Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΠΤΑ ΣΟΦΟΙ: ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον (Ἠθικὰ 146b-164d) (163a-163d)


[20] Ἔφη τοίνυν ὁ Πιττακὸς ἔνδοξον εἶναι καὶ μνημονευόμενον ὑπὸ πολλῶν τὸν λόγον. χρησμοῦ γὰρ γενομένου τοῖς οἰκίζουσι Λέσβον, ὅταν ἕρματι [163b] πλέοντες προστύχωσιν ὃ καλεῖται Μεσόγειον, τότ᾽ ἐνταῦθα Ποσειδῶνι μὲν ταῦρον Ἀμφιτρίτῃ δὲ καὶ Νηρηίσι ζῶσαν καθεῖναι παρθένον· ὄντων οὖν ἀρχηγετῶν ἑπτὰ καὶ βασιλέων, ὀγδόου δὲ τοῦ Ἐχελάου πυθοχρήστου τῆς ἀποικίας ἡγεμόνος, οὗτος μὲν ἠίθεος ἦν ἔτι, τῶν δ᾽ ἑπτὰ κληρουμένων, ὅσοις ἄγαμοι παῖδες ἦσαν, καταλαμβάνει θυγατέρα Σμινθέως ὁ κλῆρος. ἣν ἐσθῆτι καὶ χρυσῷ κοσμήσαντες, ὡς ἐγένοντο κατὰ τὸν τόπον, ἔμελλον εὐξάμενοι καθήσειν. ἔτυχε δέ τις ἐρῶν αὐτῆς τῶν συμπλεόντων, οὐκ ἀγεννὴς ὡς ἔοικε νεανίας, [163c] οὗ καὶ τοὔνομα διαμνημονεύουσιν Ἔναλον. οὗτος ἀμήχανόν τινα τοῦ βοηθεῖν τῇ παρθένῳ προθυμίαν ἐν τῷ τότε πάθει λαβὼν παρὰ τὸν καιρὸν ὥρμησε καὶ περιπλακεὶς ὁμοῦ συγκαθῆκεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν. εὐθὺς μὲν οὖν φήμη τις οὐκ ἔχουσα τὸ βέβαιον, ἄλλως δὲ πείθουσα πολλοὺς ἐν τῷ στρατοπέδῳ διηνέχθη περὶ σωτηρίας αὐτῶν καὶ κομιδῆς. ὑστέρῳ δὲ χρόνῳ τὸν Ἔναλόν φασιν ἐν Λέσβῳ φανῆναι καὶ λέγειν ὡς ὑπὸ δελφίνων φορητοὶ διὰ θαλάττης ἐκπέσοιεν ἀβλαβεῖς εἰς τὴν ἤπειρον, ἔτι δ᾽ ἄλλα θειότερα τούτων ἐκπλήττοντα καὶ κηλοῦντα τοὺς πολλοὺς διηγεῖσθαι, [163d] πάντων δὲ πίστιν ἔργῳ παρασχεῖν. κύματος γὰρ ἠλιβάτου περὶ τὴν νῆσον αἰρομένου καὶ τῶν ἀνθρώπων δεδιότων, ἀπαντῆσαι μόνον τῇ θαλάττῃ, καὶ ἕπεσθαι πολύποδας αὐτῷ πρὸς τὸ ἱερὸν τοῦ Ποσειδῶνος· ὧν τοῦ μεγίστου λίθον κομίζοντος λαβεῖν τὸν Ἔναλον καὶ ἀναθεῖναι, καὶ τοῦτον Ἔναλον καλοῦμεν. «Καθόλου δ᾽,» εἶπεν, «εἴ τις εἰδείη διαφορὰν ἀδυνάτου καὶ ἀσυνήθους καὶ παραλόγου καὶ παραδόξου, μάλιστ᾽ ἄν, ὦ Χίλων, καὶ μήτε πιστεύων ὡς ἔτυχε μήτ᾽ ἀπιστῶν, τὸ “μηδὲν ἄγαν” ὡς σὺ προσέταξας διαφυλάττοι.»


[20] Είπε λοιπόν ο Πιττακός ότι είναι μια περίφημη ιστορία, που τη μνημονεύουν πολλοί: Είχε δοθεί χρησμός στους πρώτους οικιστές της Λέσβου, ότι, όταν [163b] στο ταξίδι τους θα συναντούσαν τον ύφαλο που λέγεται «Μεσόγειος», εκεί να ρίξουν στη θάλασσα έναν ταύρο για τον Ποσειδώνα και ένα ζωντανό κορίτσι για την Αμφιτρίτη και για τις Νηρηίδες. Οι αρχηγοί και βασιλιάδες ήταν εφτά και όγδοος ο Εχέλαος, που το μαντείο των Δελφών τον είχε ορίσει αρχηγό της αποικίας. Αυτός ήταν ακόμη άγαμο παλικάρι. Όσοι λοιπόν από τους εφτά είχαν άγαμες θυγατέρες μπήκαν στον κλήρο, και ο κλήρος έπεσε στην κόρη του Σμινθέα. Τη στόλισαν, τότε, με όμορφα ρούχα και χρυσά κοσμήματα και, μόλις έφτασαν στον ορισμένο τόπο, ετοιμάστηκαν να προσευχηθούν και να τη ρίξουν στη θάλασσα. Έτυχε όμως να είναι ερωτευμένος μαζί της ένας από τους συμπλέοντες, ένας νέος από καλή, καθώς φαίνεται, οικογένεια, [163c] που μας παραδόθηκε και το όνομά του: Έναλος. Αυτός λοιπόν ο Έναλος, κυριευμένος από μια δίχως καμιά ελπίδα επιθυμία να βοηθήσει το κορίτσι στη δυστυχία που το βρήκε, όρμησε κατά την κρίσιμη στιγμή, την αγκάλιασε με τα χέρια του και ρίχτηκε μαζί της στη θάλασσα. Αμέσως λοιπόν διαδόθηκε μια αβάσιμη φήμη, που, εν πάση περιπτώσει, έγινε πιστευτή από ένα μεγάλο μέρος του πλήθους, ότι σώθηκαν και διακομίστηκαν αβλαβείς. Λένε ότι ο Έναλος εμφανίστηκε αργότερα στη Λέσβο και έλεγε ότι τους κουβάλησαν δελφίνια μέσα στη θάλασσα και τους απέθεσαν στη στεριά χωρίς να έχουν πάθει κανένα κακό· ακόμη ότι διηγούνταν και άλλα, πιο θαυμαστά από αυτά, που άφηναν κατάπληκτο και μαγεμένο τον κόσμο, [163d] και ότι όλα αυτά τα απέδειξε με κάτι που έκανε. Όταν δηλαδή ένα πανύψηλο κύμα σηκώθηκε γύρω από το νησί και όλος ο κόσμος φοβήθηκε, αυτός, μόνος από όλους, πήγε προς τη θάλασσα και από πίσω του ακολουθούσαν χταπόδια προς το ναό του Ποσειδώνα. Το πιο μεγάλο από αυτά κουβαλούσε μια πέτρα, που την πήρε ο Έναλος και την αφιέρωσε στον θεό: στην πέτρα αυτή δίνουμε σήμερα το όνομα Έναλος. «Και γενικά», είπε, «αν κανείς γνωρίζει τί διαφορά υπάρχει ανάμεσα στο αδύνατο και το ασυνήθιστο, ανάμεσα στο παράλογο και το απροσδόκητο, αυτός μπορεί, Χίλωνα, να τηρεί το “Ποτέ, καμιά υπερβολή”, όπως σύστησες εσύ, χωρίς να πιστεύει, αλλά και χωρίς να απιστεί έτσι, στην τύχη».