Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (6.6.1-6.7.4)

[6.6.1] Τοσαῦτα ἔθνη Ἑλλήνων καὶ βαρβάρων Σικελίαν ᾤκει, καὶ ἐπὶ τοσήνδε οὖσαν αὐτὴν οἱ Ἀθηναῖοι στρατεύειν ὥρμηντο, ἐφιέμενοι μὲν τῇ ἀληθεστάτῃ προφάσει τῆς πάσης ἄρξαι, βοηθεῖν δὲ ἅμα εὐπρεπῶς βουλόμενοι τοῖς ἑαυτῶν ξυγγενέσι καὶ τοῖς προσγεγενημένοις ξυμμάχοις. [6.6.2] μάλιστα δ᾽ αὐτοὺς ἐξώρμησαν Ἐγεσταίων [τε] πρέσβεις παρόντες καὶ προθυμότερον ἐπικαλούμενοι. ὅμοροι γὰρ ὄντες τοῖς Σελινουντίοις ἐς πόλεμον καθέστασαν περί τε γαμικῶν τινῶν καὶ περὶ γῆς ἀμφισβητήτου, καὶ οἱ Σελινούντιοι Συρακοσίους ἐπαγόμενοι ξυμμάχους κατεῖργον αὐτοὺς τῷ πολέμῳ καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλασσαν· ὥστε τὴν γενομένην ἐπὶ Λάχητος καὶ τοῦ προτέρου πολέμου Λεοντίνων οἱ Ἐγεσταῖοι ξυμμαχίαν ἀναμιμνῄσκοντες τοὺς Ἀθηναίους ἐδέοντο σφίσι ναῦς πέμψαντας ἐπαμῦναι, λέγοντες ἄλλα τε πολλὰ καὶ κεφάλαιον, εἰ Συρακόσιοι Λεοντίνους τε ἀναστήσαντες ἀτιμώρητοι γενήσονται καὶ τοὺς λοιποὺς ἔτι ξυμμάχους αὐτῶν διαφθείροντες αὐτοὶ τὴν ἅπασαν δύναμιν τῆς Σικελίας σχήσουσι, κίνδυνον εἶναι μή ποτε μεγάλῃ παρασκευῇ Δωριῆς τε Δωριεῦσι κατὰ τὸ ξυγγενὲς καὶ ἅμα ἄποικοι τοῖς ἐκπέμψασι Πελοποννησίοις βοηθήσαντες καὶ τὴν ἐκείνων δύναμιν ξυγκαθέλωσιν· σῶφρον δ᾽ εἶναι μετὰ τῶν ὑπολοίπων ἔτι ξυμμάχων ἀντέχειν τοῖς Συρακοσίοις, ἄλλως τε καὶ χρήματα σφῶν παρεξόντων ἐς τὸν πόλεμον ἱκανά. [6.6.3] ὧν ἀκούοντες οἱ Ἀθηναῖοι ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τῶν τε Ἐγεσταίων πολλάκις λεγόντων καὶ τῶν ξυναγορευόντων αὐτοῖς ἐψηφίσαντο πρέσβεις πέμψαι πρῶτον ἐς τὴν Ἔγεσταν περί τε τῶν χρημάτων σκεψομένους εἰ ὑπάρχει, ὥσπερ φασίν, ἐν τῷ κοινῷ καὶ ἐν τοῖς ἱεροῖς, καὶ τὰ τοῦ πολέμου ἅμα πρὸς τοὺς Σελινουντίους ἐν ὅτῳ ἐστὶν εἰσομένους.
[6.7.1] Καὶ οἱ μὲν πρέσβεις τῶν Ἀθηναίων ἀπεστάλησαν ἐς τὴν Σικελίαν· Λακεδαιμόνιοι δὲ τοῦ αὐτοῦ χειμῶνος καὶ οἱ ξύμμαχοι πλὴν Κορινθίων στρατεύσαντες ἐς τὴν Ἀργείαν τῆς τε γῆς ἔτεμον οὐ πολλὴν καὶ σῖτον ἀνεκομίσαντό τινα ζεύγη κομίσαντες, καὶ ἐς Ὀρνεὰς κατοικίσαντες τοὺς Ἀργείων φυγάδας καὶ τῆς ἄλλης στρατιᾶς παρακαταλιπόντες αὐτοῖς ὀλίγους, καὶ σπεισάμενοί τινα χρόνον ὥστε μὴ ἀδικεῖν Ὀρνεάτας καὶ Ἀργείους τὴν ἀλλήλων, ἀπεχώρησαν τῷ στρατῷ ἐπ᾽ οἴκου. [6.7.2] ἐλθόντων δὲ Ἀθηναίων οὐ πολλῷ ὕστερον ναυσὶ τριάκοντα καὶ ἑξακοσίοις ὁπλίταις, οἱ Ἀργεῖοι μετὰ τῶν Ἀθηναίων πανστρατιᾷ ἐξελθόντες τοὺς μὲν ἐν Ὀρνεαῖς μίαν ἡμέραν ἐπολιόρκουν· ὑπὸ δὲ νύκτα αὐλισαμένου τοῦ στρατεύματος ἄπωθεν ἐκδιδράσκουσιν οἱ ἐκ τῶν Ὀρνεῶν. καὶ τῇ ὑστεραίᾳ οἱ Ἀργεῖοι ὡς ᾔσθοντο, κατασκάψαντες τὰς Ὀρνεὰς ἀνεχώρησαν καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ὕστερον ταῖς ναυσὶν ἐπ᾽ οἴκου.
[6.7.3] Καὶ ἐς Μεθώνην τὴν ὅμορον Μακεδονίᾳ ἱππέας κατὰ θάλασσαν κομίσαντες Ἀθηναῖοι σφῶν τε αὐτῶν καὶ Μακεδόνων τοὺς παρὰ σφίσι φυγάδας ἐκακούργουν τὴν Περδίκκου. [6.7.4] Λακεδαιμόνιοι δὲ πέμψαντες παρὰ Χαλκιδέας τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης, ἄγοντας πρὸς Ἀθηναίους δεχημέρους σπονδάς, ξυμπολεμεῖν ἐκέλευον Περδίκκᾳ· οἱ δ᾽ οὐκ ἤθελον. καὶ ὁ χειμὼν ἐτελεύτα, καὶ ἕκτον καὶ δέκατον ἔτος ἐτελεύτα τῷ πολέμῳ τῷδε ὃν Θουκυδίδης ξυνέγραψεν.

[6.6.1] Αυτά ήσαν τα ελληνικά και βαρβαρικά φύλα που ήσαν εγκατεστημένα στην Σικελία και τέτοια ήταν η έκταση του νησιού εναντίον του οποίου οι Αθηναίοι ετοιμάζονταν να εκστρατεύσουν. Η πραγματική τους πρόθεση ήταν να την κατακτήσουν ολόκληρη, αλλά ήθελαν να έχουν και την ευλογοφανή πρόφαση ότι πηγαίνουν να βοηθήσουν τους ομοφύλους τους και τους συμμάχους που είχαν αποκτήσει. [6.6.2] Τους εξώθησαν, επίσης, πολύ και πρέσβεις από την Έγεστα που ήσαν στην Αθήνα και ζητούσαν επίμονα την βοήθειά τους. Ήσαν γείτονες με τους Σελινουντίους και είχαν πόλεμο μαζί τους για ζητήματα γάμων και για μια αμφισβητούμενη περιοχή και οι Σελινούντιοι, που είχαν εξασφαλίσει την βοήθεια των Συρακουσίων, τους πίεζαν πολύ με τις πολεμικές επιχειρήσεις τους και στην ξηρά και στην θάλασσα. Γι᾽ αυτό και οι Εγεσταίοι υπενθύμιζαν στους Αθηναίους την συμμαχία που είχε γίνει όταν, την εποχή του προηγούμενου πολέμου, ο Λάχης είχε κάνει εκστρατεία για να υποστηρίξει τους Λεοντίνους και τους ζητούσαν να στείλουν καράβια για να τους βοηθήσουν. Μεταχειρίζονταν πολλά επιχειρήματα, αλλά το κυριότερο ήταν ότι «αν οι Συρακούσιοι έδιωχναν τους Λεοντίνους κι έμεναν ατιμώρητοι, θα υπότασσαν και τους υπόλοιπους συμμάχους των Αθηναίων και θα ήσαν κύριοι ολόκληρης της Σικελίας. Και τότε θα ήταν κίνδυνος μήπως, κάποτε, έρθουν με μεγάλη εκστρατεία, Δωριείς αυτοί και άποικοι, να βοηθήσουν τους Δωριείς ομοφύλους τους της Πελοποννήσου, η οποία ήταν η κοιτίδα της καταγωγής τους, για να καταλύσουν μαζί τους την εξουσία της Αθήνας. Φρόνιμο θα ήταν οι Αθηναίοι, με όσους συμμάχους είχαν ακόμα, ν᾽ αντιταχθούν στους Συρακουσίους, αφού, μάλιστα, και οι ίδιοι οι Εγεσταίοι θα τους προμήθευαν πολλά χρήματα για τον πόλεμο». [6.6.3] Οι Αθηναίοι που τ᾽ άκουσαν αυτά να επαναλαμβάνονται πολλές φορές στην Εκκλησία του Δήμου από τους Εγεσταίους και από όσους τους υποστήριζαν, πήραν απόφαση να στείλουν πρώτα πρέσβεις στην Έγεστα για να εξακριβώσουν αν, όπως το βεβαίωναν οι Εγεσταίοι, υπήρχαν χρήματα στο δημόσιο ταμείο και στους ναούς και για να πληροφορηθούν σε ποιό σημείο βρισκόταν ο πόλεμος με τους Σελινουντίους.
[6.7.1] Οι Αθηναίοι, λοιπόν, έστειλαν πρέσβεις στην Σικελία. Τον ίδιο χειμώνα οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί τους, εκτός από τους Κορινθίους, εκστρατεύσαν στην Αργεία γη και ρήμαξαν μια μικρή της περιοχή. Πήραν και σιτάρι που το μεταφέραν με ζώα που είχαν φέρει μαζί τους. Εγκατέστησαν στις Ορνεές τους φυγάδες από το Άργος, άφησαν μαζί τους λίγες μονάδες του στρατού τους και, αφού έκαναν συνθήκη για ορισμένο χρονικό διάστημα σύμφωνα με την οποία οι Ορνεάτες και οι Αργείοι έπρεπε ν᾽ απέχουν ο καθένας από κάθε εχθρική επιχείρηση εναντίον του εδάφους του άλλου, γύρισαν στην πατρίδα τους με τον στρατό. [6.7.2] Λίγο αργότερα έφτασαν οι Αθηναίοι με τριάντα καράβια και εξακόσιους οπλίτες και οι Αργείοι, με όλο τον στρατό τους, βγήκαν μαζί τους και πολιόρκησαν τις Ορνεές για μια μέρα. Όταν έπεσε η νύχτα, καθώς ο στρατός είχε στρατοπεδεύσει μακρύτερα, οι πολιορκημένοι έφυγαν κρυφά από τις Ορνεές. Την επομένη, όταν οι Αργείοι το κατάλαβαν, κατεδάφισαν τις Ορνεές και αποσύρθηκαν. Και οι Αθηναίοι, ύστερα, έφυγαν κι αυτοί με τα καράβια τους, πίσω στην πατρίδα τους. [6.7.3] Οι Αθηναίοι είχαν μεταφέρει, από θάλασσα, στην Μεθώνη —την γειτονική της Μακεδονίας— ιππείς δικούς τους και φυγάδες Μακεδόνες που είχαν καταφύγει κοντά τους και κατέστρεψαν το έδαφος του Περδίκκα. [6.7.4] Οι Λακεδαιμόνιοι μήνυσαν στους Χαλκιδείς της Θράκης (οι οποίοι είχαν με τους Αθηναίους ανακωχή με ρήτρα καταγγελίας δέκα μέρες) να βοηθήσουν τον Περδίκκα, αλλά οι Χαλκιδείς αρνήθηκαν. Τέλειωσε ο χειμώνας και μαζί ο δέκατος έκτος χρόνος του πολέμου που ιστορεί ο Θουκυδίδης.