Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

[ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ]

[Φιλίππου] ἐπιστολή (12) (11-15)

[11] Περὶ μὲν οὖν τούτων πολλὰ λέγειν ἔχων ἔτι δίκαια, παραλιπεῖν προαιροῦμαι· Καρδιανοῖς δέ φημι βοηθεῖν, γεγονὼς αὐτοῖς πρὸ τῆς εἰρήνης σύμμαχος, οὐκ ἐθελόντων δ᾽ ὑμῶν ἐλθεῖν εἰς κρίσιν, πολλάκις μὲν ἐμοῦ δεηθέντος, οὐκ ὀλιγάκις δ᾽ ἐκείνων· ὥστε πῶς οὐκ ἂν εἴην πάντων φαυλότατος, εἰ καταλιπὼν τοὺς συμμάχους μᾶλλον ὑμῶν φροντίζοιμι τῶν πάντα μοι τρόπον ἐνοχλούντων ἢ τῶν βεβαίως μοι φίλων ἀεὶ μενόντων;
[12] Εἰ τοίνυν δεῖ μηδὲ τοῦτο παραλιπεῖν, εἰς τοσοῦτον ἐληλύθατε πλεονεξίας ὥστε πρότερον μὲν ἐνεκαλεῖτέ μοι τὰ προειρημένα μόνον, τὰ δ᾽ ὑπογυιότατα Πεπαρηθίων φασκόντων δεινὰ πεπονθέναι προσετάξατε τῷ στρατηγῷ δίκην παρ᾽ ἐμοῦ λαβεῖν ὑπὲρ ἐκείνων, οὓς ἐγὼ μὲν ἐτιμωρησάμην ἐνδεεστέρως ἢ προσῆκεν, ἐκεῖνοι δ᾽ εἰρήνης οὔσης καταλαβόντες Ἁλόννησον οὔτε τὸ χωρίον οὔτε τοὺς φρουροὺς ἀπεδίδοσαν πέμψαντος ὑπὲρ αὐτῶν ἐμοῦ πολλάκις. [13] ὑμεῖς δ᾽ ὧν μὲν ἠδίκησαν ἐμὲ Πεπαρήθιοι, τούτων μὲν οὐδὲν ἐπεσκέψασθε, τὴν δὲ τιμωρίαν, ἀκριβῶς εἰδότες. καίτοι τὴν νῆσον οὔτ᾽ ἐκείνους οὔθ᾽ ὑμᾶς ἀφειλόμην, ἀλλὰ τὸν λῃστὴν Σώστρατον. εἰ μὲν οὖν αὐτοί φατε παραδοῦναι Σωστράτῳ, λῃστὰς ὁμολογεῖτε καταπέμπειν· εἰ δ᾽ ἀκόντων ὑμῶν ἐκεῖνος ἐκράτει, τί δεινὸν πεπόνθατε λαβόντος ἐμοῦ καὶ τὸν τόπον τοῖς πλέουσιν ἀσφαλῆ παρέχοντος; [14] τοσαύτην δέ μου ποιουμένου πρόνοιαν τῆς ὑμετέρας πόλεως, καὶ διδόντος αὐτῇ τὴν νῆσον, οἱ ῥήτορες λαμβάνειν μὲν οὐκ εἴων, ἀπολαβεῖν δὲ συνεβούλευον, ὅπως ὑπομείνας μὲν τὸ προσταττόμενον τὴν ἀλλοτρίαν ἔχειν ὁμολογῶ, μὴ προέμενος δὲ τὸ χωρίον ὕποπτος γένωμαι τῷ πλήθει. γνοὺς ἐγὼ ταῦτα προὐκαλούμην κριθῆναι περὶ τούτων πρὸς ἡμᾶς, ἵν᾽ ἐὰν μὲν ἐμὴ γνωσθῇ, παρ᾽ ἐμοῦ δοθῇ τὸ χωρίον ὑμῖν, ἐὰν δ᾽ ὑμετέρα κριθῇ, τότ᾽ ἀποδῶ τῷ δήμῳ. [15] ταῦτα δ᾽ ἐμοῦ πολλάκις ἀξιοῦντος, ὑμεῖς μὲν οὐ προσείχετε, Πεπαρήθιοι δὲ τὴν νῆσον κατέλαβον. τί οὖν ἐχρῆν με ποιεῖν; οὐ δίκην λαβεῖν παρὰ τῶν ὑπερβεβηκότων τοὺς ὅρκους; οὐ τιμωρήσασθαι τοὺς οὕτως ὑπερηφάνως ἀσελγαίνοντας; καὶ γὰρ εἰ Πεπαρηθίων ἦν ἡ νῆσος, τί προσῆκεν ἀπαιτεῖν Ἀθηναίους; εἰ δ᾽ ὑμετέρα, πῶς οὐκ ἐκείνοις ὀργίζεσθε καταλαβοῦσι τὴν ἀλλοτρίαν;

[11] Μολονότι μπορώ να αναφέρω πολλά ακόμη δίκαια παράπονα, προτιμώ να τα παραλείψω. Ωστόσο, παραδέχομαι ότι βοηθώ τους Καρδιανούς, γιατί υπήρξα σύμμαχός τους πριν από την ειρήνη, αφού εσείς αρνηθήκατε να προσφύγετε σε διαιτησία, παρόλο που και εγώ σας το ζήτησα επανειλημμένα, αλλά και εκείνοι όχι λιγότερες φορές. Επομένως, δεν θα ήμουν ο χειρότερος από όλους τους ανθρώπους, αν εγκαταλείποντας τους συμμάχους μου ενδιαφερόμουν περισσότερο για σας, που με κάθε τρόπο με ενοχλείτε, παρά για εκείνους που παραμένουν πάντοτε σταθεροί φίλοι μου;
[12] Δεν πρέπει ακόμη να παραλείψω να αναφέρω και τούτο: έχετε γίνει τόσο αλαζόνες, ώστε, ενώ προηγουμένως με κατηγορούσατε μόνο για όσα έχω πει, τώρα τελευταία, που οι Πεπαρήθιοι ισχυρίζονται ότι έχουν πάθει φοβερά, δώσατε διαταγή στον στρατηγό σας να με εκδικηθεί για λογαριασμό τους. Ωστόσο, εγώ τους τιμώρησα επιεικέστερα από ό,τι τους άξιζε, αφού κατέλαβαν την Αλόννησο σε περίοδο ειρήνης και αρνιόνταν να μου επιστρέψουν τόσο το νησί όσο και τη φρουρά του, μολονότι πολλές φορές τους διεμήνυσα γι᾽ αυτά τα ζητήματα. [13] Αλλά εσείς, μόλο που γνωρίζατε επακριβώς τις αδικίες που μου έκαναν οι Πεπαρήθιοι, δεν εξετάσατε καμιά από αυτές, αλλά λάβατε υπόψη σας (: υπολογίσατε) μόνο την τιμωρία. Και όμως δεν πήρα το νησί ούτε από εκείνους ούτε από σας, αλλά από τον πειρατή τον Σώστρατο. Αν λοιπόν παραδέχεστε ότι εσείς οι ίδιοι παραδώσατε την Αλόννησο στον Σώστρατο, είναι σαν να ομολογείτε ότι στέλνετε πειρατές· αν πάλι εκείνος είχε υπό την κατοχή του το νησί παρά τη θέλησή σας, τότε τι κακό έχετε πάθει που το κατέλαβα εγώ και κατέστησα τη θαλάσσια αυτή περιοχή ασφαλή στους ταξιδιώτες; [14] Και ενώ εγώ έδειχνα τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για την πόλη σας και πρόσφερα σ᾽ αυτήν το νησί, οι ρήτορές σας δεν σας άφηναν να το δεχτείτε ως δώρο, αλλά σας συμβούλευαν να απαιτήσετε την παράδοσή του, με σκοπό, αν δεχόμουν την απαίτησή τους, να παραδεχτώ ότι κατέχω ξένο έδαφος, αν πάλι δεν επέστρεφα την Αλόννησο, να καταστώ ύποπτος στον λαό. Έχοντας εγώ επίγνωση αυτών, σας καλούσα να προσφύγουμε σε διαιτησία σχετικά με αυτές τις διαφορές μας, ώστε, αν βγει απόφαση ότι η Αλόννησος είναι δική μου, να δοθεί ως δώρο από εμένα σε σας· αν πάλι η διαιτησία αποφανθεί ότι είναι δική σας, τότε να αποδοθεί στον λαό σας. [15] Αλλά, ενώ εγώ επανειλημμένως αξίωνα αυτήν τη λύση ως ορθή, εσείς δεν δίνατε σημασία· έτσι, οι Πεπαρήθιοι κατέλαβαν το νησί. Τι λοιπόν έπρεπε να κάνω; Να μην τιμωρήσω αυτούς που είχαν παραβιάσει τους όρκους τους; Να μην πάρω εκδίκηση από αυτούς που συμπεριφέρονταν τόσο προσβλητικά; Γιατί, αν το νησί ανήκε στους Πεπαρηθίους, με ποιο δικαίωμα το ζητούσατε πίσω εσείς οι Αθηναίοι; Αν πάλι ήταν δικό σας, τότε γιατί δεν εξοργίζεστε με εκείνους που κατέλαβαν ξένο έδαφος;