Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (6.25.1-6.26.5)

[6.25.1] Τῶν δὲ δὴ ὑποζυγίων πολὺς ὁ φθόρος καὶ ἑκούσιος τῇ στρατιᾷ ἐγίγνετο· ξυνιόντες γάρ, ὁπότε ἐπιλίποι σφᾶς τὰ σιτία, καὶ τῶν ἵππων τοὺς πολλοὺς ἀποσφάζοντες καὶ τῶν ἡμιόνων τὰ κρέα ἐσιτοῦντο καὶ ἔλεγον δίψει ἀποθανεῖν αὐτοὺς ἢ ὑπὸ καμάτου ἐκλιπόντας· καὶ ὁ τὴν ἀτρέκειαν τοῦ ἔργου ἐξελέγξων ὑπό τε τοῦ πόνου οὐδεὶς ἦν καὶ ὅτι ξύμπαντες τὰ αὐτὰ ἡμάρτανον. [6.25.2] καὶ Ἀλέξανδρον μὲν οὐκ ἐλελήθει τὰ γιγνόμενα, ἴασιν δὲ τῶν παρόντων ἑώρα τὴν τῆς ἀγνοίας προσποίησιν μᾶλλόν τι ἢ τὴν ὡς γιγνωσκομένων ἐπιχώρησιν. οὔκουν οὐδὲ τοὺς νόσῳ κάμνοντας τῆς στρατιᾶς οὐδὲ τοὺς διὰ κάματον ὑπολειπομένους ἐν ταῖς ὁδοῖς ἄγειν ἔτι ἦν εὐμαρῶς ἀπορίᾳ τε τῶν ὑποζυγίων καὶ ὅτι τὰς ἁμάξας αὐτοὶ κατέκοπτον, ἀπόρους οὔσας αὐτοῖς ὑπὸ βάθους τῆς ψάμμου ἄγεσθαι καὶ ὅτι ἐν τοῖς πρώτοις σταθμοῖς διὰ ταῦτα ἐξηναγκάζοντο οὐ τὰς βραχυτάτας ἰέναι τῶν ὁδῶν, ἀλλὰ τὰς εὐπορωτάτας τοῖς ζεύγεσι. [6.25.3] καὶ οὕτως οἱ μὲν νόσῳ κατὰ τὰς ὁδοὺς ὑπελείποντο, οἱ δὲ ὑπὸ καμάτου ἢ καύματος ἢ τῷ δίψει οὐκ ἀντέχοντες, καὶ οὔτε οἱ ἄξοντες ἦσαν οὔτε οἱ μένοντες θεραπεύσοντες· σπουδῇ γὰρ πολλῇ ἐγίγνετο ὁ στόλος, καὶ ἐν τῷ ὑπὲρ τοῦ παντὸς προθύμῳ τὸ καθ᾽ ἑκάστους ξὺν ἀνάγκῃ ἠμελεῖτο· οἱ δὲ καὶ ὕπνῳ κάτοχοι κατὰ τὰς ὁδοὺς γενόμενοι οἷα δὴ νυκτὸς τὸ πολὺ τὰς πορείας ποιούμενοι, ἔπειτα ἐξαναστάντες, οἷς μὲν δύναμις ἔτι ἦν κατὰ τὰ ἴχνη τῆς στρατιᾶς ἐφομαρτήσαντες ὀλίγοι ἀπὸ πολλῶν ἐσώθησαν, οἱ πολλοὶ δὲ ὥσπερ ἐν πελάγει ἐκπεσόντες ἐν τῇ ψάμμῳ ἀπώλλυντο.
[6.25.4] Ξυνηνέχθη δὲ τῇ στρατιᾷ καὶ ἄλλο πάθημα, ὃ δὴ οὐχ ἥκιστα ἐπίεσεν αὐτούς τε καὶ τοὺς ἵππους καὶ τὰ ὑποζύγια. ὕεται γὰρ ἡ Γαδρωσίων γῆ ὑπ᾽ ἀνέμων τῶν ἐτησίων, καθάπερ οὖν καὶ ἡ Ἰνδῶν γῆ, οὐ τὰ πεδία τῶν Γαδρωσίων, ἀλλὰ τὰ ὄρη, ἵναπερ προσφέρονταί τε αἱ νεφέλαι ἐκ τοῦ πνεύματος καὶ ἀναχέονται, οὐχ ὑπερβάλλουσαι τῶν ὀρῶν τὰς κορυφάς. [6.25.5] ὡς δὲ ηὐλίσθη ἡ στρατιὰ πρὸς χειμάρρῳ ὀλίγου ὕδατος, αὐτοῦ δὴ ἕνεκα τοῦ ὕδατος, ἀμφὶ δευτέραν φυλακὴν τῆς νυκτὸς ἐμπλησθεὶς ὑπὸ τῶν ὄμβρων ὁ χειμάρρους ὁ ταύτῃ ῥέων ἀφανῶν τῇ στρατιᾷ γεγενημένων τῶν ὄμβρων τοσούτῳ ἐπῆλθε τῷ ὕδατι, ὡς γύναια καὶ παιδάρια τὰ πολλὰ τῶν ἑπομένων τῇ στρατιᾷ διαφθεῖραι καὶ τὴν κατασκευὴν τὴν βασιλικὴν ξύμπασαν ἀφανίσαι καὶ τῶν ὑποζυγίων ὅσα ἀπελείπετο, αὐτοὺς δὲ μόλις καὶ χαλεπῶς ξὺν τοῖς ὅπλοις οὐδὲ τούτοις πᾶσιν ἀποσωθῆναι. [6.25.6] οἱ πολλοὶ δὲ καὶ πίνοντες, ὁπότε ἐκ καύματός τε καὶ δίψους ὕδατι ἀθρόῳ ἐπιτύχοιεν, πρὸς αὐτοῦ τοῦ ἀπαύστου ποτοῦ ἀπώλλυντο. καὶ τούτων ἕνεκα Ἀλέξανδρος τὰς στρατοπεδείας οὐ πρὸς τοῖς ὕδασιν αὐτοῖς τὸ πολὺ ἐποιεῖτο, ἀλλὰ ἀπέχων ὅσον εἴκοσι σταδίους μάλιστα, ὡς μὴ ἀθρόους ἐμπίπτοντας τῷ ὕδατι αὐτούς τε καὶ κτήνη ἀπόλλυσθαι καὶ ἅμα τοὺς μάλιστα ἀκράτορας σφῶν ἐπεμβαίνοντας ἐς τὰς πηγὰς ἢ τὰ ῥεύματα διαφθείρειν καὶ τῇ ἄλλῃ στρατιᾷ τὸ ὕδωρ. [6.26.1] Ἔνθα δὴ ἔργον καλὸν εἴπερ τι ἄλλο τῶν Ἀλεξάνδρου οὐκ ἔδοξέ μοι ἀφανίσαι, ἢ ἐν τῇδε τῇ χώρᾳ πραχθὲν ἢ ἔτι ἔμπροσθεν ἐν Παραπαμισάδαις, ὡς μετεξέτεροι ἀνέγραψαν. ἰέναι μὲν τὴν στρατιὰν διὰ ψάμμου τε καὶ τοῦ καύματος ἤδη ἐπιφλέγοντος, ὅτι πρὸς ὕδωρ ἐχρῆν ἐξανύσαι· τὸ δὲ ἦν πρόσθεν τῆς ὁδοῦ· καὶ αὐτόν τε Ἀλέξανδρον δίψει κατεχόμενον μόλις μὲν καὶ χαλεπῶς, πεζὸν δὲ ὅμως ἡγεῖσθαι· ὣς δὲ καὶ τοὺς ἄλλους στρατιώτας, οἷάπερ φιλεῖ ἐν τῷ τοιῷδε, κουφοτέρως φέρειν τοὺς πόνους ἐν ἰσότητι τῆς ταλαιπωρήσεως. [6.26.2] ἐν δὲ τούτῳ τῶν ψιλῶν τινας κατὰ ζήτησιν ὕδατος ἀποτραπέντας ἀπὸ τῆς στρατιᾶς εὑρεῖν ὕδωρ συλλελεγμένον ἔν τινι χαράδρᾳ οὐ βαθείᾳ, ὀλίγην καὶ φαύλην πίδακα· καὶ τοῦτο οὐ χαλεπῶς συλλέξαντας σπουδῇ ἰέναι παρ᾽ Ἀλέξανδρον, ὡς μέγα δή τι ἀγαθὸν φέροντας· ὡς δὲ ἐπέλαζον ἤδη, ἐμβαλόντας ἐς κράνος τὸ ὕδωρ προσενεγκεῖν τῷ βασιλεῖ. [6.26.3] τὸν δὲ λαβεῖν μὲν καὶ ἐπαινέσαι τοὺς κομίσαντας, λαβόντα δὲ ἐν ὄψει πάντων ἐκχέαι· καὶ ἐπὶ τῷδε τῷ ἔργῳ ἐς τοσόνδε ἐπιρρωσθῆναι τὴν στρατιὰν ξύμπασαν ὥστε εἰκάσαι ἄν τινα πότον γενέσθαι πᾶσιν ἐκεῖνο τὸ ὕδωρ τὸ πρὸς Ἀλεξάνδρου ἐκχυθέν. τοῦτο ἐγώ, εἴπερ τι ἄλλο, τὸ ἔργον εἰς καρτερίαν τε καὶ ἅμα στρατηγίαν ἐπαινῶ Ἀλεξάνδρου.
[6.26.4] Ξυνηνέχθη δέ τι καὶ τοιόνδε τῇ στρατιᾷ ἐν τῇ γῇ ἐκείνῃ. οἱ γὰρ ἡγεμόνες τῆς ὁδοῦ τελευτῶντες οὐκέτι μεμνῆσθαι ἔφασκον τὴν ὁδὸν, ἀλλ᾽ ἀφανισθῆναι τὰ σημεῖα αὐτῆς πρὸς τοῦ ἀνέμου ἐπιπνεύσαντος· καὶ— οὐ γὰρ εἶναι ἐν τῇ ψάμμῳ πολλῇ τε καὶ ὁμοίᾳ πάντῃ νενημένῃ ὅτῳ τεκμηριώσονται τὴν ὁδόν, οὔτ᾽ οὖν δένδρα ξυνήθη παρ᾽ αὐτὴν πεφυκότα, οὔτε τινὰ γήλοφον βέβαιον ἀνεστηκότα· οὐδὲ πρὸς τὰ ἄστρα ἐν νυκτὶ ἢ μεθ᾽ ἡμέραν πρὸς τὸν ἥλιον μεμελετῆσθαί σφισι τὰς πορείας, καθάπερ τοῖς ναύταις πρὸς τῶν ἄρκτων τὴν μὲν Φοίνιξι, τὴν ὀλίγην, τὴν δὲ τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις, τὴν μείζονα· [6.26.5] —ἔνθα δὴ Ἀλέξανδρον ξυνέντα ὅτι ἐν ἀριστερᾷ ‹δεῖ› ἀποκλίναντα ἄγειν, ἀναλαβόντα ὀλίγους ἅμα οἷ ἱππέας ‹προχωρῆσαι›· ὡς δὲ καὶ τούτων οἱ ἵπποι ἐξέκαμνον ὑπὸ τοῦ καύματος, ἀπολιπεῖν καὶ τούτων τοὺς πολλούς, αὐτὸν δὲ ξὺν πέντε τοῖς πᾶσιν ἀφιππάσασθαι καὶ εὑρεῖν τὴν θάλασσαν, διαμησάμενόν τε αὐτὸν ἐπὶ τοῦ αἰγιαλοῦ τὸν κάχληκα ἐπιτυχεῖν ὕδατι γλυκεῖ καὶ καθαρῷ καὶ οὕτω μετελθεῖν τὴν στρατιὰν πᾶσαν· καὶ ἐς ἑπτὰ ἡμέρας ἰέναι παρὰ τὴν θάλασσαν ὑδρευομένους ἐκ τῆς ἠϊόνος. ἔνθεν δέ, ἤδη γὰρ γιγνώσκειν τὴν ὁδὸν τοὺς ἡγεμόνας, ἐπὶ τῆς μεσογαίας ποιεῖσθαι τὸν στόλον.

[6.25.1] Μεγάλη ήταν η απώλεια σε αχθοφόρα ζώα και γινόταν σκόπιμα από τους στρατιώτες, γιατί κάθε φορά που είχαν έλλειψη από τρόφιμα συγκεντρώνονταν και έσφαζαν τα περισσότερα από τα άλογα και τα μουλάρια και έτρωγαν τα κρέατά τους και έλεγαν ότι αυτά ψόφησαν από τη δίψα ή χάθηκαν από την κούραση· κανένας δεν υπήρχε για να ελέγξει την πραγματική αλήθεια και εξαιτίας της κόπωσης και επειδή όλοι διέπρατταν το ίδιο παράπτωμα. [6.25.2] Αυτά που συνέβαιναν δεν είχαν διαφύγει την προσοχή του Αλεξάνδρου, αλλά έβλεπε ότι, για να θεραπεύσει την παρούσα κατάσταση, ήταν προτιμότερο να προσποιείται ότι δεν γνωρίζει τα παραπτώματα παρά ότι τα συγχωρεί, αν και τα γνώριζε. Δεν ήταν, λοιπόν, πλέον εύκολο να μεταφέρουν ούτε όσους στρατιώτες υπέφεραν από αρρώστια ούτε όσους έμεναν πίσω από κούραση, γιατί είχαν έλλειψη αχθοφόρων ζώων και οι ίδιοι κατέστρεφαν τα αμάξια. Γιατί ήταν πολύ δύσκολο να τα σύρουν, επειδή η άμμος είχε βάθος και επειδή κατά τις πρώτες μέρες της πορείας τα αμάξια τους ανάγκαζαν να μην ακολουθούν τους συντομότερους δρόμους, αλλά τους ευκολότερους για τα ζώα. [6.25.3] Έτσι άλλοι έμεναν πίσω στους δρόμους από αρρώστια και άλλοι, επειδή δεν άντεχαν στην κούραση, τη ζέστη ή τη δίψα· ούτε και υπήρχε κανένας για να τους μεταφέρει ούτε έμενε κανένας για να τους περιποιηθεί, γιατί η πορεία γινόταν με μεγάλη βιασύνη και μπροστά στον ζήλο να σωθεί το σύνολο, παραμελούσαν κατ᾽ ανάγκη τη διάσωση του κάθε ατόμου χωριστά. και όσοι καταλαμβάνονταν από ύπνο στον δρόμο, επειδή πράγματι βάδιζαν νύχτα ως επί το πλείστον, όταν μετά ξυπνούσαν, αν είχαν δυνάμεις, ακολουθούσαν τα ίχνη του στρατού και σώθηκαν έτσι λίγοι από τους πολλούς· οι περισσότεροι όμως χάνονταν μέσα στην άμμο, όπως αυτοί που ναυαγούν στο πέλαγος.
[6.25.4] Συνέβη όμως στον στρατό και μια άλλη συμφορά που δεν ταλαιπώρησε λιγότερο τους στρατιώτες, τα άλογα ή τα αχθοφόρα ζώα. Γιατί, όπως ακριβώς στην Ινδία, έτσι και στη Γαδρωσία τα μελτέμια φέρνουν βροχή, όχι όμως στις πεδιάδες, αλλά στα βουνά της, όπου μεταφέρονται τα σύννεφα από τον άνεμο και μεταβάλλονται σε βροχή, επειδή δεν μπορούν να περάσουν πάνω από τις κορυφές των βουνών. [6.25.5] Όταν κατασκήνωσε ο στρατός κοντά σε έναν χείμαρρο με λίγο νερό —και κατασκήνωσε εκεί επειδή είχε νερό— γύρω στη δεύτερη νυχτερινή φρουρά ο χείμαρρος που έρρεε εκεί πλημμύρισε από τις βροχές, που έπεσαν χωρίς να τις αντιληφθεί ο στρατός· κατέβηκε τόσο πολύ νερό, ώστε έπνιξε τις περισσότερες γυναίκες και τα μικρά παιδιά που ακολουθούσαν τον στρατό και παρέσυρε όλες τις βασιλικές αποσκευές και όσα απέμειναν από τα αχθοφόρα ζώα· οι ίδιοι οι στρατιώτες μόλις και με δυσκολία σώθηκαν με τα όπλα τους μόνο, αλλά όχι και με όλα. [6.25.6] Οι περισσότεροι επειδή έπιναν, όποτε έβρισκαν, άφθονο νερό ύστερα από τον καύσωνα και τη δίψα, πέθαιναν επειδή ακριβώς έπιναν ακατάπαυστα. Για τον λόγο αυτό ο Αλέξανδρος συνήθως δεν στρατοπέδευε κοντά σε τόπους με νερό, αλλά σε απόσταση είκοσι περίπου σταδίων από αυτούς, ώστε να μην εισορμούν όλοι μαζί στο νερό και να πεθαίνουν, αυτοί και τα ζώα, και συγχρόνως να μη γίνεται, από τους πιο ασυγκράτητους που πατούσαν μέσα στις πηγές και τα ρυάκια, ακάθαρτο το νερό για τον υπόλοιπο στρατό.
[6.26.1] Θεώρησα σωστό να μην παραλείψω μια ωραία πράξη του Αλεξάνδρου, ωραιότερη από κάθε άλλη, που έγινε σε αυτήν τη χώρα ή στους Παραπαμισάδες, όπως έγραψαν μερικοί άλλοι συγγραφείς. Ο στρατός βάδιζε μέσα από την άμμο και η ζέστη ήταν πλέον αφόρητη, γιατί έπρεπε να φθάσουν στο νερό, αλλά αυτό ήταν μακριά από τον δρόμο, στον οποίο βρίσκονταν. Αν και ο ίδιος ο Αλέξανδρος βασανιζόταν από τη δίψα και βάδιζε μόλις και με δυσκολία, οδηγούσε όμως πεζός τους άνδρες του. Έτσι και οι άλλοι στρατιώτες υπέφεραν ευκολότερα τους κόπους —όπως ακριβώς συμβαίνει σε παρόμοιες περιστάσεις— επειδή όλοι ταλαιπωρούνταν εξίσου. [6.26.2] Στο μεταξύ μερικοί ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες, που αποχωρίσθηκαν από τον στρατό προς αναζήτηση νερού, βρήκαν μέσα σε μια ρηχή χαράδρα μαζεμένο νερό, μια μικρή και ασήμαντη πηγή. Το συγκέντρωσαν χωρίς δυσκολία και το πήγαν αμέσως στον Αλέξανδρο σαν να του έφερναν κάποιο μεγάλο αγαθό. Και όταν πλέον πλησίαζαν, έβαλαν το νερό σε μια περικεφαλαία και το πρόσφεραν στον βασιλιά. [6.26.3] Ο Αλέξανδρος το πήρε και επαίνεσε εκείνους που το έφεραν, αφού όμως το πήρε, το έχυσε μπροστά σε όλους. Και με την πράξη του αυτή όλος ο στρατός πήρε τέτοιο θάρρος, ώστε θα υπέθετε κανείς ότι όλοι είχαν πιει το νερό που έχυσε ο Αλέξανδρος. Επαινώ την πράξη αυτή περισσότερο από κάθε άλλη ως απόδειξη εγκράτειας και συγχρόνως στρατηγικής ικανότητας του Αλεξάνδρου.
[6.26.4] Σε εκείνη τη χώρα συνέβη στον στρατό και το εξής περιστατικό. Οι οδηγοί δηλαδή του δρόμου είπαν τελικά ότι δεν θυμούνται πλέον τον δρόμο διότι τα ίχνη του εξαφανίσθηκαν από τον άνεμο που φύσηξε· επειδή, ακόμη, η άμμος ήταν πολλή και παντού ομοιόμορφα επισωρευμένη, δεν υπήρχε τίποτε από το οποίο θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν τον δρόμο, ούτε συνηθισμένα δένδρα φυτρώνουν κοντά σε αυτόν ούτε υψώνεται κανένας στερεός λόφος. Ούτε είχαν ασκηθεί, έλεγαν, να ρυθμίζουν την πορεία τους με τα άστρα τη νύχτα και με τον ήλιο τη μέρα, όπως ακριβώς κάνουν οι ναύτες με τις άρκτους, οι Φοίνικες με τη μικρή και οι άλλοι με τη μεγάλη. [6.26.5] Τότε, λοιπόν, ο Αλέξανδρος, επειδή αντιλήφθηκε ότι πρέπει να οδηγήσει τον στρατό κάνοντας κλίση προς τα αριστερά, πήρε μαζί του λίγους ιππείς και προχώρησε. Επειδή όμως και αυτών τα άλογα άρχισαν να κουράζονται από τη ζέστη, άφησε πίσω τους περισσότερους και αναχώρησε ο ίδιος έφιππος με πέντε συνολικά ιππείς και βρήκε τη θάλασσα. Αφού ανέσκαψε τα χαλίκια στην παραλία, βρήκε γλυκό και καθαρό νερό· έτσι ακολούθησε όλος ο στρατός και επί εφτά μέρες βάδιζε κοντά στη θάλασσα και προμηθευόταν νερό από την παραλία· από εκεί συνέχισε την πορεία στο εσωτερικό, επειδή οι οδηγοί γνώριζαν πλέον τον δρόμο.