Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (6.101.1-6.102.4)

[6.101.1] Τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ ἀπὸ τοῦ κύκλου ἐτείχιζον οἱ Ἀθηναῖοι τὸν κρημνὸν τὸν ὑπὲρ τοῦ ἕλους, ὃς τῶν Ἐπιπολῶν ταύτῃ πρὸς τὸν μέγαν λιμένα ὁρᾷ, καὶ ᾗπερ αὐτοῖς βραχύτατον ἐγίγνετο καταβᾶσι διὰ τοῦ ὁμαλοῦ καὶ τοῦ ἕλους ἐς τὸν λιμένα τὸ περιτείχισμα. [6.101.2] καὶ οἱ Συρακόσιοι ἐν τούτῳ ἐξελθόντες καὶ αὐτοὶ ἀπεσταύρουν αὖθις ἀρξάμενοι ἀπὸ τῆς πόλεως διὰ μέσου τοῦ ἕλους, καὶ τάφρον ἅμα παρώρυσσον, ὅπως μὴ οἷόν τε ᾖ τοῖς Ἀθηναίοις μέχρι τῆς θαλάσσης ἀποτειχίσαι. [6.101.3] οἱ δ᾽, ἐπειδὴ τὸ πρὸς τὸν κρημνὸν αὐτοῖς ἐξείργαστο, ἐπιχειροῦσιν αὖθις τῷ τῶν Συρακοσίων σταυρώματι καὶ τάφρῳ, τὰς μὲν ναῦς κελεύσαντες περιπλεῦσαι ἐκ τῆς Θάψου ἐς τὸν μέγαν λιμένα τὸν τῶν Συρακοσίων, αὐτοὶ δὲ περὶ ὄρθρον καταβάντες ἀπὸ τῶν Ἐπιπολῶν ἐς τὸ ὁμαλὸν καὶ διὰ τοῦ ἕλους, ᾗ πηλῶδες ἦν καὶ στεριφώτατον, θύρας καὶ ξύλα πλατέα ἐπιθέντες καὶ ἐπ᾽ αὐτῶν διαβαδίσαντες, αἱροῦσιν ἅμα ἕῳ τό τε σταύρωμα πλὴν ὀλίγου καὶ τὴν τάφρον, καὶ ὕστερον καὶ τὸ ὑπολειφθὲν εἷλον. [6.101.4] καὶ μάχη ἐγένετο, καὶ ἐν αὐτῇ ἐνίκων οἱ Ἀθηναῖοι. καὶ τῶν Συρακοσίων οἱ μὲν τὸ δεξιὸν κέρας ἔχοντες πρὸς τὴν πόλιν ἔφευγον, οἱ δ᾽ ἐπὶ τῷ εὐωνύμῳ παρὰ τὸν ποταμόν. καὶ αὐτοὺς βουλόμενοι ἀποκλῄσασθαι τῆς διαβάσεως οἱ τῶν Ἀθηναίων τριακόσιοι λογάδες δρόμῳ ἠπείγοντο πρὸς τὴν γέφυραν. [6.101.5] δείσαντες δὲ οἱ Συρακόσιοι (ἦσαν γὰρ καὶ τῶν ἱππέων αὐτοῖς οἱ πολλοὶ ἐνταῦθα) ὁμόσε χωροῦσι τοῖς τριακοσίοις τούτοις, καὶ τρέπουσί τε αὐτοὺς καὶ ἐσβάλλουσιν ἐς τὸ δεξιὸν κέρας τῶν Ἀθηναίων· καὶ προσπεσόντων αὐτῶν ξυνεφοβήθη καὶ ἡ πρώτη φυλὴ τοῦ κέρως. [6.101.6] ἰδὼν δὲ ὁ Λάμαχος παρεβοήθει ἀπὸ τοῦ εὐωνύμου τοῦ ἑαυτῶν μετὰ τοξοτῶν τε οὐ πολλῶν καὶ τοὺς Ἀργείους παραλαβών, καὶ ἐπιδιαβὰς τάφρον τινὰ καὶ μονωθεὶς μετ᾽ ὀλίγων τῶν ξυνδιαβάντων ἀποθνῄσκει αὐτός τε καὶ πέντε ἢ ἓξ τῶν μετ᾽ αὐτοῦ. καὶ τούτους μὲν οἱ Συρακόσιοι εὐθὺς κατὰ τάχος φθάνουσιν ἁρπάσαντες πέραν τοῦ ποταμοῦ ἐς τὸ ἀσφαλές, αὐτοὶ δὲ ἐπιόντος ἤδη καὶ τοῦ ἄλλου στρατεύματος τῶν Ἀθηναίων ἀπεχώρουν. [6.102.1] ἐν τούτῳ δὲ οἱ πρὸς τὴν πόλιν αὐτῶν τὸ πρῶτον καταφυγόντες ὡς ἑώρων ταῦτα γιγνόμενα, αὐτοί τε πάλιν ἀπὸ τῆς πόλεως ἀναθαρσήσαντες ἀντετάξαντο πρὸς τοὺς κατὰ σφᾶς Ἀθηναίους, καὶ μέρος τι αὑτῶν πέμπουσιν ἐπὶ τὸν κύκλον τὸν ἐπὶ ταῖς Ἐπιπολαῖς, ἡγούμενοι ἐρῆμον αἱρήσειν. [6.102.2] καὶ τὸ μὲν δεκάπλεθρον προτείχισμα αὐτῶν αἱροῦσι καὶ διεπόρθησαν, αὐτὸν δὲ τὸν κύκλον Νικίας διεκώλυσεν· ἔτυχε γὰρ ἐν αὐτῷ δι᾽ ἀσθένειαν ὑπολελειμμένος. τὰς γὰρ μηχανὰς καὶ ξύλα ὅσα πρὸ τοῦ τείχους ἦν καταβεβλημένα, ἐμπρῆσαι τοὺς ὑπηρέτας ἐκέλευσεν, ὡς ἔγνω ἀδυνάτους ἐσομένους ἐρημίᾳ ἀνδρῶν ἄλλῳ τρόπῳ περιγενέσθαι. [6.102.3] καὶ ξυνέβη οὕτως· οὐ γὰρ ἔτι προσῆλθον οἱ Συρακόσιοι διὰ τὸ πῦρ, ἀλλὰ ἀπεχώρουν πάλιν. καὶ γὰρ πρός τε τὸν κύκλον βοήθεια ἤδη κάτωθεν τῶν Ἀθηναίων ἀποδιωξάντων τοὺς ἐκεῖ ἐπανῄει, καὶ αἱ νῆες ἅμα αὐτῶν ἐκ τῆς Θάψου, ὥσπερ εἴρητο, κατέπλεον ἐς τὸν μέγαν λιμένα. [6.102.4] ἃ ὁρῶντες οἱ ἄνωθεν κατὰ τάχος ἀπῇσαν καὶ ἡ ξύμπασα στρατιὰ τῶν Συρακοσίων ἐς τὴν πόλιν, νομίσαντες μὴ ἂν ἔτι ἀπὸ τῆς παρούσης σφίσι δυνάμεως ἱκανοὶ γενέσθαι κωλῦσαι τὸν ἐπὶ τὴν θάλασσαν τειχισμόν.

[6.101.1] Την επομένη οι Αθηναίοι, ξεκινώντας από το κυκλικό τους τείχος, άρχισαν να χτίζουν τείχος σ᾽ όλο το μάκρος του γκρεμού που είναι επάνω από τον βάλτο. Το μέρος εκείνο των Επιπολών βλέπει προς το μεγάλο λιμάνι. Ήταν η συντομότερη απόσταση για να κατασκευάσουν το τείχος έως το λιμάνι, κατεβαίνοντας από ομαλό έδαφος και από τον βάλτο. [6.101.2] Αλλά και οι Συρακούσιοι βγήκαν από την πολιτεία και, ξεκινώντας κι αυτοί από τα τείχη τους, άρχισαν πάλι να κατασκευάζουν φράχτες με πασσάλους μέσ᾽ από τον βάλτο κι έσκαβαν ταυτόχρονα και μια τάφρο, ώστε να μην μπορέσουν οι Αθηναίοι να προχωρήσουν το τείχος τους έως την θάλασσα. [6.101.3] Οι Αθηναίοι, όταν τέλειωσε το τείχος τους στο μάκρος του γκρεμού, έκαναν πάλι επίθεση εναντίον του φράχτη και της τάφρου των Συρακουσίων. Διέταξαν τον στόλο να έρθει από την Θάψο στο μεγάλο λιμάνι των Συρακουσίων και οι ίδιοι κατέβηκαν, με την αυγή, από τις Επιπολές στο ομαλό έδαφος. Προχώρησαν μέσ᾽ από τον βάλτο βαδίζοντας απάνω σε θυρόφυλλα και πλατιά ξύλα που έριχναν στα μέρη τα οποία ήσαν λασπερά και πιο στέρεα. Τα ξημερώματα κυρίεψαν τον φράχτη —εκτός από ένα τμήμα του— και την τάφρο. Αργότερα κυρίεψαν και τον υπόλοιπο φράχτη. [6.101.4] Έγινε και μάχη όπου νίκησαν οι Αθηναίοι. Οι Συρακούσιοι που κρατούσαν την δεξιά πτέρυγα έφυγαν προς την πόλη κι εκείνοι που ήσαν στην αριστερή έφυγαν προς τον ποταμό. Για να τους εμποδίσουν να τον περάσουν, οι τριακόσιοι Αθηναίοι διαλεχτοί πήγαν τρέχοντας προς την γέφυρα. [6.101.5] Οι Συρακούσιοι φοβήθηκαν και καθώς στο μέρος εκείνο βρισκόταν το μεγαλύτερο μέρος του ιππικού τους, προχώρησαν όλοι μαζί εναντίον των τριακοσίων, τους έτρεψαν σε φυγή κι έπεσαν στην δεξιά πτέρυγα των Αθηναίων. Με την σύγκρουση, η πρώτη γραμμή της πτέρυγας αυτής υποχώρησε [6.101.6] και όταν ο Λάμαχος το είδε, έτρεξε από την αριστερή πτέρυγα να βοηθήσει, παίρνοντας μαζί του λίγους τοξότες και τους Αργείους. Πέρασε ένα χαντάκι, βρέθηκε απομονωμένος με όσους το είχαν διαβεί μαζί του και σκοτώθηκε ο ίδιος με πέντε ή έξι άλλους. Οι Συρακούσιοι μόλις πρόφτασαν να τους αρπάξουν και να τους μεταφέρουν πέρα από τον ποταμό, σε ασφαλισμένο μέρος. Υποχώρησαν επειδή το υπόλοιπο μέρος του αθηναϊκού στρατού προχωρούσε τώρα κατά πάνω τους.
[6.102.1] Αλλά στο μεταξύ, όταν εκείνοι που είχαν υποχωρήσει αρχικά προς την πολιτεία είδαν τα όσα γίνονταν, αναθάρρησαν και, ξεκινώντας από την πόλη, αντιπαρατάχτηκαν εναντίον των Αθηναίων που ήσαν αντίκρυ τους. Έστειλαν ένα απόσπασμά τους εναντίον του κυκλικού τείχους στις Επιπολές, νομίζοντας ότι θα το κυριέψουν αφρούρητο. [6.102.2] Κυρίεψαν το προχωρημένο τείχος που είχε μάκρος δέκα πλέθρα και το καταστρέψαν, αλλά το κυκλικό τείχος τούς εμπόδισε ο Νικίας να το κυριέψουν. Έτυχε να μείνει εκεί επειδή ήταν άρρωστος. Έδωσε διαταγή στους βοηθητικούς να βάλουν φωτιά στις πολεμικές μηχανές και στα ξύλα που ήσαν τοποθετημένα μπροστά στο τείχος, γιατί είχε καταλάβει ότι, αφού δεν είχε στρατιώτες, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να σωθεί. [6.102.3] Αυτό και έγινε. Οι Συρακούσιοι δεν πλησίασαν περισσότερο, εξαιτίας της φωτιάς και άρχισαν να υποχωρούν γιατί από κάτω οι Αθηναίοι, που είχαν διώξει τον εχθρό τον οποίο αντιμετώπιζαν, ανέβαιναν κιόλας να βοηθήσουν, ενώ ταυτόχρονα ο στόλος, σύμφωνα με τις διαταγές, έφτανε από την Θάψο στο μεγάλο λιμάνι. [6.102.4] Όταν οι Συρακούσιοι που ήσαν στο ύψωμα τα είδαν αυτά, έφυγαν γρήγορα και ολόκληρος ο στρατός των Συρακουσίων μπήκε στην πολιτεία. Θεώρησαν ότι, με τις δυνάμεις που είχαν, δεν ήσαν σε θέση να εμποδίσουν να χτιστεί το τείχος έως την θάλασσα.