς εἴρηται, καὶ ὅτι καλὸν αἱρεῖται καὶ ὑπομένει, ἢ ὅτι αἰσχρὸν τὸ μή. τὸ δ᾽ ἀποθνήσκειν φεύγοντα πενίαν ἢ ἔρωτα ἤ τι λυπηρὸν οὐκ ἀνδρείου, ἀλλὰ μᾶλλον δειλοῦ· μαλακία γὰρ τὸ φεύγειν τὰ ἐπίπονα, καὶ οὐχ ὅτι καλὸν ὑπομένει, ἀλλὰ φεύγων κακόν.

[7] Τα πράγματα που προκαλούν φόβο δεν είναι ίδια για όλους τους ανθρώπους, και είναι μερικά που λέμε ότι είναι πάνω από τη δύναμη του ανθρώπου. Αυτά τα τελευταία προκαλούν φόβο σε κάθε άνθρωπο — στους μυαλωμένους, τουλάχιστο, ανθρώπους. Τα άλλα όμως, αυτά που είναι μέσα στα όρια της δύναμης του ανθρώπου, παρουσιάζουν διαφορές μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και ως προς το «περισσότερο και λιγότερο»· το ίδιο συμβαίνει και με τα πράγματα που μας εμπνέουν θάρρος και σιγουριά.
Ο ανδρείος, τώρα, είναι απτόητος στον βαθμό που μπορεί να είναι απτόητος ο άνθρωπος. Θα τα φοβηθεί λοιπόν και αυτά, θα τα αντιμετωπίσει όμως με τον τρόπο που πρέπει και σύμφωνα με όσα ο λόγος ορίζει, και αυτό για χάρη του ωραίου· γιατί αυτό είναι το τέλος της αρετής. Είναι όμως δυνατό να φοβάται κανείς περισσότερο ή λιγότερο, και, ακόμη, πράγματα που δεν είναι φοβερά να τα φοβάται ως φοβερά. Η λανθασμένη συμπεριφορά οφείλεται άλλοτε στο ότι φοβάται κάτι που δεν πρέπει να το φοβάται, άλλοτε στο ότι φοβάται όχι με τον σωστό τρόπο, άλλοτε στο ότι φοβάται σε στιγμή που δεν θα έπρεπε να φοβάται, κ.ο.κ. — το ίδιο συμβαίνει και με τα πράγματα που μας εμπνέουν θάρρος και σιγουριά. Ο άνθρωπος λοιπόν που αντιμετωπίζει και που φοβάται α) τα πράγματα που πρέπει, β) για τον λόγο που πρέπει, γ) με τον τρόπο που πρέπει και δ) τη στιγμή που πρέπει, το ίδιο και ο άνθρωπος που δείχνει θάρρος με τις ίδιες αυτές προϋποθέσεις, είναι ανδρείος· γιατί ο ανδρείος «πάσχει» και «πράττει» με τρόπο που είναι ο σωστός για την περίσταση και όπως ορίζει ο λόγος.
Το τέλος, τώρα, κάθε ενέργειας είναι αυτό που αντιστοιχεί στην έξη από την οποία προέρχεται η συγκεκριμένη ενέργεια. †Για τον άνθρωπο που κάνει ανδρείες πράξεις η ανδρεία είναι κάτι το ωραίο.† Τέτοιο θα είναι λοιπόν και το τέλος της· γιατί το καθετί ορίζεται με βάση το τέλος του. Για κάτι το ωραίο λοιπόν ο ανδρείος υπομένει και πράττει τα έργα της ανδρείας.
Ενσχέσει με την υπερβολή τα πράγματα έχουν ως εξής: Τον άνθρωπο που δεν αισθάνεται κανέναν απολύτως φόβο, η γλώσσα μας δεν έχει λέξη να τον δηλώσει (το είπαμε και σε προηγούμενη ενότητα ότι σε πολλές περιπτώσεις η γλώσσα μας δεν διαθέτει τις σχετικές λέξεις), θα μπορούσε όμως κανείς να πει ότι είναι ένα είδος παράφρονα ή αναίσθητου ανθρώπου, αν δεν φοβάται τίποτε, ούτε τους σεισμούς ούτε τα κύματα της θάλασσας — όπως το λένε για τους Κέλτες. Ο υπερβολικός στο θάρρος ενσχέσει με τα πράγματα που προκαλούν φόβο είναι ο θρασύς. Ο θρασύς, πάντως, άνθρωπος δεν είναι —κατά την κοινή αντίληψη— παρά ένας καυχησιάρης, ένας άνθρωπος που προσποιείται τον ανδρείο: ό,τι είναι ο ανδρείος ενσχέσει με τα πράγματα που προκαλούν φόβο, ο θρασύς θέλει να φαίνεται ότι είναι· όπου λοιπόν το μπορεί, μιμείται τον ανδρείο. Γι᾽ αυτό και οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους είναι θρασύδειλοι: θρασείς εκεί όπου μπορούν να «παίξουν» τον ανδρείο, δεν είναι ικανοί να αντιμετωπίσουν ό,τι προκαλεί πράγματι φόβο.
Ο υπερβολικός στον φόβο δηλώνεται με τη λέξη δειλός· είναι ο άνθρωπος που φοβάται πράγματα που δεν πρέπει να τα φοβάται, ο άνθρωπος που φοβάται με τρόπο που δεν πρέπει να φοβάται, ο άνθρωπος που τον χαρακτηρίζουν όλα τα γνωστά μας αυτού του είδους πράγματα. [1116a] Ο άνθρωπος αυτός είναι, επίσης, ελλιπής στο θάρρος· αυτό όμως που κυρίως γίνεται φανερό σ᾽ αυτόν τον άνθρωπο είναι ο υπερβολικός του φόβος μπροστά στις δυσάρεστες και οδυνηρές καταστάσεις. Ο δειλός λοιπόν είναι, θα λέγαμε, ο άνθρωπος που βάζει πάντοτε στο μυαλό του το χειρότερο, γιατί φοβάται τα πάντα. Ο ανδρείος, πάντως, είναι το ακριβώς αντίθετο· γιατί το θάρρος είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου που αντιμετωπίζει τη ζωή με αισιοδοξία.
Με τα ίδια λοιπόν πράγματα βρίσκονται αντιμέτωποι και ο δειλός και ο θρασύς και ο ανδρείος, ο τρόπος όμως με τον οποίο συμπεριφέρονται ενσχέσει με αυτά τα πράγματα είναι διαφορετικός: οι δύο πρώτοι υπερβάλλουν και ελλείπουν, ενώ ο τρίτος κρατάει το μέσον και συμπεριφέρεται με τον τρόπο που πρέπει. Επίσης: Οι θρασείς «κάνουν τον καμπόσο» και, ενώ πριν από τους κινδύνους τούς θέλουν, όταν είναι μέσα σ᾽ αυτούς, αποτραβιούνται· αντίθετα οι ανδρείοι βρίσκονται σε διέγερση την ώρα της δράσης, ενώ πιο μπροστά είναι ψύχραιμοι και ήσυχοι.
Όπως λοιπόν είπαμε, η ανδρεία είναι μεσότητα απέναντι στα πράγματα που προκαλούν θάρρος και φόβο στις περιστάσεις που περιγράψαμε· είπαμε επίσης ότι ο ανδρείος επιλέγει και αντιμετωπίζει διάφορα πράγματα επειδή αυτό είναι ωραίο, ή γιατί θα ήταν άσχημο το να μην κάνει έτσι. Το να επιλέγει όμως κανείς τον θάνατο για να γλιτώσει από τη φτώχεια, από μια ερωτική απογοήτευση ή από κάτι δυσάρεστο και οδυνηρό, αυτό δεν δείχνει άνθρωπο ανδρείο· ίσα ίσα δείχνει άνθρωπο δειλό· γιατί το να αποφεύγει κανείς τα οχληρά και κουραστικά πράγματα είναι καθαρή μαλθακότητα: αν δέχεται τον θάνατο, δεν είναι γιατί πρόκειται για κάτι το ωραίο, αλλά για να γλιτώσει από ένα κακό.