Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ρητορική (1402a-1403a)

[XXV] Καὶ περὶ μὲν ἐνθυμημάτων, καὶ τῶν ὄντων καὶ τῶν φαινομένων, εἴρηται, περὶ δὲ λύσεως ἐχόμενόν ἐστιν τῶν εἰρημένων εἰπεῖν. ἔστιν δὲ λύειν ἢ ἀντισυλλογισάμενον ἢ ἔνστασιν ἐνεγκόντα. τὸ μὲν οὖν ἀντισυλλογίζεσθαι δῆλον ὅτι ἐκ τῶν αὐτῶν τόπων ἐνδέχεται ποιεῖν· οἱ μὲν γὰρ συλλογισμοὶ ἐκ τῶν ἐνδόξων, δοκοῦντα δὲ πολλὰ ἐναντία ἀλλήλοις ἐστίν· αἱ δ᾽ ἐνστάσεις φέρονται καθάπερ καὶ ἐν τοῖς Τοπικοῖς, τετραχῶς· ἢ γὰρ ἐξ ἑαυτοῦ ἢ ἐκ τοῦ ὁμοίου ἢ ἐκ τοῦ ἐναντίου ἢ ἐκ τῶν κεκριμένων.
Λέγω δὲ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ μέν, οἷον εἰ περὶ ἔρωτος εἴη [1402b] τὸ ἐνθύμημα ὡς σπουδαῖος, ἡ ἔνστασις διχῶς· ἢ γὰρ καθόλου εἰπόντα ὅτι πᾶσα ἔνδεια πονηρόν, ἢ κατὰ μέρος ὅτι οὐκ ἂν ἐλέγετο Καύνιος ἔρως, εἰ μὴ ἦσαν καὶ πονηροὶ ἔρωτες. ἀπὸ δὲ τοῦ ἐναντίου ἔνστασις φέρεται, οἷον, εἰ τὸ ἐνθύμημα ἦν ὅτι ὁ ἀγαθὸς ἀνὴρ πάντας τοὺς φίλους εὖ ποιεῖ, ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὁ μοχθηρὸς κακῶς. ἀπὸ δὲ τοῦ ὁμοίου, οἷον, εἰ ἦν τὸ ἐνθύμημα ὅτι οἱ κακῶς πεπονθότες ἀεὶ μισοῦσιν, ὅτι ἀλλ᾽ οὐδ᾽ οἱ εὖ πεπονθότες ἀεὶ φιλοῦσιν. αἱ δὲ κρίσεις αἱ ἀπὸ τῶν γνωρίμων ἀνδρῶν, οἷον εἴ τις ἐνθύμημα εἶπεν ὅτι τοῖς μεθύουσι δεῖ συγγνώμην ἔχειν, ἀγνοοῦντες γὰρ ἁμαρτάνουσιν, ἔνστασις ὅτι οὔκουν ὁ Πιττακὸς αἰνετός· οὐ γὰρ ἂν μείζους ζημίας ἐνομοθέτησεν ἐάν τις μεθύων ἁμαρτάνῃ.
Ἐπεὶ δὲ τὰ ἐνθυμήματα λέγεται ἐκ τεττάρων, τὰ δὲ τέτταρα ταῦτ᾽ ἐστίν, εἰκὸς παράδειγμα τεκμήριον σημεῖον, ἔστι δὲ τὰ μὲν ἐκ τῶν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἢ ὄντων ἢ δοκούντων συνηγμένα ἐνθυμήματα ἐκ τῶν εἰκότων, τὰ δὲ δι᾽ ἐπαγωγῆς ἐκ τοῦ ὁμοίου, ἢ ἑνὸς ἢ πλειόνων, ὅταν λαβὼν τὸ καθόλου εἶτα συλλογίσηται τὰ κατὰ μέρος, διὰ παραδείγματος, τὰ δὲ διὰ ἀναγκαίου καὶ ‹ἀεὶ› ὄντος διὰ τεκμηρίου, τὰ δὲ διὰ τοῦ καθόλου [ἢ] τοῦ ἐν μέρει ὄντος, ἐάν τε ὂν ἐάν τε μή, διὰ σημείων, τὸ δὲ εἰκὸς οὐ τὸ ἀεὶ ἀλλὰ τὸ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, φανερὸν ὅτι τὰ τοιαῦτα μὲν τῶν ἐνθυμημάτων ἀεὶ ἔστι λύειν φέροντα ἔνστασιν, ἡ δὲ λύσις φαινομένη ἀλλ᾽ οὐκ ἀληθὴς ἀεί· οὐ γὰρ ὅτι οὐκ εἰκός λύει ὁ ἐνιστάμενος, ἀλλ᾽ ὅτι οὐκ ἀναγκαῖον· διὸ καὶ ἀεὶ ἔστι πλεονεκτεῖν ἀπολογούμενον μᾶλλον ἢ κατηγοροῦντα διὰ τοῦτον τὸν παραλογισμόν· ἐπεὶ γὰρ ὁ μὲν κατηγορῶν διὰ εἰκότων ἀποδείκνυσιν, ἔστι δὲ οὐ ταὐτὸ λῦσαι ἢ ὅτι οὐκ εἰκὸς ἢ ὅτι οὐκ ἀναγκαῖον, ἀεὶ δ᾽ ἔχει ἔνστασιν τὸ ὡς ἐπὶ τὸ πολύ (οὐ γὰρ ἂν ᾖ ἅμ᾽ ἀεὶ εἰκός, ἀεὶ καὶ ἀναγκαῖον), ὁ δὲ κριτὴς οἴεται, ἂν οὕτω λυθῇ, ἢ οὐκ εἰκὸς εἶναι ἢ οὐχ αὑτῷ κριτέον, παραλογιζόμενος, ὥσπερ ἐλέγομεν (οὐ γὰρ ἐκ τῶν ἀναγκαίων δεῖ αὐτὸν μόνον κρίνειν, ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν εἰκότων· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ γνώμῃ τῇ ἀρίστῃ κρίνειν), οὔκουν ἱκανὸν ἂν λύσῃ ὅτι οὐκ ἀναγκαῖον, ἀλλὰ δεῖ λύειν ὅτι οὐκ εἰκός. τοῦτο δὲ συμβήσεται ἐὰν ᾖ ἡ ἔνστασις μᾶλλον ὡς ἐπὶ τὸ πολύ. ἐνδέχεται δὲ εἶναι τοιαύτην διχῶς, ἢ τῷ χρόνῳ ἢ τοῖς πράγμασιν, κυριώτατα δὲ εἰ ἀμφοῖν· εἰ γὰρ τὰ ‹πλείω καὶ› [1403a] πλεονάκις οὕτως, τοῦτ᾽ ἐστὶν εἰκὸς μᾶλλον.
Λύεται δὲ καὶ τὰ σημεῖα καὶ τὰ διὰ σημείου ἐνθυμήματα εἰρημένα, κἂν ᾖ ὑπάρχοντα, ὥσπερ ἐλέχθη ἐν τοῖς πρώτοις· ὅτι γὰρ ἀσυλλόγιστόν ἐστιν πᾶν σημεῖον, δῆλον ἡμῖν ἐκ τῶν Ἀναλυτικῶν.
Πρὸς δὲ τὰ παραδειγματώδη ἡ αὐτὴ λύσις καὶ τὰ εἰκότα· ἐάν τε γὰρ ἔχωμεν ‹ἕν› τι οὐχ οὕτω, λέλυται, ὅτι οὐκ ἀναγκαῖον, εἰ καὶ τὰ πλείω ἢ πλεονάκις ἄλλως, ἐάν τε καὶ τὰ πλείω καὶ τὰ πλεονάκις οὕτω, μαχετέον ἢ ὅτι τὸ παρὸν οὐχ ὅμοιον ἢ οὐχ ὁμοίως, ἢ διαφοράν γέ τινα ἔχει.
Τὰ δὲ τεκμήρια καὶ τεκμηριώδη ἐνθυμήματα κατὰ μὲν τὸ ἀσυλλόγιστον οὐκ ἔσται λῦσαι (δῆλον δὲ καὶ τοῦθ᾽ ἡμῖν ἐκ τῶν Ἀναλυτικῶν), λείπεται δ᾽ ὡς οὐχ ὑπάρχει τὸ λεγόμενον δεικνύναι. εἰ δὲ φανερὸν καὶ ὅτι ὑπάρχει καὶ ὅτι τεκμήριον, ἄλυτον ἤδη γίγνεται τοῦτο· πάντα γὰρ γίγνεται ἀπόδειξις ἤδη φανερά.

[25] Αυτά είχαμε να πούμε για τα ενθυμήματα — για τα πραγματικά και για τα φαινομενικά. Μένει τώρα να μιλήσουμε για την ανασκευή τους. Η ανασκευή μπορεί να γίνει ή με τη διατύπωση ενός αντίθετου ενθυμήματος ή με ένσταση. Είναι φανερό ότι για το αντίθετο ενθύμημα μπορεί να χρησιμεύσουν οι ίδιοι τόποι· γιατί οι συλλογισμοί βασίζονται σε γνώμες κοινής αποδοχής, και πολλές από αυτές είναι αντίθετες η μια στην άλλη. Όσο για τις ενστάσεις, αυτές γίνονται, όπως και στα Τοπικά, με τέσσερις τρόπους: με βάση το ίδιο το ενθύμημα του αντιπάλου, με βάση ένα όμοιό του, με βάση ένα αντίθετό του, με βάση παλαιότερες κρίσεις.
Λέγοντας «με βάση το ίδιο το ενθύμημα του αντιπάλου» εννοώ, π.χ., ότι, αν το ενθύμημα ήταν για να αποδειχθεί [1402b] ότι ο έρωτας είναι καλό πράγμα, η ένσταση μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: ή με το να υποστηρίξουμε —μιλώντας με γενικό τρόπο— ότι κάθε στέρηση είναι κακό πράγμα ή —χρησιμοποιώντας επιμέρους παραδείγματα— ότι δεν θα μιλούσαμε για «Καύνιο έρωτα», αν δεν υπήρχαν και κακές εκδοχές του έρωτα. «Με βάση το αντίθετο ενθύμημα» ένσταση γίνεται, στην περίπτωση π.χ. που το ενθύμημα ήταν ότι ο καλός άνθρωπος ευεργετεί όλους τους φίλους του, με το να υποστηρίξουμε ότι και ο κακός άνθρωπος δεν βλάπτει όλους τους φίλους του. «Με βάση ένα όμοιο ενθύμημα» ένσταση γίνεται, στην περίπτωση π.χ. που το ενθύμημα ήταν ότι όσοι βλάφτηκαν από κάποιον τον μισούν για πάντα, με το να υποστηρίξουμε ότι ούτε και αυτοί που ευεργετήθηκαν από κάποιον τον αγαπούν παντοτινά. «Με βάση παλαιότερες κρίσεις διακεκριμένων ανθρώπων» ένσταση γίνεται, στην περίπτωση π.χ. που κάποιος διατύπωσε το ενθύμημα ότι οι μεθυσμένοι πρέπει να συγχωρούνται για τον λόγο ότι τα σφάλματά τους οφείλονται στο ότι δεν ξέρουν τί κάνουν, με το να υποστηρίξουμε ότι, άρα, δεν αξίζει τον έπαινό μας ο Πιττακός, που νομοθέτησε βαρύτερες ποινές για την περίπτωση που κάποιος διαπράττει σφάλμα όντας σε κατάσταση μέθης.
Δεδομένου ότι τα ενθυμήματα αντλούν το υλικό τους από τέσσερις πηγές και οι τέσσερις αυτές πηγές είναι το πιθανό, το παράδειγμα, το τεκμήριο και η ένδειξη (ενθυμήματα από το πιθανό είναι αυτά που βασίζονται σε πράγματα που ή συμβαίνουν ή φαίνεται ότι συμβαίνουν τις περισσότερες φορές· ενθυμήματα από το παράδειγμα είναι αυτά που, μέσω επαγωγής, βασίζονται σε μία ή περισσότερες όμοιες περιπτώσεις, όταν κανείς, αποδεχόμενος το γενικό, καταλήγει συλλογιστικά στα επιμέρους· ενθυμήματα από τεκμήριο είναι αυτά που βασίζονται σε πράγματα που υπάρχουν αναγκαστικά και πάντοτε· ενθυμήματα από ενδείξεις είναι αυτά που βασίζονται σε μια γενικής ή μερικής ισχύος πρόταση, αληθινή ή όχι)· δεδομένου, επίσης, ότι πιθανό δεν είναι το πάντοτε αληθινό αλλά αυτό που είναι αληθινό τις περισσότερες φορές, είναι φανερό α) ότι αυτού του είδους τα ενθυμήματα είναι πάντοτε δυνατό να ανασκευάζονται με ένσταση, β) ότι αυτή η ανασκευή είναι φαινομενική, όχι ουσιαστικά ισχυρή: η ένσταση δεν αναιρεί την πιθανοφάνεια αυτών που υποστηρίζει ο αντίπαλος, αλλά μόνο ότι το συμπέρασμά του δεν είναι υποχρεωτικό· αυτός είναι και ο λόγος που με αυτού του είδους τον παρα-συλλογισμό ο απολογούμενος βρίσκεται πάντοτε σε πλεονεκτική θέση έναντι του κατηγόρου· γιατί: καθώς ο κατήγορος επιχειρηματολογεί με τη βοήθεια πιθανών πραγμάτων· καθώς δεν είναι το ίδιο να αναιρέσει κανείς το πιθανό και το υποχρεωτικό ενός πράγματος· καθώς υπόκειται πάντοτε σε ένσταση αυτό που αληθεύει τις περισσότερες φορές (αλλιώς δεν θα επρόκειτο για κάτι πιθανό, αλλά για κάτι που είναι έτσι πάντοτε, άρα για κάτι υποχρεωτικό), το αποτέλεσμα είναι —στην περίπτωση που η ανασκευή έγινε με αυτόν τον τρόπο— ο κριτής να σκεφτεί ή ότι το πράγμα δεν είναι πιθανό ή ότι δεν είναι δική του δουλειά να αποφασίσει, — κάνοντας, όπως λέγαμε, λανθασμένο συλλογισμό (αφού δεν πρέπει να κρίνει βασισμένος αποκλειστικά και μόνο σε ό,τι αληθεύει υποχρεωτικά, αλλά και σε ό,τι είναι πιθανό: αυτό είναι και το νόημα της φράσης «θα αποφασίζω σύμφωνα με τη σωστότερη γνώμη μου»). Συμπέρασμα: Δεν είναι αρκετό, ανασκευάζοντας ένα επιχείρημα να δείξει κανείς ότι δεν είναι υποχρεωτικό· πρέπει να το ανασκευάσει δείχνοντας ότι δεν είναι πιθανό. Αυτό θα συμβεί, αν η ένσταση βασιστεί κατά κύριο λόγο σε κάτι που είναι έτσι τις περισσότερες φορές. Τέτοιας λογής μπορεί να είναι η ένσταση με δύο τρόπους: ενσχέσει με τον χρόνο ή ενσχέσει με τα πράγματα, τις περιστάσεις· η πιο αποτελεσματική, βέβαια, ένσταση είναι αυτή που γίνεται ενσχέσει και με τα δύο αυτά· γιατί όσο συχνότερες είναι [1403a] οι περιπτώσεις που τα πράγματα γίνονται έτσι, τόσο η συγκεκριμένη περίπτωση είναι σε μεγαλύτερο βαθμό πιθανή.
Μπορούν, επίσης, να ανασκευαστούν και οι ενδείξεις και τα ενθυμήματα που βασίζονται σε ενδείξεις, ακόμη και αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, όπως είπαμε και στην αρχή της πραγματείας μας: ότι και στην περίπτωση της ένδειξης παραβαίνονται γενικά οι κανόνες του σωστού συλλογισμού, είναι κάτι που το ξέρουμε από τα Αναλυτικά.
Όσο για τα ενθυμήματα που βασίζονται σε παραδείγματα, η ανασκευή τους είναι ίδια με των ενθυμημάτων που βασίζονται στο πιθανό· γιατί και στην περίπτωση που έχει κανείς ένα μόνο αντίθετο παράδειγμα να αναφέρει, η ανασκευή του ενθυμήματος του αντιπάλου συντελείται, αφού το πράγμα δεν είναι υποχρεωτικά έτσι πάντοτε — έστω και αν είναι με το μέρος του αντιπάλου η πλειονότητα των περιπτώσεων ή η μεγαλύτερη συχνότητά τους· και αν, πάλι, η πλειονότητα των περιπτώσεων ή η συχνότητά τους είναι υπέρ του αντιπάλου, μπορεί κανείς να το παλέψει υποστηρίζοντας ή ότι η προκείμενη περίπτωση δεν είναι ίδια με εκείνες ή ότι δεν προέκυψε με τον ίδιο τρόπο ή ότι, πάντως, υπάρχει κάποια διαφορά.
Τέλος, η ανασκευή των τεκμηρίων και των ενθυμημάτων που βασίζονται σε τεκμήρια δεν μπορεί να γίνει με τον ισχυρισμό ότι δεν είναι συλλογιστικά ισχυρά (και αυτό μας είναι γνωστό από τα Αναλυτικά). Το μόνο, επομένως, που μένει είναι να αποδειχθεί ότι το πράγμα περί ου ο λόγος είναι ανύπαρκτο. Αν όμως είναι φανερό ότι και υπαρκτό είναι και ότι υπάρχει γι᾽ αυτό τεκμήριο, το ενθύμημα του αντιπάλου δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να ανασκευασθεί· γιατί όλο αυτό καταντάει πια μια ολοκάθαρη απόδειξη.