Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (6.8.4-6.9.4)

[6.8.4] Αὐτὸς δὲ ἦγεν ἐπὶ τὴν μεγίστην τῶν Μαλλῶν πόλιν, ἵνα καὶ ἐκ τῶν ἄλλων πόλεων πολλοὺς ξυμπεφευγέναι αὐτῷ ἐξηγγέλλετο. ἀλλὰ καὶ ταύτην ἐξέλιπον οἱ Ἰνδοὶ ὡς προσάγοντα Ἀλέξανδρον ἔμαθον. διαβάντες δὲ τὸν Ὑδραώτην ποταμὸν ἐπὶ ταῖς ὄχθαις αὐτοῦ, ὅτι ὑψηλαὶ αἱ ὄχθαι ἦσαν, παρατεταγμένοι ἔμενον, ὡς εἴρξοντες τοῦ πόρου Ἀλέξανδρον. [6.8.5] καὶ ταῦτα ὡς ἤκουσεν, ἀναλαβὼν τὴν ἵππον τὴν ἅμα αὐτῷ πᾶσαν ᾔει ὡς ἐπὶ τὸν Ὑδραώτην, ἵναπερ παρατετάχθαι τοὺς Μαλλοὺς ἐξηγγέλλετο. οἱ δὲ πεζοὶ ἕπεσθαι αὐτῷ ἐτάχθησαν. ὡς δὲ ἀφίκετό τε ἐπ᾽ αὐτὸν καὶ ἐν τῷ πέραν τοὺς πολεμίους τεταγμένους κατεῖδεν, ὡς εἶχεν ἐκ τῆς ὁδοῦ ἐμβάλλει ἐς τὸν πόρον ξὺν τῇ ἵππῳ μόνῃ. [6.8.6] οἱ δὲ ἰδόντες ἐν μέσῳ τοῦ ποταμοῦ ὄντα ἤδη Ἀλέξανδρον κατὰ σπουδὴν μέν, ξυντεταγμένοι δὲ ὅμως ἀπεχώρουν ἀπὸ τῆς ὄχθης· καὶ Ἀλέξανδρος ξὺν μόνῃ τῇ ἵππῳ εἵπετο. ὡς δὲ κατεῖδον ἱππέας μόνους, ἐπιστρέψαντες οἱ Ἰνδοὶ καρτερῶς ἐμάχοντο πλῆθος ὄντες ἐς πέντε μυριάδας. καὶ Ἀλέξανδρος ὡς τήν τε φάλαγγα αὐτῶν πυκνὴν κατεῖδε καὶ αὐτῷ οἱ πεζοὶ ἀπῆσαν, προσβολὰς μὲν ἐποιεῖτο ἐς κύκλους παριππεύων, ἐς χεῖρας δὲ οὐκ ᾔει τοῖς Ἰνδοῖς. [6.8.7] καὶ ἐν τούτῳ παραγίγνονται αὐτῷ οἵ τε Ἀγριᾶνες καὶ ἄλλαι τάξεις τῶν ψιλῶν, ἃς δὴ ἐπιλέκτους ἅμα οἷ ἦγε, καὶ οἱ τοξόται· οὐ πόρρω δὲ οὐδὲ ἡ φάλαγξ ἐφαίνετο τῶν πεζῶν. καὶ οἱ Ἰνδοὶ ὁμοῦ σφισι πάντων τῶν δεινῶν προσκειμένων ἀποστρέψαντες ἤδη προτροπάδην ἔφευγον ἐς πόλιν ὀχυρωτάτην τῶν πλησίον. [6.8.8] καὶ Ἀλέξανδρος ἑπόμενός τε αὐτοῖς πολλοὺς ἔκτεινε καὶ ὡς ἐς τὴν πόλιν οἱ διαφυγόντες κατειλήθησαν, πρῶτα μὲν τοῖς ἱππεῦσιν ἐξ ἐφόδου ἐκυκλώσατο τὴν πόλιν· ὡς δὲ οἱ πεζοὶ αὐτῷ παρῆσαν, ταύτῃ μὲν τῇ ἡμέρᾳ περιστρατοπεδεύει ἐν κύκλῳ τοῦ τείχους, ὅτι οὐ πολύ τε τῆς ἡμέρας ὑπελείπετο ἐς τὴν προσβολὴν καὶ ἡ στρατιὰ αὐτῷ ὑπότε πορείας μακρᾶς οἱ πεζοὶ καὶ ὑπὸ διώξεως συνεχοῦς οἱ ἵπποι καὶ οὐχ ἥκιστα κατὰ τὸν πόρον τοῦ ποταμοῦ τεταλαιπωρήκεσαν.
[6.9.1] Τῇ δὲ ὑστεραίᾳ διχῇ διελὼν τὸν στρατὸν τοῦ μὲν ἑτέρου αὐτὸς ἡγούμενος προσέβαλλε τῷ τείχει, τὸ δὲ ἕτερον Περδίκκας προσῆγε. καὶ ἐν τούτῳ οὐ δεξάμενοι οἱ Ἰνδοὶ τῶν Μακεδόνων τὴν ὁρμὴν τὰ μὲν τείχη τῆς πόλεως λείπουσιν, αὐτοὶ δὲ ἐς τὴν ἄκραν ξυνέφευγον. Ἀλέξανδρος μὲν οὖν καὶ οἱ ἀμφ᾽ αὐτὸν πυλίδα τινὰ κατασχίσαντες παρῆλθον ἐς τὴν πόλιν πολὺ πρὸ τῶν ἄλλων· [6.9.2] οἱ δὲ ὁμοῦ Περδίκκᾳ τεταγμένοι ὑστέρησαν ὑπερβαίνοντες κατὰ τὰ τείχη οὐκ εὐπετῶς, οὐδὲ τὰς κλίμακας οἱ πολλοὶ αὐτῶν φέροντες, ὅτι ἑαλωκέναι αὐτοῖς ἐδόκει ἡ πόλις, ἐρημούμενα τῶν προμαχομένων τὰ τείχη ὡς κατεῖδον. ὡς δὲ ἡ ἄκρα ἐχομένη πρὸς τῶν πολεμίων καὶ πρὸ ταύτης τεταγμένοι εἰς τὸ ἀπομάχεσθαι πολλοὶ ἐφάνησαν, ἐνταῦθα δὴ οἱ μὲν ὑπορύσσοντες τὸ τεῖχος, οἱ δὲ προσθέσει ὅπῃ παρείκοι τῶν κλιμάκων βιάσασθαι ἐπειρῶντο ἐς τὴν ἄκραν. [6.9.3] Ἀλέξανδρος δέ, ὡς βλακεύειν αὐτῷ ἐδόκουν τῶν Μακεδόνων οἱ φέροντες τὰς κλίμακας, ἁρπάσας κλίμακα ἑνὸς τῶν φερόντων προσέθηκε τῷ τείχει αὐτὸς καὶ εἰληθεὶς ὑπὸ τῇ ἀσπίδι ἀνέβαινεν· ἐπὶ δὲ αὐτῷ Πευκέστας ὁ τὴν ἱερὰν ἀσπίδα φέρων, ἣν ἐκ τοῦ νεὼ τῆς Ἀθηνᾶς τῆς Ἰλιάδος λαβὼν ἅμα οἷ εἶχεν Ἀλέξανδρος καὶ πρὸ αὐτοῦ ἐφέρετο ἐν ταῖς μάχαις· ἐπὶ δὲ τούτῳ Λεοννάτος ἀνῄει κατὰ τὴν αὐτὴν κλίμακα ὁ σωματοφύλαξ· κατὰ δὲ ἄλλην κλίμακα Ἀβρέας τῶν διμοιριτῶν τις στρατευομένων. [6.9.4] ἤδη τε πρὸς τῇ ἐπάλξει τοῦ τείχους ὁ βασιλεὺς ἦν καὶ ἐρείσας ἐπ᾽ αὐτῇ τὴν ἀσπίδα τοὺς μὲν ὤθει εἴσω τοῦ τείχους τῶν Ἰνδῶν, τοὺς δὲ καὶ αὐτοῦ τῷ ξίφει ἀποκτείνας γεγυμνώκει τὸ ταύτῃ τεῖχος· καὶ οἱ ὑπασπισταὶ ὑπέρφοβοι γενόμενοι ὑπὲρ τοῦ βασιλέως σπουδῇ ὠθούμενοι κατὰ τὴν αὐτὴν κλίμακα συντρίβουσιν αὐτήν, ὥστε οἱ μὲν ἤδη ἀνιόντες αὐτῶν κάτω ἔπεσον, τοῖς δὲ ἄλλοις ἄπορον ἐποίησαν τὴν ἄνοδον.

[6.8.4] Ο ίδιος ο Αλέξανδρος βάδισε εναντίον της μεγαλύτερης πόλης των Μαλλών, στην οποία τον ειδοποίησαν ότι είχαν καταφύγει πολλοί και από τις άλλες πόλεις. Αλλά και αυτήν την εγκατέλειψαν οι Ινδοί, όταν πληροφορήθηκαν ότι πλησίαζε ο Αλέξανδρος. Και αφού πέρασαν τον Υδραώτη ποταμό, παρέμεναν στις όχθες του παραταγμένοι επειδή ήταν ψηλές, με σκοπό να εμποδίσουν την διάβαση στον Αλέξανδρο.
[6.8.5] Όταν άκουσε αυτά ο Αλέξανδρος, πήρε όλο το ιππικό που είχε μαζί του και προχώρησε προς τον Υδραώτη, εκεί όπου του ανέφεραν ότι είχαν παραταχθεί οι Μαλλοί. Διατάχθηκαν και οι πεζοί να τον ακολουθούν. Όταν έφθασε στον Υδραώτη και είδε τους εχθρούς παραταγμένους στην απέναντι όχθη, όρμησε στο πέρασμα του ποταμού όπως ήταν από την πορεία, με το ιππικό του μονάχα. [6.8.6] Όταν είδαν οι Μαλλοί ότι ο Αλέξανδρος ήταν πλέον στο μέσο του ποταμού, άρχισαν να αποχωρούν από την όχθη βιαστικά, αλλά με τάξη. Και ο Αλέξανδρος ακολουθούσε μόνο με το ιππικό. Όταν είδαν οι Ινδοί ότι ήταν μόνο οι ιππείς, έκαμαν στροφή και πολεμούσαν γενναία, πενήντα περίπου χιλιάδες τον αριθμό. Επειδή παρατήρησε ο Αλέξανδρος ότι και η φάλαγγα των Ινδών είχε πυκνό σχηματισμό και ότι απουσίαζε το πεζικό του, άρχισε να κάνει κυκλικές επιθέσεις ιππεύοντας κοντά τους, απέφευγε όμως να συμπλακεί μαζί τους. [6.8.7] Στο μεταξύ κατέφθασαν οι Αγριάνες και τα άλλα τάγματα των ελαφρά οπλισμένων —επίλεκτες μονάδες που είχε μαζί του— καθώς και οι τοξότες. Ούτε και η φάλαγγα του πεζικού φαινόταν να είναι μακριά. Επειδή οι Ινδοί πιέζονταν από όλα τα δεινά συγχρόνως, έκαναν στροφή και κατέφυγαν εσπευσμένα σε μια από τις γειτονικές πόλεις που ήταν καλά οχυρωμένη. [6.8.8] Ο Αλέξανδρος τους ακολουθούσε από κοντά και σκότωνε πολλούς. Όταν κλείστηκαν στην πόλη όσοι διέφυγαν, ο Αλέξανδρος επιτέθηκε και κύκλωσε την πόλη πρώτα με το ιππικό. Όταν όμως ήρθε και το πεζικό του, εκείνη τη μέρα στρατοπέδευσε γύρω από τα τείχη, επειδή και μικρό διάστημα της μέρας υπολειπόταν για να επιτεθεί και ο στρατός του είχε ταλαιπωρηθεί, το πεζικό από τη μακρινή πορεία και τα άλογα από τη συνεχή καταδίωξη και προπάντων από τη διάβαση του ποταμού.
[6.9.1] Την επόμενη μέρα ο Αλέξανδρος, αφού διαίρεσε σε δύο μέρη τον στρατό του και ανέλαβε την αρχηγία του ενός, επιτέθηκε στα τείχη, ενώ το άλλο τμήμα οδηγούσε στην επίθεση ο Περδίκκας. Στο μεταξύ επειδή οι Ινδοί δεν άντεχαν στην ορμητική επίθεση των Μακεδόνων, εγκατέλειψαν τα τείχη της πόλης και όλοι μαζί κατέφυγαν στην ακρόπολη. Ο Αλέξανδρος, λοιπόν, και οι άνδρες που ήταν μαζί του κατέστρεψαν κάποια μικρή πύλη και μπήκαν στην πόλη πολύ πριν από τους άλλους. [6.9.2] Οι άνδρες όμως του Περδίκκα καθυστέρησαν, επειδή ανέβαιναν με δυσκολία τα τείχη, χωρίς μάλιστα οι περισσότεροι ούτε τις σκάλες να μεταφέρουν, επειδή παρατήρησαν ότι οι υπερασπιστές εγκατέλειπαν τα τείχη και νόμισαν ότι είχε κυριευθεί η πόλη. Όταν έγινε φανερό ότι βρισκόταν στα χέρια των εχθρών η ακρόπολη και ότι πολλοί είχαν παραταχθεί μπροστά από αυτήν για να την υπερασπισθούν, τότε άλλοι Μακεδόνες σκάβοντας τα θεμέλια των τειχών και άλλοι τοποθετώντας, όπου ήταν δυνατόν, σκάλες προσπαθούσαν με τη βία να εισέλθουν στην ακρόπολη. [6.9.3] Επειδή νόμισε ο Αλέξανδρος ότι καθυστερούσαν οι Μακεδόνες που μετέφεραν τις σκάλες, άρπαξε μια σκάλα ενός από αυτούς που τις μετέφεραν, την τοποθέτησε στο τείχος ο ίδιος, μαζεύθηκε κάτω από την ασπίδα του και άρχισε να ανεβαίνει. Τον ακολούθησε ο Πευκέστας με την ιερή ασπίδα, την οποία είχε πάρει ο Αλέξανδρος από τον ναό της Αθηνάς στο Ίλιο και την κρατούσαν μπροστά του στις μάχες. Μετά τον Πευκέστα ανέβαινε από την ίδια σκάλα ο σωματοφύλακας Λεοννάτος, ενώ από άλλη ο διμοιρίτης Αβρέας. [6.9.4] Ήταν πλέον ο βασιλιάς επάνω στην έπαλξη του τείχους και στηρίζοντας την ασπίδα του επάνω στην έπαλξη άλλους Ινδούς απωθούσε μέσα στο τείχος και άλλους σκότωνε εκεί με το ξίφος του, με αποτέλεσμα να απογυμνώσει το μέρος εκείνο του τείχους από τους υπερασπιστές του. Επειδή οι υπασπιστές φοβήθηκαν πολύ για τη ζωή του βασιλιά τους, σπρώχνονταν βιαστικά επάνω στην ίδια σκάλα και την συνέτριψαν. Έτσι, όσοι από αυτούς ήταν ήδη ανεβασμένοι, έπεσαν κάτω και συγχρόνως έκαμαν αδύνατη την ανάβαση στους άλλους.