Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΠΤΑ ΣΟΦΟΙ: ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον (Ἠθικὰ 146b-164d) (161b-162b)


Κομίσαντες οὖν ἐπὶ σκηνὴν αὐτόν, ὡς οὐδὲν εἶχε κακὸν ἀλλ᾽ ἢ διὰ τάχος καὶ ῥοῖζον ἐφαίνετο τῆς φορᾶς ἐκλελυμένος καὶ κεκμηκώς, ἠκούσαμεν λόγον ἄπιστον ἅπασι πλὴν ἡμῶν τῶν θεασαμένων τὸ τέλος. ἔλεγε γὰρ Ἀρίων ὡς πάλαι μὲν ἐγνωκὼς ἐκ τῆς Ἰταλίας ἀπαίρειν, Περιάνδρου δὲ γράψαντος αὐτῷ προθυμότερος γενόμενος ὁλκάδος Κορινθίας παραφανείσης εὐθὺς ἐπιβὰς ἀναχθείη, μετρίῳ δὲ πνεύματι χρωμένων ἡμέρας τρεῖς αἴσθοιτο τοὺς [161c] ναύτας ἐπιβουλεύοντας ἀνελεῖν αὐτόν, εἶτα καὶ παρὰ τοῦ κυβερνήτου πύθοιτο κρύφα μηνύσαντος ὡς τῇ νυκτὶ τοῦτο δρᾶν αὐτοῖς εἴη δεδογμένον. ἔρημος οὖν ὢν βοηθείας καὶ ἀπορῶν ὁρμῇ τινι χρήσαιτο δαιμονίῳ τὸ μὲν σῶμα κοσμῆσαι καὶ λαβεῖν ἐντάφιον αὑτῷ τὸν ἐναγώνιον ἔτι ζῶν κόσμον, ἐπᾷσαι δὲ τῷ βίῳ τελευτῶν καὶ μὴ γενέσθαι κατὰ τοῦτο τῶν κύκνων ἀγεννέστερος. ἐσκευασμένος οὖν καὶ προειπὼν ὅτι προθυμία τις αὐτὸν ἔχοι τῶν νόμων διελθεῖν τὸν Πυθικὸν ὑπὲρ σωτηρίας αὑτοῦ καὶ τῆς νεὼς καὶ τῶν ἐμπλεόντων, [161d] καταστὰς παρὰ τὸν τοῖχον ἐν πρύμνῃ καί τινα θεῶν πελαγίων ἀνάκλησιν προανακρουσάμενος ᾄδοι τὸν νόμον. καὶ ὅσον οὔπω μεσοῦντος αὐτοῦ καταδύοιτο μὲν ὁ ἥλιος εἰς τὴν θάλατταν, ἀναφαίνοιτο δ᾽ ἡ Πελοπόννησος. οὐκέτ᾽ οὖν τῶν ναυτῶν τὴν νύκτα περιμενόντων ἀλλὰ χωρούντων ἐπὶ τὸν φόνον, ἰδὼν ξίφη γεγυμνωμένα καὶ παρακαλυπτόμενον ἤδη τὸν κυβερνήτην, ἀναδραμὼν ῥίψειεν ἑαυτὸν ὡς δυνατὸν ἦν μάλιστα πόρρω τῆς ὁλκάδος. πρὶν δ᾽ ὅλον καταδῦναι τὸ σῶμα δελφίνων ὑποδραμόντων ἀναφέροιτο, μεστὸς ὢν ἀπορίας καὶ ἀγνοίας καὶ ταραχῆς τὸ πρῶτον· ἐπεὶ δὲ ῥᾳστώνη τῆς ὀχήσεως ἦν, καὶ πολλοὺς ἑώρα ἀθροιζομένους [161e] περὶ αὐτὸν εὐμενῶς καὶ διαδεχομένους ὡς ἀναγκαῖον ἐν μέρει λειτούργημα καὶ προσῆκον πᾶσιν, ἡ δ᾽ ὁλκὰς ἀπολειφθεῖσα πόρρω τοῦ τάχους αἴσθησιν παρεῖχε, μήτε τοσοῦτον ἔφη δέους πρὸς θάνατον αὐτῷ μήτ᾽ ἐπιθυμίας τοῦ ζῆν ὅσον φιλοτιμίας ἐγγενέσθαι πρὸς τὴν σωτηρίαν, ὡς θεοφιλὴς ἀνὴρ φανείη καὶ λάβοι περὶ θεῶν δόξαν βέβαιον. ἅμα δὲ καθορῶν τὸν οὐρανὸν ἀστέρων περίπλεων καὶ τὴν σελήνην ἀνίσχουσαν εὐφεγγῆ καὶ καθαράν, [161f] ἑστώσης δὲ πάντῃ τῆς θαλάττης ἀκύμονος ὥσπερ τρίβον ἀνασχιζόμενον τῷ δρόμῳ, διανοεῖσθαι πρὸς αὑτὸν ὡς οὐκ ἔστιν εἷς ὁ τῆς Δίκης ὀφθαλμός, ἀλλὰ πᾶσι τούτοις ἐπισκοπεῖ κύκλῳ ὁ θεὸς τὰ πραττόμενα περὶ γῆν τε καὶ θάλατταν. τούτοις δὲ δὴ τοῖς λογισμοῖς ἔφη τὸ κάμνον αὐτῷ καὶ βαρυνόμενον ἤδη τοῦ σώματος ἀναφέρεσθαι, καὶ τέλος ἐπεὶ τῆς ἄκρας ἀπαντώσης ἀποτόμου καὶ ὑψηλῆς εὖ πως φυλαξάμενοι καὶ κάμψαντες ἐν χρῷ παρενήχοντο τῆς γῆς ὥσπερ εἰς λιμένα σκάφος ἀσφαλῶς [162a] κατάγοντες, παντάπασιν αἰσθέσθαι θεοῦ κυβερνήσει γεγονέναι τὴν κομιδήν.
Ταῦθ᾽,» ὁ Γόργος ἔφη, «τοῦ Ἀρίονος εἰπόντος, ἠρόμην αὐτὸν ὅποι τὴν ναῦν οἴεται κατασχήσειν. ὁ δὲ πάντως μὲν εἰς Κόρινθον, πολὺ μέντοι καθυστερεῖν· αὐτὸν γὰρ ἑσπέρας ἐκπεσόντα πεντακοσίων οὐ μεῖον οἴεσθαι σταδίων δρόμον κομισθῆναι, καὶ γαλήνην εὐθὺς κατασχεῖν.» οὐ μὴν ἀλλ᾽ ἑαυτὸν ὁ Γόργος ἔφη πυθόμενον τοῦ τε ναυκλήρου τοὔνομα καὶ τοῦ κυβερνήτου καὶ τῆς νεὼς τὸ παράσημον ἐκπέμψαι πλοῖα καὶ στρατιώτας ἐπὶ τὰς κατάρσεις [162b] παραφυλάξοντας· τὸν δ᾽ Ἀρίονα μετ᾽ αὐτοῦ κομίζειν ἀποκεκρυμμένον, ὅπως μὴ προαισθόμενοι τὴν σωτηρίαν διαφύγοιεν· ὄντως οὖν ἐοικέναι θείᾳ τύχῃ τὸ πρᾶγμα· παρεῖναι γὰρ αὐτοὺς ἅμα δεῦρο καὶ πυνθάνεσθαι τῆς νεὼς κεκρατημένης ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν συνειλῆφθαι τοὺς ἐμπόρους καὶ ναύτας.


Αφού λοιπόν τον μεταφέραμε σε μια σκηνή, και καθώς δεν είχε πάθει κανένα κακό, παρά μόνο ήταν φανερά εξαντλημένος και κουρασμένος από την ταχύτητα και από τον θόρυβο της μεταφοράς του, τον ακούσαμε να μας διηγείται μια ιστορία απίστευτη για όλους, εκτός από μας που υπήρξαμε θεατές τού τέλους της. Έλεγε λοιπόν ο Αρίονας ότι από καιρό είχε πάρει την απόφαση να φύγει από την Ιταλία, όταν όμως του έστειλε ένα γράμμα ο Περίανδρος, η επιθυμία του αυτή έγινε εντονότερη, και όταν έκανε την παρουσία του ένα εμπορικό καράβι από την Κόρινθο, επιβιβάσθηκε αμέσως σ᾽ αυτό και απέπλευσε. Ύστερα από τρεις μέρες ταξιδιού με μέτριο άνεμο πρόσεξε [161c] ότι οι ναύτες σχεδίαζαν να τον σκοτώσουν· έμαθε μάλιστα στη συνέχεια από τον κυβερνήτη (που του έστειλε ένα κρυφό μήνυμα) ότι είχαν αποφασίσει να το κάνουν εκείνη τη νύχτα. Μη έχοντας λοιπόν καμιά βοήθεια από πουθενά, βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία. Τότε του ήρθε μια θεϊκή έμπνευση: να στολίσει το σώμα του και να φορέσει, ζωντανός ακόμη, ως σάβανο τα ρούχα των μουσικών αγώνων, και ύστερα να τραγουδήσει —κατά τη στιγμή του θανάτου του— το τελευταίο του τραγούδι στη ζωή, ώστε να μη φανεί ως προς αυτό λιγότερο γενναιόψυχος από τους κύκνους. Αφού λοιπόν ετοιμάσθηκε, ανήγγειλε ότι έχει ζωηρή επιθυμία να τραγουδήσει τον Πυθικό νόμο υπέρ της δικής του σωτηρίας και υπέρ της σωτηρίας του πλοίου και των επιβατών. [161d] Ύστερα πήγε και στάθηκε στην πρύμνη, δίπλα στην κουπαστή, και, αφού πρώτα με ένα προανάκρουσμα έκανε μια επίκληση στους θεούς του πελάγους, άρχισε να τραγουδάει τον νόμο. Δεν είχε ακόμη φτάσει στη μέση του, όταν ο ήλιος άρχισε να δύει μέσα στη θάλασσα και να φαίνεται πια η Πελοπόννησος. Όταν λοιπόν οι ναύτες δεν περίμεναν πια να ᾽ρθει η νύχτα, αλλά προχωρούσαν στο φονικό τους έργο, ο Αρίονας, μόλις είδε γυμνά τα ξίφη και τον κυβερνήτη να σκεπάζει πια το πρόσωπό του, ρίχτηκε μ᾽ ένα πήδημα στη θάλασσα, όσο μπορούσε πιο μακριά από το καράβι. Προτού όμως βυθιστεί ολόκληρο το σώμα του, έτρεξαν από κάτω του δελφίνια και τον ξανάβγαλαν στην επιφάνεια. Στην αρχή ο Αρίονας τα έχασε και η ψυχή του γέμισε από ανασφάλεια και ταραχή. Όταν όμως είδε ότι η μεταφορά του γινόταν εύκολα και άνετα και ότι πολλά δελφίνια μαζεύονταν [161e] γύρω του με φιλική διάθεση, αναλαμβάνοντας διαδοχικά το έργο της μεταφοράς του σαν ένα λειτούργημα υποχρεωτικό, σαν ένα καθήκον όλων τους, και, από την άλλη, ότι το πλοίο, έχοντας μείνει πολύ πίσω, τον βοηθούσε να καταλάβει την ταχύτητά τους, γεννήθηκε μέσα του, όπως είπε, όχι τόσο ο φόβος του θανάτου, ούτε η επιθυμία της ζωής, όσο η φιλοδοξία να σωθεί, για να φανεί καθαρά ότι είναι ένας άνθρωπος αγαπητός στους θεούς και, συγχρόνως, να κερδίσει μια σίγουρη γνώμη για τους θεούς. Βλέποντας την ίδια στιγμή τον ουρανό γεμάτο από αστέρια, το φεγγάρι να ανατέλλει λαμπερό και καθαρό, [161f] και ενώ η θάλασσα έμενε ακύμαντη σε όλη της την έκταση, ένας δρόμος να ανοίγεται για την πορεία τους, σκεφτόταν μέσα του ότι το μάτι της Δικαιοσύνης δεν είναι μόνο ένα, αλλ᾽ ότι με όλα αυτά τα μάτια του ο θεός βλέπει γύρω τριγύρω όλα όσα γίνονται σε στεριά και θάλασσα. Με αυτούς τους διαλογισμούς το κουρασμένο και βαρύ πια σώμα του έβρισκε, έλεγε, ανακούφιση. Και όταν στο τέλος βρέθηκε μπροστά τους το απότομο και ψηλό ακρωτήριο, και τα δελφίνια, παρακάμπτοντάς το με πολλή προσοχή, παρέπλεαν ξυστά τη στεριά σαν να οδηγούσαν με ασφάλεια [162a] ένα σκάφος στο λιμάνι, δεν είχε πια καμιά αμφιβολία ότι η μεταφορά του έγινε με οδηγό το θεό.»
Και ο Γόργος συνέχισε: «Αφού μας τα διηγήθηκε όλα αυτά ο Αρίονας, εγώ τον ρώτησα πού κατά τη γνώμη του θα έπιανε στεριά το καράβι. Εκείνος απάντησε σίγουρα στην Κόρινθο, μόνο που θα καθυστερούσε πολύ· γιατί κατά τη γνώμη του, από τη στιγμή που ο ίδιος έπεσε το βράδυ στη θάλασσα, τα δελφίνια τον μετέφεραν σε μια απόσταση όχι μικρότερη από πεντακόσια στάδια, και ο αέρας είχε πέσει αμέσως». Ο ίδιος, ωστόσο, ο Γόργος είπε ότι, μόλις έμαθε και του ιδιοκτήτη του πλοίου το όνομα και του κυβερνήτη, καθώς και το έμβλημα του πλοίου, έστειλε πλοία και στρατιώτες [162b] να παραφυλάξουν στις σκάλες όπου πιάνουν τα πλοία, τον Αρίονα όμως τον έφερε μαζί του, κρυμμένον, για να μη προλάβουν οι ναύτες να μάθουν ότι σώθηκε και έτσι να διαφύγουν. Πραγματικά όλα έμοιαζαν, όπως είπε, να γίνονται με θεϊκή βούληση και καθοδήγηση· γιατί μόλις οι ίδιοι έφτασαν εδώ, πληροφορήθηκαν ότι το πλοίο κατασχέθηκε και οι στρατιώτες συνέλαβαν τους εμπόρους και τους ναύτες.