Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ρητορική (1390b-1391a)

[XV] Περὶ δὲ τῶν ἀπὸ τύχης γιγνομένων ἀγαθῶν, δι᾽ ὅσα αὐτῶν καὶ τὰ ἤθη ποιὰ ἄττα συμβαίνει τοῖς ἀνθρώποις, λέγωμεν ἐφεξῆς. εὐγενείας μὲν οὖν ἦθός ἐστι τὸ φιλοτιμότερον εἶναι τὸν κεκτημένον αὐτήν· ἅπαντες γάρ, ὅταν ὑπάρχῃ τι, πρὸς τοῦτο σωρεύειν εἰώθασιν, ἡ δ᾽ εὐγένεια ἐντιμότης προγόνων ἐστίν. καὶ καταφρονητικὸν καὶ τῶν ὁμοίων ἐστὶν τοῖς προγόνοις αὑτῶν, διότι πόρρω ταὐτὰ μᾶλλον ἢ ἐγγὺς γιγνόμενα ἐντιμότερα καὶ εὐαλαζόνευτα. ἔστι δὲ εὐγενὲς μὲν κατὰ τὴν τοῦ γένους ἀρετήν, γενναῖον δὲ κατὰ τὸ μὴ ἐξίστασθαι τῆς φύσεως· ὅπερ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ οὐ συμβαίνει τοῖς εὐγενέσιν, ἀλλ᾽ εἰσὶν οἱ πολλοὶ εὐτελεῖς· φορὰ γὰρ τίς ἐστιν ἐν τοῖς γένεσιν ἀνδρῶν ὥσπερ ἐν τοῖς κατὰ τὰς χώρας γιγνομένοις, καὶ ἐνίοτε ἂν ᾖ ἀγαθὸν τὸ γένος, ἐγγίνονται διά τινος χρόνου ἄνδρες περιττοί, κἄπειτα πάλιν ἀναδίδωσιν. ἐξίσταται δὲ τὰ μὲν εὐφυᾶ γένη εἰς μανικώτερα ἤθη, οἷον οἱ ἀπ᾽ Ἀλκιβιάδου καὶ οἱ ἀπὸ Διονυσίου τοῦ προτέρου, τὰ δὲ στάσιμα εἰς ἀβελτερίαν καὶ νωθρότητα, οἷον οἱ ἀπὸ Κίμωνος καὶ Περικλέους καὶ Σωκράτους.
[XVI] Τῷ δὲ πλούτῳ ἃ ἕπεται ἤθη, ἐπιπολῆς ἔστιν ἰδεῖν ἅπασιν· ὑβρισταὶ γὰρ καὶ ὑπερήφανοι, πάσχοντές τι ὑπὸ τῆς κτήσεως τοῦ πλούτου· ὥσπερ γὰρ ἔχοντες ἅπαντα τἀγαθὰ οὕτω διάκεινται· [1391a] ὁ δὲ πλοῦτος οἷον τιμή τις τῆς ἀξίας τῶν ἄλλων, διὸ φαίνεται ὤνια ἅπαντα εἶναι αὐτοῦ. καὶ τρυφεροὶ καὶ σαλάκωνες, τρυφεροὶ μὲν διὰ τὴν τροφὴν καὶ τὴν ἔνδειξιν τῆς εὐδαιμονίας, σαλάκωνες δὲ καὶ σόλοικοι διὰ τὸ πάντας εἰωθέναι διατρίβειν περὶ τὸ ἐρώμενον καὶ θαυμαζόμενον ὑπ᾽ αὐτῶν. καὶ τὸ οἴεσθαι ζηλοῦν τοὺς ἄλλους ἃ καὶ αὐτοί. ἅμα δὲ καὶ εἰκότως τοῦτο πάσχουσιν· πολλοὶ γάρ εἰσιν οἱ δεόμενοι τῶν ἐχόντων· ὅθεν καὶ τὸ Σιμωνίδου εἴρηται περὶ τῶν σοφῶν καὶ πλουσίων πρὸς τὴν γυναῖκα τὴν Ἱέρωνος ἐρομένην πότερον γενέσθαι κρεῖττον πλούσιον ἢ σοφόν· «πλούσιον» εἰπεῖν· τοὺς σοφοὺς γὰρ ἔφη ὁρᾶν ἐπὶ ταῖς τῶν πλουσίων θύραις διατρίβοντας. καὶ τὸ οἴεσθαι ἀξίους εἶναι ἄρχειν· ἔχειν γὰρ οἴονται ὧν ἕνεκεν ἄρχειν ἄξιον. καὶ ὡς ἐν κεφαλαίῳ, ἀνοήτου εὐδαίμονος ἦθος ‹ἦθος› πλούτου ἐστίν. διαφέρει δὲ τοῖς νεωστὶ κεκτημένοις καὶ τοῖς πάλαι τὰ ἤθη τῷ ἅπαντα μᾶλλον καὶ φαυλότερα τὰ κακὰ ἔχειν τοὺς νεοπλούτους· ὥσπερ γὰρ ἀπαιδευσία πλούτου ἐστὶ τὸ νεόπλουτον εἶναι. καὶ ἀδικήματα ἀδικοῦσιν οὐ κακουργικά, ἀλλὰ τὰ μὲν ὑβριστικὰ τὰ δὲ ἀκρατευτικά, οἷον εἰς αἰκίαν καὶ μοιχείαν.

[15] Ας μιλήσουμε στη συνέχεια για τα αγαθά που οφείλονται στην τύχη, για εκείνα από αυτά που συντελούν επίσης στο να διαμορφωθεί με έναν ορισμένο τρόπο ο χαρακτήρας των ανθρώπων. Λέγοντας «χαρακτήρας που προσιδιάζει στην ευγένεια καταγωγής» εννοούμε ότι ο κάτοχός της επιδιώκει ακόμη περισσότερες τιμές· γιατί όλοι οι άνθρωποι, όταν έχουν ένα αγαθό, συνηθίζουν να επιδιώκουν την αύξησή του — και «ευγένεια καταγωγής» θα πει «τιμημένοι πρόγονοι». Η ευγένεια, επίσης, της καταγωγής τους τους κάνει να περιφρονούν ακόμη και αυτούς που είναι όμοιοι με τους δικούς τους προγόνους, γιατί τα ίδια πράγματα, όταν ανήκουν σε χρόνο απομακρυσμένο στο παρελθόν, είναι σε μεγαλύτερη τιμή από τα κοντινά, και είναι πιο εύκολο να παινευτεί κανείς γι᾽ αυτά. Με τη λέξη ευγενής γίνεται αναφορά στην αρετή της γενιάς, ενώ με τη λέξη γενναίος η αναφορά γίνεται στο ότι δεν υπάρχει στο μεταξύ εκφυλισμός από την αρχική φύση — κάτι που τις περισσότερες φορές δεν συμβαίνει στα άτομα ευγενικής καταγωγής, δεδομένου ότι οι περισσότεροί τους είναι άτομα άνευ αξίας· συμβαίνει, πράγματι, και στις γενιές των ανθρώπων ό,τι συμβαίνει με τη σοδειά των προϊόντων της γης: μερικές φορές, αν η γενιά είναι καλή, γεννιούνται για ένα διάστημα έξοχοι άνδρες, ύστερα όμως παρατηρείται μια οπισθοχωρητική πορεία. Οι πολύ προικισμένες οικογένειες εκφυλίζονται σε μορφές παραφροσύνης, όπως έγινε π.χ. με τα παιδιά του Αλκιβιάδη και του Διονύσιου του πρώτου· οι μετρημένες, από την άλλη, οικογένειες καταντούν σε άνοια και σε νωθρότητα, όπως έγινε π.χ. με τα παιδιά του Κίμωνα, του Περικλή και του Σωκράτη.
[16] Τα επιμέρους στοιχεία του χαρακτήρα που συνοδεύουν τον πλούτο είναι ολοφάνερα στα μάτια ολονών: οι πλούσιοι, έχοντας δεχτεί κάποιου είδους επήρεια από την κτήση του πλούτου, είναι αναιδείς και υπερόπτες: [1391a] κάνουν σαν να έχουν δικά τους όλα τα αγαθά του κόσμου· θαρρείς πως ο πλούτος είναι το μέτρο για την αξία όλων των άλλων πραγμάτων· γι᾽ αυτό και πιστεύουν ότι μπορούν με αυτόν να αγοράσουν τα πάντα. Είναι επίσης τρυφηλοί και ξιπασμένοι· τρυφηλοί λόγω της χλιδής τους και της επίδειξης της ευτυχίας και ευημερίας τους, ξιπασμένοι και αγροίκοι εξαιτίας του ότι όλος ο κόσμος άλλο δεν κάνει από το να ασχολείται με ό,τι αυτοί αγαπούν και θαυμάζουν· μαζί και γιατί πιστεύουν ότι όλοι οι άλλοι θέλουν και διεκδικούν για τον εαυτό τους τα ίδια με αυτούς. Το ότι έχουν τα αισθήματα αυτά δεν είναι, βέβαια, αφύσικο· γιατί δεν είναι καθόλου λίγοι αυτοί που έχουν την ανάγκη αυτών που κατέχουν τον πλούτο· εξού και αυτό που είπε ο Σιμωνίδης για τους σοφούς και τους πλούσιους στη γυναίκα του Ιέρωνα, όταν αυτή τον ρώτησε τί είναι καλύτερο: να είναι κανείς πλούσιος ή σοφός· «πλούσιος», απάντησε εκείνος· γιατί, όπως είπε, βλέπει τους σοφούς να τριγυρνούν συνεχώς έξω από τις πόρτες των πλουσίων. Μαζί πάει, επίσης, και η πίστη των πλουσίων ότι είναι άξιοι να κυβερνήσουν· γιατί πιστεύουν ότι έχουν αυτό που κάνει κάποιον άξιο να ασκήσει εξουσία. Και για να συνοψίσουμε: ο χαρακτήρας τον οποίο γεννάει ο πλούτος είναι ο χαρακτήρας ενός άμυαλου ευτυχισμένου ανθρώπου. Υπάρχει, πάντως, μια διαφορά ανάμεσα στον χαρακτήρα των ανθρώπων που απέκτησαν τον πλούτο τους πρόσφατα και στον χαρακτήρα αυτών που έχουν τον πλούτο τους από παλιά: οι νεόπλουτοι έχουν όλα τα ελαττώματα των άλλων σε μεγαλύτερο βαθμό και σε χειρότερη μορφή· γιατί ο νεόπλουτος είναι, θα έλεγε κανείς, ένας απαίδευτος στη χρήση του πλούτου άνθρωπος. Τα αδικήματα που κάνουν οι πλούσιοι δεν δείχνουν καμιά διάθεση να κάνουν στον άλλον κακό· μερικές φορές δείχνουν τη διάθεσή τους να προσβάλουν τον άλλον και άλλοτε, πάλι, την αδυναμία τους για αυτοσυγκράτηση· παράδειγμα οι ξυλοδαρμοί και οι μοιχείες.