Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (6.27.1-6.31.6)

[6.27.1] Ἐν δὲ τούτῳ, ὅσοι Ἑρμαῖ ἦσαν λίθινοι ἐν τῇ πόλει τῇ Ἀθηναίων (εἰσὶ δὲ κατὰ τὸ ἐπιχώριον, ἡ τετράγωνος ἐργασία, πολλοὶ καὶ ἐν ἰδίοις προθύροις καὶ ἐν ἱεροῖς), μιᾷ νυκτὶ οἱ πλεῖστοι περιεκόπησαν τὰ πρόσωπα. [6.27.2] καὶ τοὺς δράσαντας ᾔδει οὐδείς, ἀλλὰ μεγάλοις μηνύτροις δημοσίᾳ οὗτοί τε ἐζητοῦντο καὶ προσέτι ἐψηφίσαντο, καὶ εἴ τις ἄλλο τι οἶδεν ἀσέβημα γεγενημένον, μηνύειν ἀδεῶς τὸν βουλόμενον καὶ ἀστῶν καὶ ξένων καὶ δούλων. [6.27.3] καὶ τὸ πρᾶγμα μειζόνως ἐλάμβανον· τοῦ τε γὰρ ἔκπλου οἰωνὸς ἐδόκει εἶναι καὶ ἐπὶ ξυνωμοσίᾳ ἅμα νεωτέρων πραγμάτων καὶ δήμου καταλύσεως γεγενῆσθαι. [6.28.1] μηνύεται οὖν ἀπὸ μετοίκων τέ τινων καὶ ἀκολούθων περὶ μὲν τῶν Ἑρμῶν οὐδέν, ἄλλων δὲ ἀγαλμάτων περικοπαί τινες πρότερον ὑπὸ νεωτέρων μετὰ παιδιᾶς καὶ οἴνου γεγενημέναι, καὶ τὰ μυστήρια ἅμα ὡς ποιεῖται ἐν οἰκίαις ἐφ᾽ ὕβρει· ὧν καὶ τὸν Ἀλκιβιάδην ἐπῃτιῶντο. [6.28.2] καὶ αὐτὰ ὑπολαμβάνοντες οἱ μάλιστα τῷ Ἀλκιβιάδῃ ἀχθόμενοι ἐμποδὼν ὄντι σφίσι μὴ αὐτοῖς τοῦ δήμου βεβαίως προεστάναι, καὶ νομίσαντες, εἰ αὐτὸν ἐξελάσειαν, πρῶτοι ἂν εἶναι, ἐμεγάλυνον καὶ ἐβόων ὡς ἐπὶ δήμου καταλύσει τά τε μυστικὰ καὶ ἡ τῶν Ἑρμῶν περικοπὴ γένοιτο καὶ οὐδὲν εἴη αὐτῶν ὅτι οὐ μετ᾽ ἐκείνου ἐπράχθη, ἐπιλέγοντες τεκμήρια τὴν ἄλλην αὐτοῦ ἐς τὰ ἐπιτηδεύματα οὐ δημοτικὴν παρανομίαν. [6.29.1] ὁ δ᾽ ἔν τε τῷ παρόντι πρὸς τὰ μηνύματα ἀπελογεῖτο καὶ ἑτοῖμος ἦν πρὶν ἐκπλεῖν κρίνεσθαι, εἴ τι τούτων εἰργασμένος ἦν (ἤδη γὰρ καὶ τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο), καὶ εἰ μὲν τούτων τι εἴργαστο, δίκην δοῦναι, εἰ δ᾽ ἀπολυθείη, ἄρχειν. [6.29.2] καὶ ἐπεμαρτύρετο μὴ ἀπόντος πέρι αὐτοῦ διαβολὰς ἀποδέχεσθαι, ἀλλ᾽ ἤδη ἀποκτείνειν, εἰ ἀδικεῖ, καὶ ὅτι σωφρονέστερον εἴη μὴ μετὰ τοιαύτης αἰτίας, πρὶν διαγνῶσι, πέμπειν αὐτὸν ἐπὶ τοσούτῳ στρατεύματι. [6.29.3] οἱ δ᾽ ἐχθροὶ δεδιότες τό τε στράτευμα μὴ εὔνουν ἔχῃ, ἢν ἤδη ἀγωνίζηται, ὅ τε δῆμος μὴ μαλακίζηται θεραπεύων ὅτι δι᾽ ἐκεῖνον οἵ τ᾽ Ἀργεῖοι ξυνεστράτευον καὶ τῶν Μαντινέων τινές, ἀπέτρεπον καὶ ἀπέσπευδον, ἄλλους ῥήτορας ἐνιέντες οἳ ἔλεγον νῦν μὲν πλεῖν αὐτὸν καὶ μὴ κατασχεῖν τὴν ἀναγωγήν, ἐλθόντα δὲ κρίνεσθαι ἐν ἡμέραις ῥηταῖς, βουλόμενοι ἐκ μείζονος διαβολῆς, ἣν ἔμελλον ῥᾷον αὐτοῦ ἀπόντος ποριεῖν, μετάπεμπτον κομισθέντα αὐτὸν ἀγωνίσασθαι. καὶ ἔδοξε πλεῖν τὸν Ἀλκιβιάδην.
[6.30.1] Μετὰ δὲ ταῦτα θέρους μεσοῦντος ἤδη ἡ ἀναγωγὴ ἐγίγνετο ἐς τὴν Σικελίαν. τῶν μὲν οὖν ξυμμάχων τοῖς πλείστοις καὶ ταῖς σιταγωγοῖς ὁλκάσι καὶ τοῖς πλοίοις καὶ ὅση ἄλλη παρασκευὴ ξυνείπετο πρότερον εἴρητο ἐς Κέρκυραν ξυλλέγεσθαι ὡς ἐκεῖθεν ἁθρόοις ἐπὶ ἄκραν Ἰαπυγίαν τὸν Ἰόνιον διαβαλοῦσιν· αὐτοὶ δ᾽ Ἀθηναῖοι καὶ εἴ τινες τῶν ξυμμάχων παρῆσαν, ἐς τὸν Πειραιᾶ καταβάντες ἐν ἡμέρᾳ ῥητῇ ἅμα ἕῳ ἐπλήρουν τὰς ναῦς ὡς ἀναξόμενοι. [6.30.2] ξυγκατέβη δὲ καὶ ὁ ἄλλος ὅμιλος ἅπας ὡς εἰπεῖν ὁ ἐν τῇ πόλει καὶ ἀστῶν καὶ ξένων, οἱ μὲν ἐπιχώριοι τοὺς σφετέρους αὐτῶν ἕκαστοι προπέμποντες, οἱ μὲν ἑταίρους, οἱ δὲ ξυγγενεῖς, οἱ δὲ υἱεῖς, καὶ μετ᾽ ἐλπίδος τε ἅμα ἰόντες καὶ ὀλοφυρμῶν, τὰ μὲν ὡς κτήσοιντο, τοὺς δ᾽ εἴ ποτε ὄψοιντο, ἐνθυμούμενοι ὅσον πλοῦν ἐκ τῆς σφετέρας ἀπεστέλλοντο. [6.31.1] καὶ ἐν τῷ παρόντι καιρῷ, ὡς ἤδη ἔμελλον μετὰ κινδύνων ἀλλήλους ἀπολιπεῖν, μᾶλλον αὐτοὺς ἐσῄει τὰ δεινὰ ἢ ὅτε ἐψηφίζοντο πλεῖν· ὅμως δὲ τῇ παρούσῃ ῥώμῃ, διὰ τὸ πλῆθος ἑκάστων ὧν ἑώρων, τῇ ὄψει ἀνεθάρσουν. οἱ δὲ ξένοι καὶ ὁ ἄλλος ὄχλος κατὰ θέαν ἧκεν ὡς ἐπ᾽ ἀξιόχρεων καὶ ἄπιστον διάνοιαν. παρασκευὴ γὰρ αὕτη πρώτη ἐκπλεύσασα μιᾶς πόλεως δυνάμει Ἑλληνικῇ πολυτελεστάτη δὴ καὶ εὐπρεπεστάτη τῶν ἐς ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἐγένετο. [6.31.2] ἀριθμῷ δὲ νεῶν καὶ ὁπλιτῶν καὶ ἡ ἐς Ἐπίδαυρον μετὰ Περικλέους καὶ ἡ αὐτὴ ἐς Ποτείδαιαν μετὰ Ἅγνωνος οὐκ ἐλάσσων ἦν· τετράκις γὰρ χίλιοι ὁπλῖται αὐτῶν Ἀθηναίων καὶ τριακόσιοι ἱππῆς καὶ τριήρεις ἑκατόν, καὶ Λεσβίων καὶ Χίων πεντήκοντα, καὶ ξύμμαχοι ἔτι πολλοὶ ξυνέπλευσαν. [6.31.3] ἀλλὰ ἐπί τε βραχεῖ πλῷ ὡρμήθησαν καὶ παρασκευῇ φαύλῃ, οὗτος δὲ ὁ στόλος ὡς χρόνιός τε ἐσόμενος καὶ κατ᾽ ἀμφότερα, οὗ ἂν δέῃ, καὶ ναυσὶ καὶ πεζῷ ἅμα ἐξαρτυθείς, τὸ μὲν ναυτικὸν μεγάλαις δαπάναις τῶν τε τριηράρχων καὶ τῆς πόλεως ἐκπονηθέν, τοῦ μὲν δημοσίου δραχμὴν τῆς ἡμέρας τῷ ναύτῃ ἑκάστῳ διδόντος καὶ ναῦς παρασχόντος κενὰς ἑξήκοντα μὲν ταχείας, τεσσαράκοντα δὲ ὁπλιταγωγοὺς καὶ ὑπηρεσίας ταύταις τὰς κρατίστας, τῶν ‹δὲ› τριηράρχων ἐπιφοράς τε πρὸς τῷ ἐκ δημοσίου μισθῷ διδόντων τοῖς θρανίταις τῶν ναυτῶν καὶ ταῖς ὑπηρεσίαις καὶ τἆλλα σημείοις καὶ κατασκευαῖς πολυτελέσι χρησαμένων, καὶ ἐς τὰ μακρότατα προθυμηθέντος ἑνὸς ἑκάστου ὅπως αὐτῷ τινὶ εὐπρεπείᾳ τε ἡ ναῦς μάλιστα προέξει καὶ τῷ ταχυναυτεῖν, τὸ δὲ πεζὸν καταλόγοις τε χρηστοῖς ἐκκριθὲν καὶ ὅπλων καὶ τῶν περὶ τὸ σῶμα σκευῶν μεγάλῃ σπουδῇ πρὸς ἀλλήλους ἁμιλληθέν. [6.31.4] ξυνέβη δὲ πρός τε σφᾶς αὐτοὺς ἅμα ἔριν γενέσθαι, ᾧ τις ἕκαστος προσετάχθη, καὶ ἐς τοὺς ἄλλους Ἕλληνας ἐπίδειξιν μᾶλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως καὶ ἐξουσίας ἢ ἐπὶ πολεμίους παρασκευήν. [6.31.5] εἰ γάρ τις ἐλογίσατο τήν τε τῆς πόλεως ἀνάλωσιν δημοσίαν καὶ τῶν στρατευομένων τὴν ἰδίαν, τῆς μὲν πόλεως ὅσα τε ἤδη προετετελέκει καὶ ἃ ἔχοντας τοὺς στρατηγοὺς ἀπέστελλε, τῶν δὲ ἰδιωτῶν ἅ τε περὶ τὸ σῶμά τις καὶ τριήραρχος ἐς τὴν ναῦν ἀνηλώκει καὶ ὅσα ἔτι ἔμελλεν ἀναλώσειν, χωρὶς δ᾽ ἃ εἰκὸς ἦν καὶ ἄνευ τοῦ ἐκ τοῦ δημοσίου μισθοῦ πάντα τινὰ παρασκευάσασθαι ἐφόδιον ὡς ἐπὶ χρόνιον στρατείαν, καὶ ὅσα ἐπὶ μεταβολῇ τις ἢ στρατιώτης ἢ ἔμπορος ἔχων ἔπλει, πολλὰ ἂν τάλαντα ηὑρέθη ἐκ τῆς πόλεως τὰ πάντα ἐξαγόμενα. [6.31.6] καὶ ὁ στόλος οὐχ ἧσσον τόλμης τε θάμβει καὶ ὄψεως λαμπρότητι περιβόητος ἐγένετο ἢ στρατιᾶς πρὸς οὓς ἐπῇσαν ὑπερβολῇ, καὶ ὅτι μέγιστος ἤδη διάπλους ἀπὸ τῆς οἰκείας καὶ ἐπὶ μεγίστῃ ἐλπίδι τῶν μελλόντων πρὸς τὰ ὑπάρχοντα ἐπεχειρήθη.

[6.27.1] Αλλά στο μεταξύ συνέβηκε όλοι οι λίθινοι Ερμαί της Αθήνας (είναι οι τετράγωνες αυτές στήλες που κατά το τοπικό έθιμο βρίσκονται μπροστά σε ιδιωτικές κατοικίες αλλά και σε ιερά) να βρεθούν οι περισσότεροι σε μια μόνο νύχτα μέσα, με τα πρόσωπά τους σπασμένα. [6.27.2] Κανείς δεν γνώριζε τους ενόχους, αλλά προκηρύχθηκαν δημοσία μεγάλες αμοιβές για να τους ανακαλύψουν και ψήφισαν, επίσης, ότι οποιοσδήποτε, είτε πολίτης είτε ξένος είτε δούλος ήξερε καμιάν άλλη ιεροσυλία, έπρεπε να την καταγγείλει χωρίς φόβο για το άτομό του. [6.27.3] Θεωρούσαν το πράγμα εξαιρετικά σοβαρό, γιατί νόμιζαν ότι ήταν κακό σημάδι για την εκστρατεία και ότι ήταν εκδήλωση συνωμοσίας για να γίνει επανάσταση και ν᾽ ανατραπεί η δημοκρατία.
[6.28.1] Μερικοί μέτοικοι και υπηρέτες, χωρίς ν᾽ αποκαλύψουν τίποτε για τους Ερμάς, έκαναν μια καταγγελία για προγενέστερους ακρωτηριασμούς άλλων αγαλμάτων, τους οποίους, για διασκέδαση, είχαν κάνει μεθυσμένοι νεαροί και αποκάλυψαν ταυτόχρονα ότι σε μερικά σπίτια γίνονταν παρωδίες των Μυστηρίων της Ελευσίνος. Μεταξύ άλλων, κατηγορούσαν και τον Αλκιβιάδη. [6.28.2] Υιοθετούσαν την κατηγορία οι εχθροί του Αλκιβιάδη, επειδή ήταν εμπόδιο για να γίνουν αυτοί ηγέτες των δημοκρατικών. Νομίζοντας ότι αν πετύχαιναν να τον διώξουν από την πολιτεία, θα γίνονταν αυτοί αρχηγοί της, εξόγκωσαν την κατηγορία και φώναζαν παντού ότι και η παρωδία των Μυστηρίων και ο ακρωτηριασμός των Ερμών είχαν σκοπό την ανατροπή του πολιτεύματος. Έλεγαν ότι τίποτε απ᾽ όλα αυτά δεν είχε γίνει χωρίς την ανάμειξή του και πρόσθεταν για επιχείρημα την εν γένει διαγωγή του, περιφρονητική του νόμου και αντιδημοκρατική.
[6.29.1] Ο Αλκιβιάδης αντίκρουσε τις κατηγορίες και ήταν έτοιμος, προτού ξεκινήσει για την εκστρατεία (είχαν τελειώσει όλες οι προετοιμασίες) να δικαστεί για το αν είχε πάρει μέρος στις ιεροσυλίες και αν τούτο αποδεικνυόταν, τότε να τιμωρηθεί, αν όμως αθωωνόταν, να μείνει στρατηγός. [6.29.2] Εξόρκιζε τους συμπολίτες του να μη δώσουν πίστη σε διαβολές όσο θ᾽ απουσίαζε, αλλά να τον θανατώσουν αμέσως αν ήταν ένοχος. Ήταν φρονιμότερο, έλεγε, να μην τον στείλουν στρατηγό σε μια τόσο σπουδαία εκστρατεία, όσο εκκρεμούσε εναντίον του τέτοια κατηγορία, προτού την ξεκαθαρίσουν. [6.29.3] Αλλά οι εχθροί του φοβόνταν ότι θα είχε την υποστήριξη του στρατού αν γινόταν δίκη αμέσως, και ότι ο λαός θα ήταν μαλακός απέναντί του και θα του έδειχνε επιείκεια, επειδή για χάρη του είχαν δεχτεί οι Αργείοι και μερικοί Μαντινείς, να ξεκινήσουν για την εκστρατεία. Γι᾽ αυτό και απέκρουαν την πρότασή του βάζοντας άλλους ρήτορες που υποστήριζαν ότι ο Αλκιβιάδης έπρεπε να φύγει και να μην καθυστερεί τον στόλο να ξεκινήσει. Όταν γύριζε, τότε θα παρουσιαζόταν σε δίκη μέσα σε τακτή προθεσμία. Σκοπός τους ήταν να τον ανακαλέσουν και να παρουσιαστεί σε δίκη όταν θα είχαν φουντώσει οι εναντίον του κατηγορίες, πράγμα που θα ήταν ευκολότερο να προκαλέσουν όσο εκείνος θα έλειπε. Αποφασίστηκε, λοιπόν, να φύγει ο Αλκιβιάδης.
[6.30.1] Μετά απ᾽ αυτά, και ενώ είχε περάσει το μισό καλοκαίρι, ξεκίνησε η εκστρατεία για την Σικελία. Προηγουμένως είχε δοθεί διαταγή, στους περισσότερους συμμάχους, στα σιταγωγά πλοία, στα μεταγωγικά και στην υπόλοιπη εφοδιοπομπή που ακολουθούσε, να συγκεντρωθούν στην Κέρκυρα, ώστε να περάσουν όλοι μαζί το Ιόνιο πέλαγος έως το ακρωτήριο Ιαπυγία. Οι Αθηναίοι και όσοι σύμμαχοί τους ήσαν στην Αθήνα, κατέβηκαν μιαν ορισμένη μέρα, με την αυγή, στον Πειραιά, και μπήκαν στα καράβια για να φύγουν. [6.30.2] Κατέβηκε μαζί όλος σχεδόν ο πληθυσμός της πολιτείας, πολίτες και ξένοι. Οι Αθηναίοι αποχαιρετούσαν τους δικούς τους, άλλοι τους φίλους τους, άλλοι τους συγγενείς τους, άλλοι τους γιους τους. Βάδιζαν με ελπίδες και θρήνους μαζί, γιατί θα είχαν βέβαια, νέες κατακτήσεις, αλλά τους δικούς τους ίσως να μην τους ξανάβλεπαν, γιατί αναλογίζονταν το μάκρος του ταξιδιού που θα έκαναν όσοι έφευγαν από την πατρίδα τους.
[6.31.1] Και την ώρα εκείνη που είχε έρθει η στιγμή του αποχωρισμού για ν᾽ αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο, συλλογίζονταν τα δεινά του πολέμου περισσότερο παρά όταν αποφάσιζαν την εκστρατεία, αλλά έπαιρναν πάλι θάρρος, βλέποντας μπροστά στα μάτια τους το πλήθος της προετοιμασίας, που φανέρωνε πόσο μεγάλη ήταν η δύναμή τους την εποχή εκείνη. Οι ξένοι και ο υπόλοιπος λαός είχαν πάει για να δουν το θέαμα, με την σκέψη ότι ήταν κάτι το εξαιρετικό που, και με την φαντασία ακόμα, ήταν δύσκολο να το συλλάβει κανείς. Πραγματικά η εκστρατεία αυτή ήταν η δαπανηρότερη και η λαμπρότερη από όσες, υπερπόντιες, είχαν οργανωθεί έως τότε από μια μόνο πολιτεία και με δυνάμεις καθαρά ελληνικές. [6.31.2] Σε αριθμό καραβιών και οπλιτών δεν ήταν μικρότερες ούτε η εκστρατεία του Περικλή εναντίον της Επιδαύρου, ούτε η εκστρατεία του Άγνωνος εναντίον της Ποτίδαιας. Τέσσερις χιλιάδες οπλίτες και τριακόσιοι ιππείς Αθηναίοι, εκατό αθηναϊκά καράβια, πενήντα καράβια από την Λέσβο και την Χίο και σύμμαχοι πολλοί είχαν ξεκινήσει τότε, [6.31.3] αλλά είχαν πάει σε κοντινή εκστρατεία και με μέτρια προετοιμασία. Ενώ τώρα ο στόλος έφευγε για πολύν καιρό και ήταν καλά εφοδιασμένος, ανάλογα με τις ανάγκες, και με καράβια και με πεζικό. Ο στόλος είχε ετοιμαστεί με μεγάλα έξοδα και του δημοσίου και των τριηραρχών. Το δημόσιο έδινε μια δραχμή την ημέρα σε κάθε ναύτη και προμήθευε εξήντα γρήγορα πολεμικά χωρίς πληρώματα και σαράντα οπλιταγωγά με επίλεκτα πληρώματα. Οι τριήραρχοι έδιναν από τα δικά τους πρόσθετο μισθό στους κωπηλάτες της πρώτης σειράς και στους ειδικευμένους ναύτες και είχαν στολίσει και διαρρυθμίσει με πολυτέλεια τα καράβια. Ο καθένας τους είχε κάνει προσπάθεια χωρίς να λογαριάζει τα έξοδα, ώστε το δικό του καράβι να ξεχωρίζει σε πολυτέλεια και ταχύτητα. Στο πεζικό είχαν διαλέξει επίλεκτους στρατιώτες από ελεγμένους καταλόγους και συναγωνίζονταν ποιός θα έχει τα καλύτερα όπλα και την ωραιότερη εξάρτυση. [6.31.4] Κατέληξε έτσι να αμιλλώνται μεταξύ τους, ο καθένας όπου είχε ταχθεί, και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να νομίζει κανείς ότι ετοιμάζεται περισσότερο μια επίδειξη δύναμης και μεγαλείου προς τους άλλους Έλληνες, παρά μια εκστρατεία εναντίον εχθρού. [6.31.5] Πραγματικά, αν υπολόγιζε κανείς τις δημόσιες δαπάνες και τα έξοδα του κάθε ιδιώτη που έφευγε —όσα, δηλαδή, είχε κιόλας ξοδέψει η πολιτεία και όσα είχε προκαταβάλει στους στρατηγούς που έφευγαν, αλλά και όσα οι ιδιώτες είχαν ξοδέψει για την ετοιμασία τους, και μαζί όσα έμελλαν να ξοδέψουν και ακόμα όσα, εκτός από τον δημόσιο μισθό, ήταν φυσικό να πάρει ο καθένας μαζί του για την μακροχρόνια συντήρησή του και όσα έπαιρναν μαζί τους, είτε έμποροι, είτε στρατιώτες, για να τα εμπορευτούν— θα έβρισκε ότι πάρα πολλά τάλαντα έβγαιναν από την πολιτεία. [6.31.6] Η εκστρατεία φημίστηκε πολύ όχι μόνο επειδή προκαλούσε έκπληξη η τόλμη της και θαυμασμό η λαμπρότητά της, αλλά κι επειδή ήταν δυσανάλογα μεγάλη προς τον εχθρό εναντίον του οποίου ξεκινούσε, καθώς κι επειδή ήταν το μακρύτερο ταξίδι κατά θάλασσα μακριά από την πατρίδα και το αναλάμβαναν έχοντας την ελπίδα να κυριέψουν εδάφη πολύ εκτεταμένα, αν τα σύγκρινε κανείς με τα όσα είχαν.