Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (6.6.1-6.6.6)

[6.6.1] Αὐτὸς δὲ ἀναλαβὼν τοὺς ὑπασπιστάς τε καὶ τοὺς τοξότας καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας καὶ τῶν πεζεταίρων καλουμένων τὴν Πείθωνος τάξιν καὶ τοὺς ἱπποτοξότας τε πάντας καὶ τῶν ἱππέων τῶν ἑταίρων τοὺς ἡμίσεας διὰ γῆς ἀνύδρου ὡς ἐπὶ Μαλλοὺς ἦγεν, ἔθνος Ἰνδικὸν Ἰνδῶν τῶν αὐτονόμων. [6.6.2] καὶ τῇ μὲν πρώτῃ κατεστρατοπέδευσε πρὸς ὕδατι οὐ πολλῷ, ὃ δὴ ἀπεῖχε τοῦ Ἀκεσίνου ποταμοῦ σταδίους ἐς ἑκατόν· δειπνοποιησάμενος δὲ καὶ ἀναπαύσας τὴν στρατιὰν οὐ πολὺν χρόνον παραγγέλλει ὅ τι τις ἔχοι ἄγγος ἐμπλῆσαι ὕδατος. διελθὼν δὲ τῆς τε ἡμέρας τὸ ἔτι ὑπολ‹ε›ιπόμενον καὶ τὴν νύκτα ὅλην ἐς τετρακοσίους μάλιστα σταδίους ἅμα ἡμέρᾳ πρὸς πόλιν ἀφίκετο, ἐς ἣν ξυμπεφεύγεσαν πολλοὶ τῶν Μαλλῶν. [6.6.3] οἱ δὲ οὔποτ᾽ ἂν οἰηθέντες διὰ τῆς ἀνύδρου ἐλθεῖν ἐπὶ σφᾶς Ἀλέξανδρον ἔξω τε τῆς πόλεως οἱ πολλοὶ καὶ ἄνοπλοι ἦσαν· ἐφ᾽ ὅτῳ καὶ δῆλος ἐγένετο ταύτην ἀγαγὼν Ἀλέξανδρος, ἣν ὅτι αὐτῷ ἀγαγεῖν χαλεπὸν ἦν, ἐπὶ τῷδε οὐδὲ τοῖς πολεμίοις ὅτι ἄξει πιστὸν ἐφαίνετο. τούτοις μὲν δὴ οὐ προσδοκήσασιν ἐπιπεσὼν τοὺς μὲν πολλοὺς ἀπέκτεινεν αὐτῶν οὐδὲ ἐς ἀλκὴν οἷα δὴ ἀνόπλους τραπέντας· τῶν δὲ ἄλλων εἰς τὴν πόλιν κατειληθέντων κύκλῳ περιστήσας τῷ τείχει τοὺς ἱππέας, ὅτι μήπω ἡ φάλαγξ τῶν πεζῶν ἠκολουθήκει αὐτῷ, ἀντὶ χάρακος ἐχρήσατο τῇ ἵππῳ. [6.6.4] ὡς δὲ τάχιστα οἱ πεζοὶ ἀφίκοντο, Περδίκκαν μὲν τήν τε αὑτοῦ ἱππαρχίαν ἔχοντα καὶ τὴν Κλείτου καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας πρὸς ἄλλην πόλιν ἐκπέμπει τῶν Μαλλῶν, οἷ ξυμπεφευγότες ἦσαν πολλοὶ τῶν ταύτῃ Ἰνδῶν, φυλάσσειν τοὺς ἐν τῇ πόλει κελεύσας, ἔργου δὲ μὴ ἔχεσθαι ἔστ᾽ ἂν ἀφίκηται αὐτός, ὡς μηδὲ ἀπὸ ταύτης τῆς πόλεως διαφυγόντας τινὰς αὐτῶν ἀγγέλους γενέσθαι τοῖς ἄλλοις βαρβάροις ὅτι προσάγει ἤδη Ἀλέξανδρος· αὐτὸς δὲ προσέβαλλεν τῷ τείχει. [6.6.5] οἱ δὲ βάρβαροι τὸ μὲν τεῖχος ἐκλείπουσιν, ὡς οὐκ ἂν διαφυλάξαντες αὐτὸ ἔτι, πολλῶν ἐν τῇ καταλήψει τεθνηκότων, τῶν δὲ καὶ ἀπὸ τραυμάτων ἀπομάχων γεγενημένων· ἐς δὲ τὴν ἄκραν ξυμφυγόντες χρόνον μέν τινα ἠμύνοντο ἐξ ὑπερδεξίου τε χωρίου καὶ χαλεποῦ ἐς προσβολήν, προσκειμένων δὲ πάντοθεν εὐρώστως τῶν Μακεδόνων καὶ αὐτοῦ Ἀλεξάνδρου ἄλλοτε ἄλλῃ ἐπιφαινομένου τῷ ἔργῳ ἥ τε ἄκρα κατὰ κράτος ἑάλω καὶ οἱ ξυμφυγόντες ἐς αὐτὴν πάντες ἀπέθανον· ἦσαν δὲ ἐς δισχιλίους.
[6.6.6] Περδίκκας δὲ ἐς τὴν πόλιν ἐφ᾽ ἥντινα ἐστάλη ἀφικόμενος τὴν μὲν πόλιν ἐρήμην καταλαμβάνει, μαθὼν δὲ ὅτι οὐ πρὸ πολλοῦ πεφεύγεσαν ἐξ αὐτῆς οἱ ἐνοικοῦντες δρόμῳ ἤλαυνε κατὰ στίβον τῶν φευγόντων· οἱ δὲ ψιλοὶ ὡς τάχους ποδῶν εἶχον αὐτῷ ἐφείποντο. καταλαβὼν δὲ τῶν φευγόντων κατέκοψεν ὅσοι γε μὴ ἔφθασαν ἐς τὰ ἕλη ξυμφυγόντες.

[6.6.1] Ο ίδιος παρέλαβε τους υπασπιστές, τους τοξότες, τους Αγριάνες και τη φάλαγγα του Πείθωνα από τους λεγόμενους πεζεταίρους και όλους τους ιπποτοξότες και από τους εταίρους ιππείς τους μισούς και βάδισε μέσα από μια άνυδρη χώρα εναντίον των Μαλλών, έναν ινδικό λαό που ανήκε στους αυτόνομους Ινδούς. [6.6.2] Την πρώτη μέρα στρατοπέδευσε κοντά σε ένα μικρό ρυάκι που απείχε εκατό περίπου σταδίους από τον Ακεσίνη ποταμό. Αφού έβαλε τους στρατιώτες του να δειπνήσουν και να ξεκουρασθούν, τους διέταξε να γεμίσουν με νερό τα αγγεία που ο καθένας είχε μαζί του. Κατά το υπόλοιπο διάστημα της μέρας και όλη τη νύχτα βάδισε τετρακόσιους περίπου σταδίους και τα ξημερώματα έφθασε σε μια πόλη, στην οποία είχαν καταφύγει πολλοί Μαλλοί. [6.6.3] Αυτοί, επειδή νόμιζαν ότι ποτέ δεν θα ερχόταν εναντίον τους ο Αλέξανδρος περνώντας μέσα από άνυδρη χώρα, ήταν οι περισσότεροι και έξω από την πόλη και άοπλοι. Όπως είναι φανερό, για τον λόγο που βάδισε ο Αλέξανδρος από τον δρόμο εκείνο, από τον οποίο ήταν δύσκολο να περάσει, για τον ίδιο λόγο ούτε και οι εχθροί φάνηκαν να πιστεύουν ότι θα οδηγούσε τον στρατό του από αυτόν. Επειδή, λοιπόν, επιτέθηκε ο Αλέξανδρος σε εχθρούς που δεν τον περίμεναν, σκότωσε τους περισσότερους από αυτούς που ούτε πρόβαλαν αντίσταση, αφού ήταν άοπλοι. Οι υπόλοιποι κλείσθηκαν στην πόλη τους και ο Αλέξανδρος τοποθετώντας γύρω από αυτήν το ιππικό του το χρησιμοποίησε αντί για περίφραγμα, επειδή δεν είχε έρθει ακόμη η φάλαγγα των πεζών του. [6.6.4] Μόλις όμως έφθασαν οι πεζοί, απέστειλε αμέσως τον Περδίκκα με τη δική του ιππαρχία, με την ιππαρχία του Κλείτου και με τους Αγριάνες σε άλλη πόλη των Μαλλών, όπου είχαν καταφύγει πολλοί από τους Ινδούς της περιοχής εκείνης. Τον διέταξε να κρατεί αποκλεισμένους τους Ινδούς που βρίσκονταν στην πόλη και να μην αρχίσει εναντίον τους επιχειρήσεις μέχρις ότου φθάσει ο ίδιος, έτσι ώστε να μη διαφύγουν από την πόλη αυτή μερικοί και αναγγείλουν στους άλλους βάρβαρους ότι πλησίαζε πλέον ο Αλέξανδρος. Ο ίδιος άρχισε τις επιθέσεις κατά του τείχους. [6.6.5] Οι βάρβαροι όμως εγκατέλειψαν το τείχος, επειδή νόμιζαν ότι δεν θα μπορούσαν πια να το κρατήσουν, εφόσον πολλοί από αυτούς είχαν σκοτωθεί κατά την επίθεση των Μακεδόνων, ενώ άλλοι είχαν γίνει ανίκανοι για μάχη εξαιτίας των τραυμάτων τους. Κατέφυγαν στην ακρόπολη και αμύνονταν για ένα χρονικό διάστημα από κάποια ψηλή τοποθεσία που ήταν σχεδόν απρόσβλητη. Επειδή όμως οι Μακεδόνες διενεργούσαν από παντού ισχυρές επιθέσεις και επειδή ο ίδιος ο Αλέξανδρος παρουσιαζόταν πότε εδώ και πότε εκεί κατά την επιχείρηση, κυριεύθηκε με επίθεση η ακρόπολη και σκοτώθηκαν όλοι όσοι είχαν καταφύγει σε αυτήν, περίπου δύο χιλιάδες.
Όταν ο Περδίκκας έφθασε στην πόλη, εναντίον της οποίας είχε αποσταλεί, την βρήκε έρημη. Επειδή όμως πληροφορήθηκε ότι οι κάτοικοί της την είχαν εγκαταλείψει πριν από λίγο, άρχισε να τρέχει ακολουθώντας τα ίχνη των φυγάδων. Ακολουθούσαν οι ελαφρά οπλισμένοι με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα των ποδιών τους. Τους πρόφθασε και κατέσφαξε από τους φυγάδες όσους δεν πρόλαβαν να καταφύγουν στα έλη.