Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΠΤΑ ΣΟΦΟΙ: ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον (Ἠθικὰ 146b-164d) (158b-159a)


[15] Καὶ ὁ Σόλων ἔφη «τί δὲ τοῦτ᾽ ἐκεῖνον [158c] ἐρωτᾶν ἔδει; δῆλον γὰρ ἦν ὅτι τοῦ μεγίστου τῶν ἀγαθῶν καὶ κρατίστου δεύτερόν ἐστι τὸ δεῖσθαι τροφῆς βραχυτάτης. ἢ τὸ μέγιστον οὐ δοκεῖ τὸ μηδ᾽ ὅλως τροφῆς δεῖσθαι;»
«Οὐδαμῶς,» ὁ Κλεόδωρος, «ἔμοιγ᾽,» εἶπεν, «εἰ δεῖ τὸ φαινόμενον εἰπεῖν, καὶ μάλιστα παρακειμένης τραπέζης, ἣν ἀναιροῦσιν αἰρομένης τροφῆς φιλίων θεῶν βωμὸν οὖσαν καὶ ξενίων. ὡς δὲ Θαλῆς λέγει τῆς γῆς ἀναιρεθείσης σύγχυσιν τὸν ὅλον ἕξειν κόσμον, οὕτως οἴκου διάλυσις ἐστι· συναναιρεῖται γὰρ αὐτῇ πῦρ ἑστιοῦχον ἑστία κρατῆρες ὑποδοχαὶ ξενισμοί, φιλανθρωπότατα καὶ πρῶτα κοινωνήματα πρὸς ἀλλήλους, μᾶλλον δὲ [158d] σύμπας ὁ βίος, εἴ γε διαγωγή τίς ἐστιν ἀνθρώπου πράξεων ἔχουσα διέξοδον, ὧν ἡ τῆς τροφῆς χρεία καὶ παρασκευὴ τὰς πλείστας παρακαλεῖ. δεινὸν μὲν οὖν, ὦ ἑταῖρε, καὶ τὸ γεωργίας αὐτῆς· διολλυμένη γὰρ αὖθις ἀπολείπει γῆν ἡμῖν ἄμορφον καὶ ἀκάθαρτον, ὕλης ἀκάρπου καὶ ῥευμάτων πλημμελῶς φερομένων ὑπ᾽ ἀργίας ἀνάπλεων. συναπόλλυσι δὲ καὶ τέχνας πάσας καὶ ἐργασίας, ὧν ἔξαρχός ἐστι καὶ παρέχει βάσιν πάσαις καὶ ὕλην, καὶ τὸ [158e] μηδέν εἰσι, ταύτης ἐκποδὼν γενομένης. καταλύονται δὲ καὶ τιμαὶ θεῶν, Ἡλίῳ μὲν μικράν, ἔτι δ᾽ ἐλάττω Σελήνῃ χάριν αὐγῆς μόνον καὶ ἀλέας ἀνθρώπων ἐχόντων. ὀμβρίῳ δὲ Διὶ καὶ προηροσίᾳ Δήμητρι καὶ φυταλμίῳ Ποσειδῶνι ποῦ βωμός ἐστι, ποῦ δὲ θυσία; πῶς δὲ χαριδότης ὁ Διόνυσος, εἰ δεησόμεθα μηδενὸς ὧν δίδωσι; τί δὲ θύσομεν ἢ σπείσομεν; τίνος δ᾽ ἀπαρξόμεθα; πάντα γὰρ ταῦτα τῶν μεγίστων ἀνατροπὴν καὶ σύγχυσιν ἔχει πραγμάτων. ἡδονῆς δὲ πάσης μὲν περιέχεσθαι καὶ πάντως ἀλόγιστόν ἐστι, πᾶσαν δὲ φεύγειν καὶ πάντως ἀναίσθητον. τὴν μὲν οὖν ψυχὴν ἑτέραις [158f] τισὶν ἡδοναῖς χρῆσθαι κρείττοσιν ὑπαρχέτω, τῷ δὲ σώματι λαβεῖν ἡδονὴν τῆς ἀπὸ τοῦ τρέφεσθαι δικαιοτέραν οὐκ ἔστιν εὑρεῖν, ὅπερ οὐδένα λέληθεν ἀνθρώπων· ταύτην γὰρ ἐν μέσῳ θέμενοι κοινωνοῦσιν ἀλλήλοις δείπνων καὶ τραπέζης, ἀφροδισίων δὲ νύκτα καὶ πολὺ προβάλλονται σκότος, ἡγούμενοι ταύτης τὸ κοινωνεῖν ἀναίσχυντον εἶναι καὶ θηριῶδες, ὡς τὸ μὴ κοινωνεῖν ἐκείνης.»
Ὑπολαβὼν οὖν ἐγὼ τοῦ Κλεοδώρου διαλιπόντος, «ἐκεῖνο δ᾽ οὐ λέγεις,» εἶπον, «ὅτι καὶ τὸν ὕπνον ἅμα τῇ τροφῇ συνεκβάλλομεν· ὕπνου δὲ μὴ ὄντος [159a] οὐδ᾽ ὄνειρός ἐστιν, ἀλλ᾽ οἴχεται τὸ πρεσβύτατον ἡμῖν μαντεῖον. ἔσται δὲ μονοειδὴς ὁ βίος καὶ τρόπον τινὰ μάτην τὸ σῶμα περικείσεται τῇ ψυχῇ· τὰ πλεῖστα γὰρ αὐτοῦ καὶ κυριώτατα τῶν μερῶν ἐπὶ τὴν τροφὴν ὄργανα παρεσκεύασται, γλῶττα καὶ ὀδόντες καὶ στόμαχος καὶ ἧπαρ. ἀργὸν γὰρ οὐδέν ἐστιν οὐδὲ πρὸς ἄλλην συντεταγμένον χρείαν· ὥσθ᾽ ὁ μὴ δεόμενος τροφῆς οὐδὲ σώματος δεῖται. τοῦτο δ᾽ ἦν αὖ τὸ αὑτοῦ μὴ δεῖσθαι· σὺν σώματι γὰρ ἡμῶν ἕκαστος. ἡμεῖς μὲν οὖν,» ἔφην ἐγώ, «ταύτας τῇ γαστρὶ συμβολὰς εἰσφέρομεν· εἰ δὲ Σόλων ἤ τις ἄλλος τι κατηγορεῖ, ἀκουσόμεθα.»


[15] Είπε λοιπόν ο Σόλωνας: «Και γιατί έπρεπε [158c] να του κάνω αυτήν την ερώτηση, αφού ήταν φανερό ότι το αμέσως επόμενο ύστερα από το μέγιστο και ύψιστο αγαθό είναι το να χρειάζεται κανείς πάρα πολύ λίγη τροφή; Ή μήπως το μέγιστο αγαθό δεν είναι κατά τη γενικότερη αντίληψη το να μη χρειάζεται κανείς καθόλου τροφή;»
«Κάθε άλλο», είπε ο Κλεόδωρος, «αν βέβαια πρέπει να πω αυτό που πιστεύω, και μάλιστα με στρωμένο μπροστά μας τραπέζι, που, μόλις αφαιρεθεί η τροφή, αυτό καταργείται, ενώ είναι βωμός των θεών που προστατεύουν τη φιλία και τη φιλοξενία. Και όπως ο Θαλής λέει ότι, αν καταστραφεί η γη, θα υπάρξει σύγχυση σε ολόκληρο το σύμπαν, έτσι και η κατάργηση της τροφής συνεπιφέρει διάλυση του σπιτιού. Γιατί την ίδια στιγμή καταργείται και η φωτιά της εστίας, η ίδια η εστία, οι κρατήρες του κρασιού, οι υποδοχές και οι φιλοξενίες, που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο δείχνουν την αγάπη του ανθρώπου προς τον άνθρωπο και είναι τα πρώτα δείγματα της κοινωνικής τους σχέσης· για να το πω καλύτερα: καταστρέφεται [158d] ολόκληρη η ζωή, αν, βέβαια, η ζωή δεν είναι παρά μια αδιάλειπτη πορεία του ανθρώπου, που οδηγεί στη διεκπεραίωση μιας σειράς πράξεων, τις πιο πολλές από τις οποίες τις προκαλούν η ανάγκη της τροφής και οι προσπάθειες για την εξασφάλισή της. Φοβερό είναι επίσης, φίλε μου, και αυτό που θα προκύψει σε βάρος της ίδιας της γεωργίας· γιατί, αν αυτή καταστραφεί και λείψει, θα μας αφήσει άσχημη και ακάθαρτη πάλι τη γη, γεμάτη —λόγω της έλλειψης καλλιέργειας— από άκαρπα δέντρα και από ρεύματα νερού που θα τρέχουν παντού ανεξέλεγκτα. Μαζί της θα καταστραφούν και όλες οι τέχνες και όλα τα ανθρώπινα έργα, για τα οποία αυτή είναι η αρχή και αυτή που τους παρέχει τη βάση και το υλικό: [158e] αν λείψει αυτή, κι αυτά όλα εξαφανίζονται. Καταργούνται επίσης και οι τιμές των θεών, αφού οι άνθρωποι θα αισθάνονται μικρή ευγνωμοσύνη για τον Ήλιο, και ακόμη μικρότερη για τη Σελήνη, μόνο για το φως και τη ζεστασιά τους. Πού θα στηθεί βωμός και πού θα προσφερθεί θυσία στο Δία της Βροχής, στη Δήμητρα της Προάροσης, στον Ποσειδώνα της Σοδειάς; Πώς θα είναι Χαριδότης ο Διόνυσος, αν δεν θα χρειαζόμαστε και δεν θα του ζητούμε τίποτε από αυτά που δίνει; Τί θα θυσιάζουμε και τί θα προσφέρουμε ως σπονδή; Από τί θα προσφέρουμε απαρχές; Όλα αυτά σημαίνουν ανατροπή και σύγχυση των πιο σπουδαίων για μας πραγμάτων. Το να αρπάζεται κανείς από κάθε μορφή ηδονής είναι ολωσδιόλου παράλογο, αλλά και το να αποφεύγει κάθε ηδονή δείχνει απόλυτη αναισθησία. Την ψυχή λοιπόν [158f] ας την αφήσουμε να χαίρεται κάποιες άλλες ανώτερες ηδονές, για το σώμα όμως είναι αδύνατο να βρούμε άλλη ηδονή πιο δικαιολογημένη από την ηδονή της τροφής, και αυτό δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην το ξέρει· παρουσιάζοντας οι άνθρωποι αυτήν την ηδονή φανερά μπροστά σε όλους, παίρνουν μέρος σε δείπνα και τραπέζια, ενώ την αφροδίσια ηδονή την κρύβουν στη νύχτα και στο πολύ σκοτάδι, γιατί θεωρούν ότι να απολαμβάνουν αυτήν την ηδονή φανερά είναι κάτι το ξεδιάντροπο και κτηνώδες, όπως είναι και το να μη χαίρονται εκείνην».
Μόλις σταμάτησε ο Κλεόδωρος πήρα τον λόγο εγώ και είπα: «Δεν είπες όμως και το άλλο, ότι μαζί με την τροφή διώχνουμε και χάνουμε και τον ύπνο, και όταν δεν υπάρχει ύπνος, [159a] δεν υπάρχει και όνειρο· έτσι όμως χάνεται και το πιο σεβαστό από όλα τα μαντικά μας μέσα. Η ζωή μας θα είναι πια μονότονη, και κατά κάποιον τρόπο άδικα το σώμα μας θα περιβάλλει την ψυχή μας, αφού τα πιο πολλά και τα πιο σημαντικά μέρη του έγιναν για να είναι όργανα για την τροφή: η γλώσσα, τα δόντια, το στομάχι, το συκώτι· κανένα από αυτά δεν είναι αργό, ούτε προορίζεται για την ικανοποίηση άλλης ανάγκης. Επομένως αυτός που δεν χρειάζεται τροφή, δεν χρειάζεται ούτε σώμα· κι αυτό θα σήμαινε ότι δεν χρειάζεται τον εαυτό του· γιατί ο καθένας μας υπάρχει με το σώμα του. Αυτή λοιπόν», είπα εγώ, «είναι η δική μας συμβολή στην υποστήριξη της κοιλιάς. Αν ο Σόλωνας ή κάποιος άλλος έχει κάτι να αντιτάξει, θα τον ακούσουμε».