Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΡΙΑΝΟΣ

Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (5.9.1-5.10.4)

[5.9.1] Καὶ Ἀλέξανδρός τε κατεστρατοπέδευσεν ἐπὶ τῇ ὄχθῃ τοῦ Ὑδάσπου, καὶ Πῶρος κατὰ τὴν ἀντιπέρας ὄχθην ὤφθη ξὺν πάσῃ τῇ στρατιᾷ καὶ τῶν ἐλεφάντων τῷ στίφει. ταύτῃ μὲν δὴ ᾗ κατεστρατοπεδευκότα εἶδεν Ἀλέξανδρον αὐτὸς μένων ἐφύλαττε τὸν πόρον· ὅσα δὲ ἄλλα τοῦ ποταμοῦ εὐπορώτερα, ἐπὶ ταῦτα φρουρὰς διαπέμψας καὶ ἡγεμόνας ἐπιστήσας ἑκάστοις εἴργειν ἐπενόει [ἀπὸ] τοῦ πόρου τοὺς Μακεδόνας. [5.9.2] ταῦτα δὲ ὁρῶντι Ἀλεξάνδρῳ κινητέα καὶ αὐτῷ ἐδόκει ἡ στρατιὰ πολλαχῇ, ὡς τὸν Πῶρον ἀμφίβολον γίνεσθαι. διελὼν δὴ ἐς πολλὰ τὸν στρατὸν τοὺς μὲν αὐτὸς ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ ἦγε τῆς χώρας τὰ μὲν πορθῶν ὅσα πολέμια, τὰ δὲ σκοπῶν ὅπῃ εὐπορώτερος αὐτῷ ὁ ποταμὸς φανεῖται, τοὺς δὲ, τῶν ἡγεμόνων ἄλλοις [καὶ] ἄλλους ἐπιτάξας, καὶ αὐτοὺς πολλαχῇ διέπεμπε. [5.9.3] σῖτος δὲ αὐτῷ πάντοθεν ἐκ τῆς ἐπὶ τάδε τοῦ Ὑδάσπου χώρας ἐς τὸ στρατόπεδον ξυνεκομίζετο, ὡς δῆλον εἶναι τῷ Πώρῳ ὅτι ἐγνωκὼς εἴη προσλιπαρεῖν τῇ ὄχθῃ, ἔστε τὸ ὕδωρ τοῦ ποταμοῦ μεῖον γενόμενον τοῦ χειμῶνος πολλαχῇ παραδοῦναί οἱ τὸν πόρον· τά τε πλοῖα αὐτῷ ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ παραπλέοντα καὶ αἱ διφθέραι τῆς κάρφης ἐμπιπλάμεναι καὶ ἡ ὄχθη πᾶσα πλήρης φαινομένη τῇ μὲν ἱππέων, τῇ δὲ πεζῶν, οὐκ εἴα ἠρεμεῖν τὸν Πῶρον, οὐδὲ ἕν τι ἐπιλεξάμενον ἐς φυλακὴν ξύμφορον ἐς τοῦτο ἐκ πάντων παρασκευάζεσθαι. [5.9.4] ἄλλως τε ἐν μὲν τῷ τότε οἱ ποταμοὶ πάντες οἱ Ἰνδικοὶ πολλοῦ τε ὕδατος καὶ θολεροῦ ἔρρεον καὶ ὀξέος τοῦ ῥεύματος· ἦν γὰρ ὥρα ἔτους ᾗ μετὰ τροπὰς μάλιστα ‹τὰς› ἐν θέρει τρέπεται ὁ ἥλιος· ταύτῃ δὲ τῇ ὥρᾳ ὕδατά τε ἐξ οὐρανοῦ ἀθρόα τε καταφέρεται ἐς τὴν γῆν τὴν Ἰνδικὴν καὶ αἱ χιόνες αἱ τοῦ Καυκάσου, ἔνθενπερ τῶν πολλῶν ποταμῶν αἱ πηγαί εἰσι, κατατηκόμεναι αὔξουσιν αὐτοῖς τὸ ὕδωρ ἐπὶ μέγα· χειμῶνος δὲ ἔμπαλιν ἴσχουσιν ὀλίγοι τε γίγνονται καὶ καθαροὶ ἰδεῖν καὶ ἔστιν ὅπου περάσιμοι, πλήν γε δὴ τοῦ Ἰνδοῦ καὶ Γάγγου καὶ τυχὸν καὶ ἄλλου του· ἀλλ᾽ ὅ γε Ὑδάσπης περατὸς γίνεται.
[5.10.1] Ταύτην οὖν τὴν ὥραν τοῦ ἔτους προσμένειν ἐς τὸ φανερὸν ἔφασκεν, εἰ ἐν τῷ τότε εἴργοιτο· ὁ δὲ οὐδὲν μεῖον ἐφεδρεύων ἔμενεν, εἴ πῃ λάθοι ὑφαρπάσας ὀξέως τὸν πόρον. ᾗ μὲν δὴ αὐτὸς Πῶρος κατεστρατοπεδεύκει πρὸς τῇ ὄχθῃ τοῦ Ὑδάσπου, ἔγνω ἀδύνατος ὢν περᾶσαι ὑπὸ πλήθους τε τῶν ἐλεφάντων καὶ ὅτι πολλὴ στρατιὰ καὶ αὐτὴ τεταγμένη τε καὶ ἀκριβῶς ὡπλισμένη ἐκβαίνουσιν αὐτοῖς ἐπιθήσεσθαι ἔμελλεν· [5.10.2] οἵ τε ἵπποι οὐκ ἂν ἐδόκουν αὐτῷ ἐθελῆσαι οὐδὲ ἐπιβῆναι τῆς ὄχθης τῆς πέραν, προσκειμένων σφίσιν εὐθὺς τῶν ἐλεφάντων καὶ τῇ τε ὄψει ἅμα καὶ τῇ φωνῇ φοβούντων, οὐδ᾽ ἂν ἔτι πρόσθεν μεῖναι ἐπὶ τῶν διφθερῶν κατὰ τὸν πόρον, ἀλλ᾽ ἐκπηδᾶν γὰρ ἐς τὸ ὕδωρ ἀφορῶντες πέραν τοὺς ἐλέφαντας [καὶ] ἔκφρονες γιγνόμενοι. [5.10.3] κλέψαι οὖν ἐπενόει τὴν διάβασιν ὧδε πράττων. νύκτωρ παραγαγὼν ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ τῆς ὄχθης τοὺς πολλοὺς τῶν ἱππέων βοήν τε ἐποίει καὶ ἠλαλάζετο τῷ Ἐνυαλίῳ καὶ τἆλλα ὅσα ἐπὶ διαβάσει συσκευαζομένων θόρυβος παντοδαπὸς ἐγίγνετο. καὶ ὁ Πῶρός τε ἀντιπαρῄει πρὸς τὴν βοὴν ἐπάγων τοὺς ἐλέφαντας καὶ Ἀλέξανδρος ἐς ἔθος αὐτὸν τῆς ἀντιπαραγωγῆς καθίστη. [5.10.4] ὡς δὲ ἐπὶ πολὺ τοῦτο ἐγίγνετο καὶ βοὴ μόνον καὶ ἀλαλαγμὸς ἦν, οὐκέτι ὁ Πῶρος μετεκινεῖτο πρὸς τὰς ἐκδρομὰς τῶν ἱππέων, ἀλλὰ κενὸν γὰρ γνοὺς τὸν φόβον κατὰ χώραν ἐπὶ στρατοπέδου ἔμενε· σκοποὶ δὲ αὐτῷ πολλαχοῦ τῆς ὄχθης καθε‹ι›στήκεσαν. Ἀλέξανδρος δὲ ὡς ἐξείργαστο αὐτῷ ἄφοβον τὸ τοῦ Πώρου εἰς τὰς νυκτερινὰς ἐπιχειρήσεις μηχανᾶταί τι τοιόνδε.

[5.9.1] Ο Αλέξανδρος στρατοπέδευσε στην όχθη του Υδάσπη. Από την αντικρινή όχθη έγινε ορατός και ο Πώρος με όλο τον στρατό και το πλήθος των ελεφάντων του. Εκεί που είδε τον Αλέξανδρο να έχει στρατοπεδεύσει, έμεινε ο ίδιος και φύλαγε το πέρασμα, ενώ σε όσα άλλα σημεία του ποταμού που ήταν το πέρασμα πιο ευκολοδιάβατο, απέστειλε φρουρές και τοποθέτησε στο καθένα διοικητές· σχεδίαζε να εμποδίσει το πέρασμα στους Μακεδόνες. [5.9.2] Όταν παρατήρησε αυτά ο Αλέξανδρος, έκρινε ότι έπρεπε να κινήσει και αυτός τον στρατό του προς πολλές κατευθύνσεις ώστε να κρατήσει τον Πώρο σε αβεβαιότητα. Διαίρεσε λοιπόν τον στρατό του σε πολλά τμήματα, και άλλα οδηγούσε ο ίδιος προς διάφορα μέρη της περιοχής λεηλατώντας τα εχθρικά και εξετάζοντας συγχρόνως, πού φαινόταν ο ποταμός πιο ευκολοδιάβατος· σε άλλα πάλι τμήματα του στρατού τοποθέτησε ξεχωριστούς διοικητές και τους απέστειλε προς διαφορετικές κατευθύνσεις. [5.9.3] Από όλα τα μέρη που ήταν στην από δω μεριά του Υδάσπη άρχισαν να φέρνουν στο στρατόπεδό του σιτάρι, ώστε να καταστεί φανερό στον Πώρο ότι ο Αλέξανδρος είχε πάρει την απόφαση να παραμείνει στην όχθη, έως ότου λιγοστέψει το νερό του ποταμού κατά τον χειμώνα και του επιτρέψει το πέρασμα σε πολλά σημεία. Και τα πλοία του Αλεξάνδρου που αλλάζοντας κάθε τόσο πορεία έπλεαν εκεί κοντά και οι δερμάτινες σχεδίες που ήταν γεμάτες με ξερό χορτάρι, καθώς και η όχθη ολόκληρη που φαινόταν γεμάτη αλλού με ιππείς και αλλού με πεζούς, δεν επέτρεπαν στον Πώρο να ησυχάσει ούτε και να επιλέξει μια θέση κατάλληλη για να τη φυλάξει και να ετοιμασθεί σε αυτήν με όλα τα μέσα που διέθετε. [5.9.4] Άλλωστε, όλοι οι ινδικοί ποταμοί έρρεαν τότε με πολύ θολό νερό και είχαν ορμητικό το ρεύμα τους, επειδή ήταν η εποχή του έτους κατά την οποία έχει ο ήλιος τις θερινές τροπές του. Κατά την εποχή αυτή πέφτει άφθονο νερό στην ινδική γη από τον ουρανό και το χιόνι που λιώνει του Καυκάσου, από όπου πηγάζουν οι περισσότεροι ποταμοί, αυξάνει σημαντικά την υδάτινη ποσότητά τους. Αντίθετα κατά τον χειμώνα οι ποταμοί περιορίζονται, γίνονται πιο μικροί και φαίνονται καθαροί και σε μερικά μέρη διαβατοί, εκτός βέβαια από τον Ινδό και τον Γάγγη, ίσως και κανένα άλλο. Αλλά τον Υδάσπη μπορεί κανείς να τον περάσει.
[5.10.1] Αυτήν, λοιπόν, την εποχή του έτους, έλεγε απροκάλυπτα ο Αλέξανδρος ότι περίμενε, εφόσον τότε εμποδιζόταν να περάσει τον ποταμό, στην πραγματικότητα όμως καιροφυλακτούσε συνεχώς, μήπως μπορέσει να κυριεύσει γρήγορα κάποιο πέρασμα χωρίς να γίνει αντιληπτός από τον εχθρό. Εκεί βέβαια όπου είχε στρατοπεδεύσει ο ίδιος ο Πώρος, κοντά στην όχθη του Υδάσπη, καταλάβαινε ότι ήταν αδύνατο να περάσει και εξαιτίας του πλήθους των ελεφάντων και επειδή εκεί πολύς στρατός και μάλιστα συνταγμένος και βαριά οπλισμένος ήταν έτοιμος να επιτεθεί στους Μακεδόνες, ενώ αυτοί θα έβγαιναν από τον ποταμό. [5.10.2] Και τα άλογα του Αλεξάνδρου έδειχναν να μη θέλουν ούτε να αποβιβασθούν καν στην απέναντι όχθη, επειδή θα τους έκαναν αμέσως επίθεση οι ελέφαντες και θα τους προξενούσαν φόβο με την εμφάνιση και με τη φωνή τους συγχρόνως. Ακόμη και πριν αποβιβασθούν τα άλογα δεν θα παρέμεναν επάνω στις δερμάτινες σχεδίες κατά τη διάπλευση του ποταμού. Θα πηδούσαν αφηνιασμένα στο νερό, επειδή θα έβλεπαν τους ελέφαντες στην απέναντι όχθη. [5.10.3] Σχεδίαζε, λοιπόν, να επιτύχει με πανουργία τη διάβαση του ποταμού ενεργώντας κατά τον ακόλουθο τρόπο.
Τη νύχτα μετακίνησε τους περισσότερους ιππείς του προς διάφορα σημεία της όχθης και τους έβαλε να φωνάζουν, να επικαλούνται με αλαλαγμούς τον Ενυάλιο και να κάνουν όλα όσα προκαλούν τους κάθε λογής θορύβους, όταν οι στρατιώτες ετοιμάζουν τις αποσκευές τους για να περάσουν έναν ποταμό. Ο Πώρος συνέχισε να μετακινεί τον στρατό του παράλληλα προς τις κραυγές, οδηγώντας τους ελέφαντες. Έτσι ο Αλέξανδρος τον άφησε να συνηθίσει σε αυτού του είδους τις μετακινήσεις. [5.10.4] Και επειδή αυτό γινόταν επί πολύ χρόνο και δεν ακούονταν παρά μόνο φωνές και πολεμικές κραυγές, έπαυσε πλέον ο Πώρος να μετακινείται προς το μέρος όπου έτρεχαν οι ιππείς του Αλεξάνδρου, αλλά παρέμενε στη θέση του στο στρατόπεδο, επειδή κατάλαβε ότι ήταν αβάσιμος ο φόβος του. Τοποθέτησε όμως φρουρούς σε πολλά μέρη της όχθης. Αφού πέτυχε ο Αλέξανδρος να κάμει τον Πώρο να μη φοβάται τις νυχτερινές επιχειρήσεις, επινόησε το εξής στρατήγημα.