Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1169b-1170b)

[IX] Ἀμφισβητεῖται δὲ καὶ περὶ τὸν εὐδαίμονα, εἰ δεήσεται φίλων ἢ μή. οὐθὲν γάρ φασι δεῖν φίλων τοῖς μακαρίοις καὶ αὐτάρκεσιν· ὑπάρχειν γὰρ αὐτοῖς τἀγαθά· αὐτάρκεις οὖν ὄντας οὐδενὸς προσδεῖσθαι, τὸν δὲ φίλον, ἕτερον αὐτὸν ὄντα, πορίζειν ἃ δι᾽ αὑτοῦ ἀδυνατεῖ· ὅθεν «ὅταν ὁ δαίμων εὖ διδῷ, τί δεῖ φίλων;» ἔοικε δ᾽ ἀτόπῳ τὸ πάντ᾽ ἀπονέμοντας τἀγαθὰ τῷ εὐδαίμονι φίλους μὴ ἀποδιδόναι, ὃ δοκεῖ τῶν ἐκτὸς ἀγαθῶν μέγιστον εἶναι. εἴ τε φίλου μᾶλλόν ἐστι τὸ εὖ ποιεῖν ἢ πάσχειν, καὶ ἔστι τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τῆς ἀρετῆς τὸ εὐεργετεῖν, κάλλιον δ᾽ εὖ ποιεῖν φίλους ὀθνείων, τῶν εὖ πεισομένων δεήσεται ὁ σπουδαῖος. διὸ καὶ ἐπιζητεῖται πότερον ἐν εὐτυχίαις μᾶλλον δεῖ φίλων ἢ ἐν ἀτυχίαις, ὡς καὶ τοῦ ἀτυχοῦντος δεομένου τῶν εὐεργετησόντων καὶ τῶν εὐτυχούντων οὓς εὖ ποιήσουσιν.
Ἄτοπον δ᾽ ἴσως καὶ τὸ μονώτην ποιεῖν τὸν μακάριον· οὐδεὶς γὰρ ἕλοιτ᾽ ἂν καθ᾽ αὑτὸν τὰ πάντ᾽ ἔχειν ἀγαθά· πολιτικὸν γὰρ ὁ ἄνθρωπος καὶ συζῆν πεφυκός. καὶ τῷ εὐδαίμονι δὴ τοῦθ᾽ ὑπάρχει· τὰ γὰρ τῇ φύσει ἀγαθὰ ἔχει, δῆλον δ᾽ ὡς μετὰ φίλων καὶ ἐπιεικῶν κρεῖττον ἢ μετ᾽ ὀθνείων καὶ τῶν τυχόντων συνημερεύειν. δεῖ ἄρα τῷ εὐδαίμονι φίλων. τί οὖν λέγουσιν οἱ πρῶτοι, καὶ πῇ ἀληθεύουσιν; ἢ ὅτι οἱ πολλοὶ φίλους οἴονται τοὺς χρησίμους εἶναι; τῶν τοιούτων μὲν οὖν οὐδὲν δεήσεται ὁ μακάριος, ἐπειδὴ τἀγαθὰ ὑπάρχει αὐτῷ· οὐδὲ δὴ τῶν διὰ τὸ ἡδύ, ἢ ἐπὶ μικρόν (ἡδὺς γὰρ ὁ βίος ὢν οὐδὲν δεῖται ἐπεισάκτου ἡδονῆς)· οὐ δεόμενος δὲ τῶν τοιούτων φίλων οὐ δοκεῖ δεῖσθαι φίλων. τὸ δ᾽ οὐκ ἔστιν ἴσως ἀληθές. ἐν ἀρχῇ γὰρ εἴρηται ὅτι ἡ εὐδαιμονία ἐνέργειά τις ἐστίν, ἡ δ᾽ ἐνέργεια δῆλον ὅτι γίνεται καὶ οὐχ ὑπάρχει ὥσπερ κτῆμά τι. εἰ δὲ τὸ εὐδαιμονεῖν ἐστὶν ἐν τῷ ζῆν καὶ ἐνεργεῖν, τοῦ δ᾽ ἀγαθοῦ ἡ ἐνέργεια σπουδαία καὶ ἡδεῖα καθ᾽ αὑτήν, καθάπερ ἐν ἀρχῇ εἴρηται, ἔστι δὲ καὶ τὸ οἰκεῖον τῶν ἡδέων, θεωρεῖν δὲ μᾶλλον τοὺς πέλας δυνάμεθα ἢ ἑαυτοὺς καὶ τὰς ἐκείνων πράξεις ἢ τὰς οἰκείας, αἱ τῶν σπουδαίων δὲ πράξεις φίλων ὄντων [1170a] ἡδεῖαι τοῖς ἀγαθοῖς (ἄμφω γὰρ ἔχουσι τὰ τῇ φύσει ἡδέα)· ὁ μακάριος δὴ φίλων τοιούτων δεήσεται, εἴπερ θεωρεῖν προαιρεῖται πράξεις ἐπιεικεῖς καὶ οἰκείας, τοιαῦται δ᾽ αἱ τοῦ ἀγαθοῦ φίλου ὄντος. οἴονταί τε δεῖν ἡδέως ζῆν τὸν εὐδαίμονα. μονώτῃ μὲν οὖν χαλεπὸς ὁ βίος· οὐ γὰρ ῥᾴδιον καθ᾽ αὑτὸν ἐνεργεῖν συνεχῶς, μεθ᾽ ἑτέρων δὲ καὶ πρὸς ἄλλους ῥᾷον. ἔσται οὖν ἡ ἐνέργεια συνεχεστέρα, ἡδεῖα οὖσα καθ᾽ αὑτήν, ὃ δεῖ περὶ τὸν μακάριον εἶναι· ὁ γὰρ σπουδαῖος, ᾗ σπουδαῖος, ταῖς κατ᾽ ἀρετὴν πράξεσι χαίρει, ταῖς δ᾽ ἀπὸ κακίας δυσχεραίνει, καθάπερ ὁ μουσικὸς τοῖς καλοῖς μέλεσιν ἥδεται, ἐπὶ δὲ τοῖς φαύλοις λυπεῖται. γίνοιτο δ᾽ ἂν καὶ ἄσκησίς τις τῆς ἀρετῆς ἐκ τοῦ συζῆν τοῖς ἀγαθοῖς, καθάπερ καὶ Θέογνίς φησιν. φυσικώτερον δ᾽ ἐπισκοποῦσιν ἔοικεν ὁ σπουδαῖος φίλος τῷ σπουδαίῳ τῇ φύσει αἱρετὸς εἶναι. τὸ γὰρ τῇ φύσει ἀγαθὸν εἴρηται ὅτι τῷ σπουδαίῳ ἀγαθὸν καὶ ἡδύ ἐστι καθ᾽ αὑτό. τὸ δὲ ζῆν ὁρίζονται τοῖς ζῴοις δυνάμει αἰσθήσεως, ἀνθρώποις δ᾽ αἰσθήσεως ἢ νοήσεως· ἡ δὲ δύναμις εἰς τὴν ἐνέργειαν ἀνάγεται, τὸ δὲ κύριον ἐν τῇ ἐνεργείᾳ· ἔοικε δὴ τὸ ζῆν εἶναι κυρίως τὸ αἰσθάνεσθαι ἢ νοεῖν. τὸ δὲ ζῆν τῶν καθ᾽ αὑτὸ ἀγαθῶν καὶ ἡδέων· ὡρισμένον γάρ, τὸ δ᾽ ὡρισμένον τῆς τἀγαθοῦ φύσεως· τὸ δὲ τῇ φύσει ἀγαθὸν καὶ τῷ ἐπιεικεῖ· διόπερ ἔοικε πᾶσιν ἡδὺ εἶναι· οὐ δεῖ δὲ λαμβάνειν μοχθηρὰν ζωὴν καὶ διεφθαρμένην, οὐδ᾽ ἐν λύπαις· ἀόριστος γὰρ ἡ τοιαύτη, καθάπερ τὰ ὑπάρχοντα αὐτῇ. ἐν τοῖς ἐχομένοις δὲ περὶ τῆς λύπης ἔσται φανερώτερον. εἰ δ᾽ αὐτὸ τὸ ζῆν ἀγαθὸν καὶ ἡδύ (ἔοικε δὲ καὶ ἐκ τοῦ πάντας ὀρέγεσθαι αὐτοῦ, καὶ μάλιστα τοὺς ἐπιεικεῖς καὶ μακαρίους· τούτοις γὰρ ὁ βίος αἱρετώτατος, καὶ ἡ τούτων μακαριωτάτη ζωή), ὁ δ᾽ ὁρῶν ὅτι ὁρᾷ αἰσθάνεται καὶ ὁ ἀκούων ὅτι ἀκούει καὶ ὁ βαδίζων ὅτι βαδίζει, καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ὁμοίως ἔστι τι τὸ αἰσθανόμενον ὅτι ἐνεργοῦμεν, ὥστε ἂν αἰσθανώμεθ᾽, ὅτι αἰσθανόμεθα, κἂν νοῶμεν, ὅτι νοοῦμεν, τὸ δ᾽ ὅτι αἰσθανόμεθα ἢ νοοῦμεν, ὅτι ἐσμέν (τὸ γὰρ εἶναι ἦν αἰσθάνεσθαι ἢ [1170b] νοεῖν), τὸ δ᾽ αἰσθάνεσθαι ὅτι ζῇ, τῶν ἡδέων καθ᾽ αὑτό (φύσει γὰρ ἀγαθὸν ζωή, τὸ δ᾽ ἀγαθὸν ὑπάρχον ἐν ἑαυτῷ αἰσθάνεσθαι ἡδύ), αἱρετὸν δὲ τὸ ζῆν καὶ μάλιστα τοῖς ἀγαθοῖς, ὅτι τὸ εἶναι ἀγαθόν ἐστιν αὐτοῖς καὶ ἡδύ (συναισθανόμενοι γὰρ τοῦ καθ᾽ αὑτὸ ἀγαθοῦ ἥδονται), ὡς δὲ πρὸς ἑαυτὸν ἔχει ὁ σπουδαῖος, καὶ πρὸς τὸν φίλον (ἕτερος γὰρ αὐτὸς ὁ φίλος ἐστίν)· καθάπερ οὖν τὸ αὐτὸν εἶναι αἱρετόν ἐστιν ἑκάστῳ, οὕτω καὶ τὸ τὸν φίλον, ἢ παραπλησίως. τὸ δ᾽ εἶναι ἦν αἱρετὸν διὰ τὸ αἰσθάνεσθαι αὑτοῦ ἀγαθοῦ ὄντος, ἡ δὲ τοιαύτη αἴσθησις ἡδεῖα καθ᾽ ἑαυτήν. συναισθάνεσθαι ἄρα δεῖ καὶ τοῦ φίλου ὅτι ἔστιν, τοῦτο δὲ γίνοιτ᾽ ἂν ἐν τῷ συζῆν καὶ κοινωνεῖν λόγων καὶ διανοίας· οὕτω γὰρ ἂν δόξειε τὸ συζῆν ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων λέγεσθαι, καὶ οὐχ ὥσπερ ἐπὶ τῶν βοσκημάτων τὸ ἐν τῷ αὐτῷ νέμεσθαι. εἰ δὴ τῷ μακαρίῳ τὸ εἶναι αἱρετόν ἐστι καθ᾽ αὑτό, ἀγαθὸν τῇ φύσει ὂν καὶ ἡδύ, παραπλήσιον δὲ καὶ τὸ τοῦ φίλου ἐστίν, κἂν ὁ φίλος τῶν αἱρετῶν εἴη. ὃ δ᾽ ἐστὶν αὐτῷ αἱρετόν, τοῦτο δεῖ ὑπάρχειν αὐτῷ, ἢ ταύτῃ ἐνδεὴς ἔσται. δεήσει ἄρα τῷ εὐδαιμονήσοντι φίλων σπουδαίων.

[9] Συζητήσεις προκάλεσε και το ερώτημα αν ο ευδαίμων άνθρωπος έχει ανάγκη φίλων ή όχι. Λένε δηλαδή κάποιοι ότι οι ευτυχισμένοι και αυτάρκεις άνθρωποι δεν έχουν καμιά ανάγκη φίλων, αφού έχουν ήδη όλα τα αγαθά· όντας λοιπόν αυτάρκεις δεν χρειάζονται πια τίποτε άλλο — και ο φίλος, σαν ένας άλλος εαυτός μας, λένε ότι στην πραγματικότητα μας εξασφαλίζει αυτά που δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε για τον εαυτό μας μόνοι μας· εξού και ο λόγος
Σαν έχουμε του θεού την ευλογία, τους φίλους τί τους θέλουμε;
Από την άλλη όμως φαίνεται παράδοξο, τη στιγμή που αποδίδουμε στον ευδαίμονα άνθρωπο όλα τα αγαθά, να μην του δίνουμε φίλους, κάτι όμως που η κοινή αντίληψη το θεωρεί ως το μεγαλύτερο εξωτερικό αγαθό. Και: Αν είναι γνώρισμα του φίλου πιο πολύ το να ευεργετεί παρά το να ευεργετείται· αν οι ευεργεσίες είναι γνώρισμα του ενάρετου ανθρώπου και της αρετής· αν είναι πιο όμορφο πράγμα να ευεργετεί κανείς φίλους παρά ξένους ανθρώπους, τότε ο ενάρετος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να χρειάζεται ανθρώπους στους οποίους θα κάνει τις ευεργεσίες του. Αυτός είναι ο λόγος που γίνεται αντικείμενο συζήτησης και το επόμενο ερώτημα: αν τους φίλους τούς χρειάζεται κανείς πιο πολύ στις ευτυχισμένες ή στις δυστυχισμένες στιγμές του, αφού βέβαια και ο δυστυχισμένος άνθρωπος έχει ανάγκη από αυτούς που θα τον ευεργετήσουν και οι ευτυχισμένοι άνθρωποι από αυτούς τους οποίους θα ευεργετήσουν.
Είναι όμως, ασφαλώς, επίσης παράδοξο να κάνουμε μοναχικό τον ευδαίμονα άνθρωπο· κανένας, πράγματι, δεν θα προτιμούσε να έχει όλα τα αγαθά του κόσμου, αν ήταν να τα χαίρεται μόνος του· γιατί ο άνθρωπος είναι ένα ον προορισμένο να ζει στην κοινωνία της πόλης, που πάει να πει ότι η ίδια η φύση τον προόρισε να ζει μαζί με άλλους ανθρώπους. Το ίδιο λοιπόν ισχύει και για τον ευδαίμονα άνθρωπο, αφού έχει όλα όσα είναι εκ φύσεως αγαθά — και είναι προφανώς προτιμότερο να περνάει κανείς τις ώρες και τις μέρες του μαζί με φίλους και καλούς ανθρώπους παρά με ξένους και με τυχαίους ανθρώπους. Επομένως ο ευδαίμων άνθρωπος χρειάζεται, πράγματι, φίλους.
Τί ακριβώς λοιπόν λένε οι οπαδοί της πρώτης άποψης, και σε ποιό σημείο πετυχαίνουν την αλήθεια; Μήπως στο ότι για τους περισσότερους ανθρώπους φίλοι είναι αυτοί που μας είναι χρήσιμοι; Τέτοιους φίλους ο ευδαίμων άνθρωπος πραγματικά δεν θα τους χρειαστεί, αφού αυτός έχει ήδη όλα τα αγαθά· όπως, επίσης, δεν θα χρειαστεί αυτούς που τους κάνει κανείς φίλους του για την ευχαρίστηση που θα του προσφέρουν, ή θα τους χρειαστεί σε μικρό μόνο βαθμό (γιατί η ζωή του, ευχάριστη από μόνη της, δεν έχει καμιά ανάγκη από «εισαγόμενη από έξω» ευχαρίστηση)· επειδή λοιπόν δεν χρειάζεται τέτοιους φίλους, ο κόσμος θεωρεί ότι δεν χρειάζεται φίλους. Αυτό όμως δεν είναι, ασφαλώς, αλήθεια, γιατί, όπως είπαμε στην αρχή της πραγματείας μας, η ευδαιμονία είναι ενέργεια, και η ενέργεια προφανώς είναι κάτι που γίνεται και όχι κάτι το στατικό που κανείς το έχει. Αν λοιπόν «είμαι ευδαίμων» θα πει «ζω και ενεργώ»· αν η ενέργεια του καλού ανθρώπου είναι καθεαυτήν ενάρετη και ευχάριστη, όπως το είπαμε στην αρχή της πραγματείας μας· αν αυτό που προσιδιάζει και ανήκει σ᾽ έναν άνθρωπο είναι γι᾽ αυτόν κάτι το ευχάριστο· αν μπορούμε να παρατηρούμε και να μελετούμε τους άλλους περισσότερο από ό,τι τον εαυτό μας, και τις πράξεις εκείνων περισσότερο από ό,τι τις δικές μας· αν, τέλος, οι πράξεις των ενάρετων ανθρώπων [1170a] είναι πηγή ευχαρίστησης για τους καλούς ανθρώπους, ιδίως όταν οι ενάρετοι αυτοί άνθρωποι είναι φίλοι τους (γιατί έχουν και τις δύο εκ φύσεως ευχάριστες ιδιότητες), τότε ο ευδαίμων άνθρωπος τους χρειάζεται αυτού του είδους τους φίλους, αφού βέβαια η προτίμησή του είναι πάντοτε να παρατηρεί και να μελετάει ενάρετες πράξεις και πράξεις που προσιδιάζουν στον ίδιο — και οι πράξεις του ενάρετου ανθρώπου, ιδίως αν ο άνθρωπος αυτός είναι φίλος του, έχουν αυτές τις ιδιότητες.
Πιστεύουν επίσης οι άνθρωποι ότι η ζωή του ευδαίμονα ανθρώπου πρέπει να είναι ευχάριστη. Του μοναχικού όμως και απομονωμένου ανθρώπου η ζωή είναι δύσκολη· δεν είναι, πράγματι, εύκολο, με όρους απομόνωσης, να ενεργεί κανείς αδιάκοπα, μαζί όμως με άλλους και ενσχέσει με άλλους είναι πιο εύκολο — η ενέργεια, που είναι ήδη καθεαυτήν ευχάριστη, θα είναι τότε πιο συνεχής, και έτσι πρέπει να είναι στον άνθρωπο που είναι ευδαίμων· γιατί ο ενάρετος άνθρωπος, ακριβώς γιατί είναι ενάρετος, χαίρεται με τις πράξεις που γίνονται με τους κανόνες της αρετής και ενοχλείται με τις πράξεις που ξεκινούν από την κακία — ακριβώς όπως ο μουσικός ευχαριστιέται με τις ωραίες μελωδίες και στενοχωριέται με τις κακές. Η συμβίωση, άλλωστε, με ενάρετους ανθρώπους μπορεί τελικά να γίνει και ένα είδος άσκησης στην αρετή, όπως το λέει και ο Θέογνης.
Αν δούμε το πράγμα με μεγαλύτερη εμβάθυνση στη φύση του ανθρώπου, φαίνεται ότι ένας ενάρετος φίλος είναι εκ φύσεως πρόσωπο προτίμησης για έναν ενάρετο άνθρωπο. Γιατί κάτι που είναι εκ φύσεως αγαθό είναι, όπως έχουμε ήδη πει, καθεαυτό αγαθό και ευχάριστο για τον ενάρετο άνθρωπο. Στην περίπτωση των ζώων η ζωή ορίζεται με τη δύναμη της αντίληψης μέσω των αισθήσεων, ενώ στην περίπτωση του ανθρώπου με τη δύναμη της αντίληψης μέσω των αισθήσεων και της νόησης. Η δύναμη, πάλι, ορίζεται σε αναφορά προς την ενέργεια· το ουσιαστικό, πάντως, είναι η ενέργεια. Κατά συνέπεια, η ζωή φαίνεται πως είναι κατά κύριο λόγο αίσθηση και νόηση. Η ζωή είναι από τα πράγματα που είναι καλά και ευχάριστα καθεαυτά, γιατί είναι κάτι το σαφώς καθορισμένο, και το σαφώς καθορισμένο ανήκει στη φύση τού αγαθού· αυτό, πάλι, που είναι εκ φύσεως αγαθό, είναι αγαθό και για τον ενάρετο άνθρωπο· γι᾽ αυτό και φαίνεται πως είναι κάτι το ευχάριστο σε όλους τους ανθρώπους — μόνο που δεν πρέπει, βέβαια, να αναφερόμαστε σε μια ζωή κακή και διεφθαρμένη, ούτε σε μια ζωή γεμάτη από λύπες· γιατί αυτού του είδους η ζωή δεν είναι σαφώς καθορισμένη, όπως δεν είναι σαφώς καθορισμένα και τα επιμέρους χαρακτηριστικά της (το πράγμα θα γίνει πιο φανερό με όσα θα πούμε ενσχέσει με τη λύπη στη συνέχεια της πραγματείας μας).
Αν όμως η ίδια η ζωή είναι κάτι το αγαθό και ευχάριστο (το πράγμα γίνεται φανερό από το γεγονός ότι όλοι την επιθυμούν, και κατά κύριο λόγο οι καλοί και ευδαίμονες άνθρωποι· γι᾽ αυτούς, πράγματι, η ζωή είναι κάτι το εξαιρετικά επιθυμητό, και αυτών των ανθρώπων η ζωή είναι κατεξοχήν ευδαίμων)· αν αυτός που βλέπει αντιλαμβάνεται ότι βλέπει και αυτός που ακούει αντιλαμβάνεται ότι ακούει και αυτός που βαδίζει αντιλαμβάνεται ότι βαδίζει και σε όλες τις άλλες ενέργειές μας υπάρχει κάτι που αντιλαμβάνεται ότι ενεργούμε, ώστε να μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε ότι αντιλαμβανόμαστε και να σκεφτόμαστε ότι σκεφτόμαστε· αν το ότι αντιλαμβανόμαστε ότι αντιλαμβανόμαστε ή σκεφτόμαστε σημαίνει ότι αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουμε (γιατί, όπως είπαμε λίγο πιο πάνω, η ζωή είναι αίσθηση ή [1170b] νόηση)· αν το να αντιλαμβάνεται κανείς ότι ζει είναι καθεαυτό ευχάριστο (γιατί η ζωή είναι εκ φύσεως κάτι το καλό, και το να αντιλαμβάνεται κανείς ότι υπάρχει μέσα του κάτι το καλό είναι ευχάριστο)· αν η ζωή είναι κάτι το επιθυμητό, και ιδιαίτερα από τους καλούς ανθρώπους, επειδή η ύπαρξη είναι γι᾽ αυτούς κάτι το καλό και ευχάριστο (αποκτώντας, πράγματι, συνείδηση της παρουσίας μέσα τους του καθεαυτό αγαθού ευχαριστιούνται)· αν ο ενάρετος άνθρωπος αισθάνεται προς τον φίλο του όπως αισθάνεται προς τον ίδιο τον εαυτό του (γιατί ο φίλος είναι ένας άλλος εαυτός του), (αν όλα αυτά είναι έτσι,) τότε όπως ακριβώς η ύπαρξή του είναι για τον καθένα κάτι το επιθυμητό, έτσι —ή, έστω, παραπλήσια— είναι γι᾽ αυτόν επιθυμητή και η ύπαρξη του φίλου του. Η ύπαρξή του, λέγαμε, του είναι επιθυμητή επειδή αντιλαμβάνεται ότι είναι καλός, κάτι που είναι ευχάριστο καθεαυτό. Πρέπει λοιπόν να έχει κανείς συνείδηση και για τον φίλο του ότι υπάρχει, πράγμα που θα ερχόταν ως αποτέλεσμα του να συνυπάρχει μαζί του στην καθημερινή ζωή και να έχει μαζί του κοινωνία λόγων και σκέψεων — γιατί μόνο έτσι φαίνεται ότι πρέπει να γίνεται κατανοητή η συμβίωση στην περίπτωση των ανθρώπων και όχι όπως στην περίπτωση των ζώων να βόσκουν στον ίδιο τόπο.
Αν λοιπόν για τον ευδαίμονα άνθρωπο η ύπαρξη είναι επιθυμητή καθεαυτήν (γιατί είναι εκ φύσεως κάτι το καλό και ευχάριστο), και αν η ύπαρξη του φίλου είναι γι᾽ αυτόν εξίσου επιθυμητή, δεν θα πρέπει να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι και ο φίλος είναι γι᾽ αυτόν κάτι το επιθυμητό, ένα αντικείμενο της προτίμησής του; Αυτό όμως που είναι επιθυμητό γι᾽ αυτόν, πρέπει και να το έχει — αλλιώς θα παρουσιάζει έλλειψη από την άποψη αυτή. Συμπέρασμα: Για να είναι ευδαίμων, ο άνθρωπος έχει ανάγκη από ενάρετους φίλους.