Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (6.59.1-6.61.7)

[6.59.1] Τοιούτῳ μὲν τρόπῳ δι᾽ ἐρωτικὴν λύπην ἥ τε ἀρχὴ τῆς ἐπιβουλῆς καὶ ἡ ἀλόγιστος τόλμα ἐκ τοῦ παραχρῆμα περιδεοῦς Ἁρμοδίῳ καὶ Ἀριστογείτονι ἐγένετο. [6.59.2] τοῖς δ᾽ Ἀθηναίοις χαλεπωτέρα μετὰ τοῦτο ἡ τυραννὶς κατέστη, καὶ ὁ Ἱππίας διὰ φόβου ἤδη μᾶλλον ὢν τῶν τε πολιτῶν πολλοὺς ἔκτεινε καὶ πρὸς τὰ ἔξω ἅμα διεσκοπεῖτο, εἴ ποθεν ἀσφάλειάν τινα ὁρῴη μεταβολῆς γενομένης ὑπάρχουσάν οἱ. [6.59.3] Ἱππόκλου γοῦν τοῦ Λαμψακηνοῦ τυράννου Αἰαντίδῃ τῷ παιδὶ θυγατέρα ἑαυτοῦ μετὰ ταῦτα Ἀρχεδίκην Ἀθηναῖος ὢν Λαμψακηνῷ ἔδωκεν, αἰσθανόμενος αὐτοὺς μέγα παρὰ βασιλεῖ Δαρείῳ δύνασθαι. καὶ αὐτῆς σῆμα ἐν Λαμψάκῳ ἐστὶν ἐπίγραμμα ἔχον τόδε·
ἀνδρὸς ἀριστεύσαντος ἐν Ἑλλάδι τῶν ἐφ᾽ ἑαυτοῦ
Ἱππίου Ἀρχεδίκην ἥδε κέκευθε κόνις,
ἣ πατρός τε καὶ ἀνδρὸς ἀδελφῶν τ᾽ οὖσα τυράννων
παίδων τ᾽ οὐκ ἤρθη νοῦν ἐς ἀτασθαλίην.
[6.59.4] τυραννεύσας δὲ ἔτη τρία Ἱππίας ἔτι Ἀθηναίων καὶ παυθεὶς ἐν τῷ τετάρτῳ ὑπὸ Λακεδαιμονίων καὶ Ἀλκμεωνιδῶν τῶν φευγόντων, ἐχώρει ὑπόσπονδος ἔς τε Σίγειον καὶ παρ᾽ Αἰαντίδην ἐς Λάμψακον, ἐκεῖθεν δὲ ὡς βασιλέα Δαρεῖον, ὅθεν καὶ ὁρμώμενος ἐς Μαραθῶνα ὕστερον ἔτει εἰκοστῷ ἤδη γέρων ὢν μετὰ Μήδων ἐστράτευσεν.
[6.60.1] Ὧν ἐνθυμούμενος ὁ δῆμος ὁ τῶν Ἀθηναίων, καὶ μιμνῃσκόμενος ὅσα ἀκοῇ περὶ αὐτῶν ἠπίστατο, χαλεπὸς ἦν τότε καὶ ὑπόπτης ἐς τοὺς περὶ τῶν μυστικῶν τὴν αἰτίαν λαβόντας, καὶ πάντα αὐτοῖς ἐδόκει ἐπὶ ξυνωμοσίᾳ ὀλιγαρχικῇ καὶ τυραννικῇ πεπρᾶχθαι. [6.60.2] καὶ ὡς αὐτῶν διὰ τὸ τοιοῦτον ὀργιζομένων πολλοί τε καὶ ἀξιόλογοι ἄνθρωποι ἤδη ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ἦσαν καὶ οὐκ ἐν παύλῃ ἐφαίνετο, ἀλλὰ καθ᾽ ἡμέραν ἐπεδίδοσαν μᾶλλον ἐς τὸ ἀγριώτερόν τε καὶ πλείους ἔτι ξυλλαμβάνειν, ἐνταῦθα ἀναπείθεται εἷς τῶν δεδεμένων, ὅσπερ ἐδόκει αἰτιώτατος εἶναι, ὑπὸ τῶν ξυνδεσμωτῶν τινὸς εἴτε ἄρα καὶ τὰ ὄντα μηνῦσαι εἴτε καὶ οὔ· ἐπ᾽ ἀμφότερα γὰρ εἰκάζεται, τὸ δὲ σαφὲς οὐδεὶς οὔτε τότε οὔτε ὕστερον ἔχει εἰπεῖν περὶ τῶν δρασάντων τὸ ἔργον. [6.60.3] λέγων δὲ ἔπεισεν αὐτὸν ὡς χρή, εἰ μὴ καὶ δέδρακεν, αὑτόν τε ἄδειαν ποιησάμενον σῶσαι καὶ τὴν πόλιν τῆς παρούσης ὑποψίας παῦσαι· βεβαιοτέραν γὰρ αὐτῷ σωτηρίαν εἶναι ὁμολογήσαντι μετ᾽ ἀδείας ἢ ἀρνηθέντι διὰ δίκης ἐλθεῖν. [6.60.4] καὶ ὁ μὲν αὐτός τε καθ᾽ ἑαυτοῦ καὶ κατ᾽ ἄλλων μηνύει τὸ τῶν Ἑρμῶν· ὁ δὲ δῆμος ὁ τῶν Ἀθηναίων ἄσμενος λαβών, ὡς ᾤετο, τὸ σαφὲς καὶ δεινὸν ποιούμενοι πρότερον εἰ τοὺς ἐπιβουλεύοντας σφῶν τῷ πλήθει μὴ εἴσονται, τὸν μὲν μηνυτὴν εὐθὺς καὶ τοὺς ἄλλους μετ᾽ αὐτοῦ ὅσων μὴ κατηγορήκει ἔλυσαν, τοὺς δὲ καταιτιαθέντας κρίσεις ποιήσαντες τοὺς μὲν ἀπέκτειναν, ὅσοι ξυνελήφθησαν, τῶν δὲ διαφυγόντων θάνατον καταγνόντες ἐπανεῖπον ἀργύριον τῷ ἀποκτείναντι. [6.60.5] κἀν τούτῳ οἱ μὲν παθόντες ἄδηλον ἦν εἰ ἀδίκως ἐτετιμώρηντο, ἡ μέντοι ἄλλη πόλις ἐν τῷ παρόντι περιφανῶς ὠφέλητο. [6.61.1] περὶ δὲ τοῦ Ἀλκιβιάδου ἐναγόντων τῶν ἐχθρῶν, οἵπερ καὶ πρὶν ἐκπλεῖν αὐτὸν ἐπέθεντο, χαλεπῶς οἱ Ἀθηναῖοι ἐλάμβανον· καὶ ἐπειδὴ τὸ τῶν Ἑρμῶν ᾤοντο σαφὲς ἔχειν, πολὺ δὴ μᾶλλον καὶ τὰ μυστικά, ὧν ἐπαίτιος ἦν, μετὰ τοῦ αὐτοῦ λόγου καὶ τῆς ξυνωμοσίας ἐπὶ τῷ δήμῳ ἀπ᾽ ἐκείνου ἐδόκει πραχθῆναι. [6.61.2] καὶ γάρ τις καὶ στρατιὰ Λακεδαιμονίων οὐ πολλὴ ἔτυχε κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον ἐν ᾧ περὶ ταῦτα ἐθορυβοῦντο μέχρι Ἰσθμοῦ παρελθοῦσα, πρὸς Βοιωτούς τι πράσσοντες. ἐδόκει οὖν ἐκείνου πράξαντος καὶ οὐ Βοιωτῶν ἕνεκα ἀπὸ ξυνθήματος ἥκειν, καὶ εἰ μὴ ἔφθασαν δὴ αὐτοὶ κατὰ τὸ μήνυμα ξυλλαβόντες τοὺς ἄνδρας, προδοθῆναι ἂν ἡ πόλις. καί τινα μίαν νύκτα καὶ κατέδαρθον ἐν Θησείῳ τῷ ἐν πόλει ἐν ὅπλοις. [6.61.3] οἵ τε ξένοι τοῦ Ἀλκιβιάδου οἱ ἐν Ἄργει κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον ὑπωπτεύθησαν τῷ δήμῳ ἐπιτίθεσθαι, καὶ τοὺς ὁμήρους τῶν Ἀργείων τοὺς ἐν ταῖς νήσοις κειμένους οἱ Ἀθηναῖοι τότε παρέδοσαν τῷ Ἀργείων δήμῳ διὰ ταῦτα διαχρήσασθαι. [6.61.4] πανταχόθεν τε περιειστήκει ὑποψία ἐς τὸν Ἀλκιβιάδην. ὥστε βουλόμενοι αὐτὸν ἐς κρίσιν ἀγαγόντες ἀποκτεῖναι, πέμπουσιν οὕτω τὴν Σαλαμινίαν ναῦν ἐς τὴν Σικελίαν ἐπί τε ἐκεῖνον καὶ ὧν πέρι ἄλλων ἐμεμήνυτο. [6.61.5] εἴρητο δὲ προειπεῖν αὐτῷ ἀπολογησομένῳ ἀκολουθεῖν, ξυλλαμβάνειν δὲ μή, θεραπεύοντες τό τε πρὸς τοὺς ἐν τῇ Σικελίᾳ στρατιώτας τε σφετέρους καὶ πολεμίους μὴ θορυβεῖν καὶ οὐχ ἥκιστα τοὺς Μαντινέας καὶ Ἀργείους βουλόμενοι παραμεῖναι, δι᾽ ἐκείνου νομίζοντες πεισθῆναι σφίσι ξυστρατεύειν. [6.61.6] καὶ ὁ μὲν ἔχων τὴν ἑαυτοῦ ναῦν καὶ οἱ ξυνδιαβεβλημένοι ἀπέπλεον μετὰ τῆς Σαλαμινίας ἐκ τῆς Σικελίας ὡς ἐς τὰς Ἀθήνας· καὶ ἐπειδὴ ἐγένοντο ἐν Θουρίοις, οὐκέτι ξυνείποντο, ἀλλ᾽ ἀπελθόντες ἀπὸ τῆς νεὼς οὐ φανεροὶ ἦσαν, δείσαντες τὸ ἐπὶ διαβολῇ ἐς δίκην καταπλεῦσαι. [6.61.7] οἱ δ᾽ ἐκ τῆς Σαλαμινίας τέως μὲν ἐζήτουν τὸν Ἀλκιβιάδην καὶ τοὺς μετ᾽ αὐτοῦ· ὡς δ᾽ οὐδαμοῦ φανεροὶ ἦσαν, ᾤχοντο ἀποπλέοντες. ὁ δὲ Ἀλκιβιάδης ἤδη φυγὰς ὢν οὐ πολὺ ὕστερον ἐπὶ πλοίου ἐπεραιώθη ἐς Πελοπόννησον ἐκ τῆς Θουρίας· οἱ δ᾽ Ἀθηναῖοι ἐρήμῃ δίκῃ θάνατον κατέγνωσαν αὐτοῦ τε καὶ τῶν μετ᾽ ἐκείνου.

[6.59.1] Έτσι, λοιπόν, η αιτία της συνωμοσίας του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος ήταν το ερωτικό πάθος που τους έσπρωξε, από ξαφνικό φόβο, στην τολμηρή τους πράξη. [6.59.2] Μετά απ᾽ αυτό η εξουσία των τυράννων έγινε πιο σκληρή για τους Αθηναίους και ο Ιππίας, που φοβόταν πια πολύ περισσότερο, σκότωνε πολλούς πολίτες και ταυτόχρονα έψαχνε να βρει ασφαλισμένο καταφύγιο στο εξωτερικό, για την περίπτωση που θα γινόταν επανάσταση. [6.59.3] Μετά απ᾽ αυτά, ο Ιππίας, Αθηναίος, έδωσε την κόρη του Αρχιδίκη στον Λαμψακηνό Αιαντίδη, γιο του Ιππόκλου, τυράννου της Λαμψάκου, γιατί ήξερε ότι είχε μεγάλη επιρροή στον βασιλέα Δαρείο. Στον τάφο της Αρχιδίκης που είναι στην Λάμψακο, υπάρχει η ακόλουθη επιγραφή:
Το χώμα αυτό σκεπάζει την Αρχιδίκη, κόρη του Ιππία,
που ήταν από τους πιο ξακουστούς Έλληνες της εποχής του.
Ήταν κόρη, γυναίκα, αδελφή και μητέρα τυράννων,
αλλά δεν άφησε να παρασυρθεί το πνεύμα της
από την υπεροψία.
[6.59.4] Ο Ιππίας κυβέρνησε τους Αθηναίους τρία ακόμα χρόνια και τον τέταρτο τον ανέτρεψαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι εξόριστοι Αλκμεωνίδες. Έφυγε, μετά από συμφωνία, στο Σίγειο και μετά πήγε κοντά στους Αιαντίδες, στην Λάμψακο. Από εκεί πήγε στον βασιλέα Δαρείο από όπου, είκοσι χρόνια αργότερα, γέρος πια, ακολούθησε τους Μήδους στον Μαραθώνα.
[6.60.1] Αυτά σκεπτόταν ο αθηναϊκός λαός και θυμόταν τα όσα είχε μάθει από την προφορική παράδοση και ήταν, την στιγμή εκείνη, εχθρικός και καχύποπτος με όσους είχαν κατηγορηθεί για την υπόθεση των Μυστηρίων και θεωρούσε ότι όλα είχαν γίνει από ολιγαρχικούς συνωμότες, που είχαν σκοπό να εγκαταστήσουν τυραννία. [6.60.2] Εξαιτίας του μεγάλου ερεθισμού του κόσμου, πολλοί και αξιόλογοι άνθρωποι είχαν πάει φυλακή και δεν υπήρχε καμιά ένδειξη ότι η κρίση θα περάσει, αλλά αντίθετα, τα πράγματα αγρίευαν κάθε μέρα και περισσότερο και γίνονταν πιο πολλές συλλήψεις. Τότε ένας από τους φυλακισμένους έπεισε έναν άλλον φυλακισμένο, εναντίον του οποίου υπήρχε η σοβαρότερη κατηγορία, να κάνει αποκαλύψεις, είτε αληθινές είτε όχι. Και για τις δύο εκδοχές μόνον υποθέσεις γίνονται και κανείς, ούτε τότε ούτ᾽ αργότερα, δεν μπόρεσε να βεβαιώσει ποιοί ήσαν οι πραγματικοί δράστες. [6.60.3] Τον έπεισε, λοιπόν, ότι έπρεπε, είτε ήταν ένοχος είτε όχι, να εξασφαλίσει ασυλία και να σωθεί και ν᾽ απαλλάξει την πολιτεία από την καχυποψία που κυριαρχούσε. Θα ήταν πιο βέβαιος ότι θα σωθεί αν ομολογούσε, έχοντας εξασφαλίσει την ατιμωρησία, παρά αν αρνιόταν και πήγαινε σε δίκη. [6.60.4] Κατήγγειλε, λοιπόν, τον εαυτό του και άλλους για τον ακρωτηριασμό των Ερμών. Ο αθηναϊκός λαός, που πίστεψε ότι έμαθε την αλήθεια, αισθάνθηκε μεγάλη ικανοποίηση επειδή πριν θεωρούσε ανυπόφορο να μην μπορεί να μάθει ποιοί είχαν συνωμοτήσει εναντίον του. Απελευθέρωσαν, λοιπόν, αμέσως τον καταδότη και όσους άλλους δεν είχε καταγγείλει και όσους είχαν κατηγορηθεί τους δίκασαν. Εκείνους τους οποίους είχαν συλλάβει, τους σκότωσαν, εκείνους που είχαν διαφύγει τους καταδίκασαν σε θάνατο και όρισαν χρηματική αμοιβή για όποιον τους σκότωνε. [6.60.5] Είναι άγνωστο αν όσοι εκτελέστηκαν τιμωρήθηκαν άδικα, αλλά είναι βέβαιο ότι ολόκληρη η πολιτεία ένιωσε μεγάλη ανακούφιση.
[6.61.1] Σχετικά με τον Αλκιβιάδη, οι διαθέσεις των Αθηναίων ήσαν πολύ κακές. Τους επηρέαζαν οι εχθροί του, οι ίδιοι εκείνοι που τον είχαν κατηγορήσει προτού ξεκινήσει. Και όταν νόμισαν ότι η υπόθεση των Ερμών είχε ξεκαθαριστεί, άρχισαν να πιστεύουν ότι και η υπόθεση των Μυστηρίων, για την οποία είχε κατηγορηθεί, ήταν δικό του έργο και είχε γίνει μετά από συνεννόηση μ᾽ εκείνους που συνωμοτούσαν εναντίον της Δημοκρατίας. [6.61.2] Την ίδια εποχή που τα πνεύματα ήσαν τόσο ταραγμένα, έτυχε να προχωρήσει έως τον Ισθμό μια μικρή δύναμη Λακεδαιμονίων για να διαπραγματευτούν με τους Βοιωτούς. Νόμισαν ότι ήταν ενέργεια του Αλκιβιάδη, ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν πάει εκεί όχι για τους Βοιωτούς, αλλά μετά από μήνυμα δικό του και ότι, αν δεν προλάβαιναν να συλλάβουν όσους είχαν κατηγορηθεί, η πολιτεία θα είχε προδοθεί. Μια νύχτα, μάλιστα, έμειναν με τα όπλα τους στο Θησείο, που βρίσκεται μέσα στην πόλη. [6.61.3] Την ίδια εποχή, στο Άργος, οι φίλοι του Αλκιβιάδη έγιναν ύποπτοι ότι κινούνται εναντίον της Δημοκρατίας και για τον λόγο αυτόν οι Αθηναίοι παραδώσαν στους Αργείους δημοκρατικούς όλους τους Αργείους ομήρους τους οποίους είχαν στα νησιά, για να τους σκοτώσουν. [6.61.4] Από όλα, λοιπόν, τα στοιχεία δημιουργήθηκαν υποψίες γύρω από το όνομα του Αλκιβιάδη. Έτσι, με σκοπό να τον δικάσουν και να τον σκοτώσουν, έστειλαν στην Σικελία την Σαλαμινία για να τον πιάσει τον ίδιο και όσους άλλους είχαν κατηγορηθεί. [6.61.5] Είχαν δώσει οδηγίες να τον καλέσουν να τους ακολουθήσει για να έρθει ν᾽ απολογηθεί, αλλά να μην τον συλλάβουν, επειδή δεν ήθελαν να προκαλέσουν αναταραχή στην Σικελία, τόσο στο δικό τους στράτευμα όσο και στους εχθρούς κι επειδή, κυρίως, ήθελαν να εξασφαλίσουν να μείνουν εκεί οι Μαντινείς και οι Αργείοι τους οποίους, καθώς πίστευαν οι Αθηναίοι, ο Αλκιβιάδης είχε πείσει να πάνε στην εκστρατεία. [6.61.6] Ο Αλκιβιάδης με το καράβι του και οι άλλοι συγκατηγορούμενοι, έφυγαν από την Σικελία ακολουθώντας την Σαλαμινία, τάχα για να πάνε στην Αθήνα. Αλλά όταν έφτασαν στους Θουρίους, έπαψαν να την ακολουθούν, εγκατέλειψαν το καράβι και εξαφανίστηκαν, γιατί φοβήθηκαν ότι, όταν φτάσουν θα τους δικάσουν με αιτιολογία συκοφαντίες. [6.61.7] Το πλήρωμα της Σαλαμινίας αναζήτησε, για λίγο, τον Αλκιβιάδη και τους συντρόφους του και καθώς δεν μπόρεσαν να τους βρουν πουθενά, έφυγαν με το καράβι τους. Ο Αλκιβιάδης, εξόριστος πια, πέρασε, λίγο αργότερα, από την Θουρία στην Πελοπόννησο μ᾽ εμπορικό καράβι. Οι Αθηναίοι τον δίκασαν ερήμην και τον καταδίκασαν σε θάνατο, αυτόν και τους συντρόφους του.