Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ

Διθύραμβοι (4.31-4.60)


‹ΧΟ.› Τίνα δ᾽ ἔμμεν πόθεν ἄνδρα τοῦτον [στρ. γ]
λέγει, τίνα τε στολὰν ἔχοντα;
πότερα σὺν πολεμηΐοις ὅ-
πλοισι στρατιὰν ἄγοντα πολλάν;
35 ἢ μοῦνον σὺν ὀπάοσιν
στείχειν ἔμπορον οἷ᾽ ἀλάταν
ἐπ᾽ ἀλλοδαμίαν,
ἰσχυρόν τε καὶ ἄλκιμον
ὧδε καὶ θρασύν, ὃς τ‹οσ›ούτων
40ἀνδρῶν κρατερὸν σθένος
ἔσχεν; ἦ θεὸς αὐτὸν ὁρμᾷ,
δίκας ἀδίκοισιν ὄφρα μήσεται·
οὐ γὰρ ῥᾴδιον αἰὲν ἔρ-
δοντα μὴ ᾽ντυχεῖν κακῷ.
45 πάντ᾽ ἐν τῷ δολιχῷ χρόνῳ τελεῖται.

‹ΑΙΓ.› Δύο οἱ φῶτε μόνους ἁμαρτεῖν [στρ. δ]
λέγει, περὶ φαιδίμοισι δ᾽ ὤμοις
ξίφος ἔχειν ‹ἐλεφαντόκωπον›
ξεστοὺς δὲ δύ᾽ ἐν χέρεσσ᾽ ἄκοντας
50 κηὔτυκτον κυνέαν Λάκαι-
ναν κρατὸς πέρι πυρσοχαίτου·
χιτῶνα πορφύρεον
στέρνοις τ᾽ ἀμφί, καὶ οὔλιον
Θεσσαλὰν χλαμύδ᾽· ὀμμάτων δὲ
55στίλβειν ἄπο Λαμνίαν
φοίνισσαν φλόγα· παῖδα δ᾽ ἔμμεν
πρώθηβον, ἀρηΐων δ᾽ ἀθυρμάτων
μεμνᾶσθαι πολέμου τε καὶ
χαλκεοκτύπου μάχας·
60 δίζησθαι δὲ φιλαγλάους Ἀθάνας.


―Ποιό παλικάρι να ᾽ναι κι από πού; [στρ. γ]
και τί στολή φορεί; τί λέει ο κράχτης;
Πολύ στρατό οπλισμένον οδηγεί
ή μόνος, μ᾽ ένα δυο οπαδούς, γυρνά στα ξένα μέρη
ταξιδευτής περαστικός;
Δύναμη θα ᾽χει κι αντοχή
και θα ᾽ναι απόκοτος πολύ,
για να μπορεί τόσων αντρών
40τη γεροσύνη να νικά·
ίσως ακόμα ένας θεός
να τον κεντά, για να παιδεύει εκείνους
που κάνουν το κακό· δεν είναι δα
κι εύκολο, σε άλλους συμφορές σα φέρνεις, να μην πάθεις
κάποια κι εσύ· με τον καιρό
τα πράγματα όλα βρίσκουν ένα τέλος.

―Έχει, έτσι λέει, δυο μόνο συνοδούς· [στρ. δ]
απ᾽ τους λαμπρούς τούς ώμους κρεμασμένο
σπαθί με φιλντισένια τη λαβή·
πελεκητά στα χέρια του κρατά δυο ακόντια· κράνος
50καλόφτιαχτο, λακωνικό,
σκέπει τα ρούσα του μαλλιά·
στο στήθος γύρω, πορφυρός
χιτώνας και θεσσαλική
σγουρή χλαμύδα· λάμπουνε
τα μάτια σαν από λημνιά
κόκκινη φλόγα· κι είναι, λένε, αγόρι
νιούτσικο ακόμα, αλλά πολεμικά
παιχνίδια πάντα μελετά, στους μπρούτζινους της μάχης
βρόντους ο νους του αδιάκοπα.
60Και στη λαμπρή ζητά να φτάσει Αθήνα.


Και ποιός λέει πως είναι και πούθε κρατάει [στρ. γ]
ο άντρας αυτός και τί ρούχα φορεί;
Στράτεμα σέρνει μαζί του πολύ
αρματωμένο για πόλεμο
ή μονάχος με δούλους του
πηγαίνει, καθώς στρατολάτης
τριγυρνώντας στα ξένα;
Κι είναι τόσο γερός και γενναίος
και τόλμη γεμάτος, που τέτοιους
40άντρες δυνατούς καταπόνεσε;
Δίχως άλλο θεός τονε σπρώχνει
τιμωρίες να δώσει στους άδικους,
επειδή δεν είν᾽ εύκολο πάντα
να κάνει κανείς το κακό και να μη το πληρώσει.
Όλα το τέλος τους έχουν μες στου χρόνου το διάβα.

Λέει, πως τον συνοδεύουνε δυο άντρες μονάχα, [στρ. δ]
κι απ᾽ τους λαμπρούς του τους ώμους
σπαθί με λαβήν από φίλντισι κρέμεται·
και στα χέρια κρατάει δυο κοντάρια μικρά
50γυαλιστερά, και φορεί στο ξανθό του κεφάλι
καλοφτιασμένη λακωνική περικεφαλαία.
και πουκάμισο μόρικο
τριγύρω απ᾽ τα στήθη, και μάλλινο
θεσσαλικό πανωφόρι·
κι ότι τα μάτια του αστράφτουν σαν κόκκινη
λημνιώτικη φλόγα· κι οτ᾽ είναι
παλικάρι αγένειο, και του Άρη
τα παιγνίδια τού αρέσουν
κι ο πόλεμος κι η χαλκόβροντη μάχη·
60κι ότι γυρεύει να βρει τη λαμπρή την Αθήνα.