Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΠΤΑ ΣΟΦΟΙ: ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ

Βίοι Φιλοσόφων 1.22-122 (1.27-1.33)


[1.27] Ἀρχὴν δὲ τῶν πάντων ὕδωρ ὑπεστήσατο, καὶ τὸν κόσμον ἔμψυχον καὶ δαιμόνων πλήρη. τάς τε ὥρας τοῦ ἐνιαυτοῦ φασιν αὐτὸν εὑρεῖν καὶ εἰς τριακοσίας ἑξήκοντα πέντε ἡμέρας διελεῖν.
Οὐδεὶς δὲ αὐτοῦ καθηγήσατο, πλὴν ὅτι εἰς Αἴγυπτον ἐλθὼν τοῖς ἱερεῦσι συνδιέτριψεν. ὁ δὲ Ἱερώνυμος καὶ ἐκμετρῆσαί φησιν αὐτὸν τὰς πυραμίδας ἐκ τῆς σκιᾶς, παρατηρήσαντα ὅτε ἡμῖν ἰσομεγέθεις εἰσίν. συνεβίω δὲ καὶ Θρασυβούλῳ τῷ Μιλησίων τυράννῳ, καθά φησι Μινύης.
Τὰ δὲ περὶ τὸν τρίποδα φανερὰ τὸν εὑρεθέντα ὑπὸ τῶν ἁλιέων καὶ διαπεμφθέντα τοῖς σοφοῖς ὑπὸ τοῦ δήμου τῶν Μιλησίων. [1.28] φασὶ γὰρ Ἰωνικούς τινας νεανίσκους βόλον ἀγοράσαι παρὰ Μιλησίων ἁλιέων. ἀνασπασθέντος δὲ τοῦ τρίποδος ἀμφισβήτησις ἦν, ἕως οἱ Μιλήσιοι ἔπεμψαν εἰς Δελφούς· καὶ ὁ θεὸς ἔχρησεν οὕτως·
ἔκγονε Μιλήτου, τρίποδος πέρι Φοῖβον ἐρωτᾷς;
τίς σοφίῃ πάντων πρῶτος, τούτου τρίποδ᾽ αὐδῶ.
διδοῦσιν οὖν Θαλῇ· ὁ δὲ ἄλλῳ καὶ ἄλλος ἄλλῳ ἕως Σόλωνος. ὁ δὲ ἔφη σοφίᾳ πρῶτον εἶναι τὸν θεὸν καὶ ἀπέστειλεν εἰς Δελφούς. ταῦτα δὴ ὁ Καλλίμαχος ἐν τοῖς Ἰάμβοις ἄλλως ἱστορεῖ, παρὰ Λεανδρίου λαβὼν τοῦ Μιλησίου. Βαθυκλέα γάρ τινα Ἀρκάδα φιάλην καταλιπεῖν καὶ ἐπισκῆψαι δοῦναι τῶν σοφῶν ὀνηΐστῳ. ἐδόθη δὴ Θαλῇ καὶ κατὰ περίοδον πάλιν Θαλῇ· [1.29] ὁ δὲ τῷ Διδυμεῖ Ἀπόλλωνι ἀπέστειλεν, εἰπὼν οὕτω κατὰ τὸν Καλλίμαχον·
Θαλῆς με τῷ μεδεῦντι Νείλεω δήμου
δίδωσι, τοῦτο δὶς λαβὼν ἀριστεῖον.
τὸ δὲ πεζὸν οὕτως ἔχει· Θαλῆς Ἐξαμύου Μιλήσιος Ἀπόλλωνι Δελφινίῳ Ἑλλήνων ἀριστεῖον δὶς λαβών. ὁ δὲ περιενεγκὼν τὴν φιάλην τοῦ Βαθυκλέους παῖς Θυρίων ἐκαλεῖτο, καθά φησιν Ἔλευσις ἐν τῷ Περὶ Ἀχιλλέως καὶ Ἀλέξων ὁ Μύνδιος ἐν ἐνάτῳ Μυθικῶν.
Εὔδοξος δ᾽ ὁ Κνίδιος καὶ Εὐάνθης ὁ Μιλήσιός φασι τῶν Κροίσου τινὰ φίλων λαβεῖν παρὰ τοῦ βασιλέως ποτήριον χρυσοῦν, ὅπως δῷ τῷ σοφωτάτῳ τῶν Ἑλλήνων· τὸν δὲ δοῦναι Θαλῇ.
[1.30] Καὶ περιελθεῖν εἰς Χίλωνα, ὃν πυνθάνεσθαι τοῦ Πυθίου τίς αὑτοῦ σοφώτερος· καὶ τὸν ἀνειπεῖν Μύσωνα, περὶ οὗ λέξομεν. τοῦτον οἱ περὶ τὸν Εὔδοξον ἀντὶ Κλεοβούλου τιθέασι, Πλάτων δ᾽ ἀντὶ Περιάνδρου. περὶ αὐτοῦ δὴ τάδε ἀνεῖπεν ὁ Πύθιος·
Οἰταῖόν τινα φημὶ Μύσων᾽ ἐνὶ Χηνὶ γενέσθαι
σοῦ μᾶλλον πραπίδεσσιν ἀρηρότα πευκαλίμῃσιν.
ὁ δ᾽ ἐρωτήσας ἦν Ἀνάχαρσις. Δαΐμαχος δ᾽ ὁ Πλαταιικὸς καὶ Κλέαρχος φιάλην ἀποσταλῆναι ὑπὸ Κροίσου Πιττακῷ καὶ οὕτω περιενεχθῆναι.
Ἄνδρων δ᾽ ἐν τῷ Τρίποδι Ἀργείους ἆθλον ἀρετῆς τῷ σοφωτάτῳ τῶν Ἑλλήνων τρίποδα θεῖναι· κριθῆναι δὲ Ἀριστόδημον Σπαρτιάτην, ὃν παραχωρῆσαι Χίλωνι. [1.31] μέμνηται τοῦ Ἀριστοδήμου καὶ Ἀλκαῖος οὕτως·
ὠς γὰρ δή ποτ᾽ Ἀριστόδαμον φαῖσ᾽ οὐκ ἀπάλαμνον ἐν Σπάρτᾳ λόγον
εἴπην· χρήματ᾽ ἄνηρ, πένιχρος δ᾽ οὐδ᾽ εἲς πέλετ᾽ ἔσλος ‹οὐδὲ τίμιος.›
ἔνιοι δέ φασιν ὑπὸ Περιάνδρου Θρασυβούλῳ τῷ Μιλησίων τυράννῳ πλοῖον ἔμφορτον ἀποσταλῆναι· τοῦ δὲ περὶ τὴν Κῴαν θάλασσαν ναυαγήσαντος, ὕστερον εὑρεθῆναι πρός τινων ἁλιένω τὸν τρίποδα. Φανόδικος δὲ περὶ τὴν Ἀθηναίων θάλασσαν εὑρεθῆναι καὶ ἀνενεχθέντα εἰς ἄστυ γενομένης ἐκκλησίας Βίαντι πεμφθῆναι· διὰ τί δέ, ἐν τῷ περὶ Βίαντος λέξομεν.
[1.32] Ἄλλοι φασὶν ἡφαιστότευκτον εἶναι αὐτὸν καὶ δοθῆναι πρὸς τοῦ θεοῦ Πέλοπι γαμοῦντι· αὖθίς τε εἰς Μενέλαον ἐλθεῖν καὶ σὺν τῇ Ἑλένῃ ἁρπασθέντα ὑπ᾽ Ἀλεξάνδρου ῥιφῆναι εἰς τὴν Κῴαν θάλασσαν πρὸς τῆς Λακαίνης, εἰπούσης ὅτι περιμάχητος ἔσται. χρόνῳ δὲ Λεβεδίων τινῶν αὐτόθι γρῖπον ὠνησαμένων καταληφθῆναι καὶ τὸν τρίποδα, μαχομένων δὲ πρὸς τοὺς ἁλιέας γενέσθαι τὴν ἄνοδον ἕως τῆς Κῶ· καὶ ὡς οὐδὲν ἤνυτον, τοῖς Μιλησίοις μητροπόλει οὔσῃ μηνύουσιν. οἱ δ᾽ ἐπειδὴ διαπρεσβευόμενοι ἠλογοῦντο, πρὸς τοὺς Κῴους πολεμοῦσι. καὶ πολλῶν ἑκατέρωθεν πιπτόντων ἐκπίπτει χρησμὸς δοῦναι τῷ σοφωτάτῳ· καὶ ἀμφότεροι συνῄνεσαν Θαλῇ. ὁ δὲ μετὰ τὴν περίοδον τῷ Διδυμεῖ τίθησιν Ἀπόλλωνι. [1.33] Κῴοις μὲν οὖν τοῦτον ἐχρήσθη τὸν τρόπον·
οὐ πρότερον λήξει νεῖκος Μερόπων καὶ Ἰώνων,
πρὶν τρίποδα χρύσειον, ὃν Ἥφαιστος βάλε πόντῳ,
ἐκ πόλιος πέμψητε καὶ ἐς δόμον ἀνδρὸς ἵκηται,
ὃς σοφὸς ᾖ τά τ᾽ ἐόντα τά τ᾽ ἐσσόμενα πρό τ᾽ ἐόντα.
Μιλησίοις δέ·
ἔκγονε Μιλήτου, τρίποδος πέρι Φοῖβον ἐρωτᾷς;
καὶ ὡς προείρηται. καὶ τόδε μὲν οὕτως.


[1.27] Η αρχή όλων των πραγμάτων είπε πως είναι το νερό. Όσο για το σύμπαν είπε πως είναι έμψυχο και γεμάτο από θεότητες. Λένε επίσης ότι ήταν ο ευρετής των εποχών του έτους και ότι αυτός είναι που διαίρεσε το έτος σε 365 μέρες.
Κανένας δεν υπήρξε δάσκαλός του, εκτός από το ότι πήγε στην Αίγυπτο και πέρασε εκεί κάποιο διάστημα δίπλα στους ιερείς. Ο Ιερώνυμος λέει ότι ο Θαλής μέτρησε με ακρίβεια και το ύψος των πυραμίδων από τη σκιά τους, κάνοντας την παρατήρησή του την ώρα που η σκιά μας έχει μήκος ίσο με το μήκος του σώματός μας. Όπως μας πληροφορεί ο Μινύας, ο Θαλής συνέζησε και με τον Θρασύβουλο, τον τύραννο της Μιλήτου.
Τα σχετικά με τον τρίποδα, που τον βρήκαν κάτι ψαράδες και που ο λαός της Μιλήτου τον έστειλε στον έναν μετά τον άλλον σε όλους τους Σοφούς, τα πράγματα είναι γνωστά σε όλους. [1.28] Λένε δηλαδή ότι κάποιοι νεαροί Ίωνες αγόρασαν από Μιλήσιους ψαράδες όλη τους την ψαριά, ύστερα όμως, όταν έβγαλαν μαζί και τον τρίποδα, άρχισε καβγάς, ώσπου στο τέλος οι Μιλήσιοι έστειλαν να ρωτήσουν το μαντείο των Δελφών, και ο θεός τούς έδωσε την ακόλουθη απάντηση:
Γόνε της Μιλήτου, ρωτάς τον Φοίβο για τον τρίποδα;
Στον πιο σοφό απ᾽ όλους λέω εγώ να πάει ο τρίποδας.
Τον δίνουν λοιπόν στον Θαλή· εκείνος τον δίνει σε έναν άλλον και ο άλλος στον άλλον ώς τον Σόλωνα. Αυτός είπε ότι ο πιο σοφός από όλους είναι ο θεός, και τον έστειλε στους Δελφούς. Στους Ιάμβους του ο Καλλίμαχος έχει για όλα αυτά μια διαφορετική διήγηση, παίρνοντας τις πληροφορίες του από τον Λεάνδριο τον Μιλήσιο: κάποιος Βαθυκλής από την Αρκαδία άφησε πεθαίνοντας ένα κύπελλο, εκφράζοντας την επιθυμία να δοθεί σ᾽ αυτόν που με τη σοφία του έκανε τα πιο πολλά καλά στους ανθρώπους. Δόθηκε λοιπόν στον Θαλή, και αφού πέρασε από όλους, γύρισε πάλι στον Θαλή. [1.29] Αυτός το έστειλε τότε στον Απόλλωνα στα Δίδυμα με την ακόλουθη, σύμφωνα με τον Καλλίμαχο, αφιέρωση:
Στον προστάτη του λαού του Νείλου με προσφέρει
ο Θαλής, που πήρε δυο φορές ετούτο το βραβείο.
Και σε πεζή μορφή: «Ο Θαλής ο Μιλήσιος, ο γιος του Εξαμύα, στον Δελφίνιο Απόλλωνα, ο μόνος από όλους τους Έλληνες που πήρε δυο φορές αυτό το βραβείο». Ο γιος του Βαθυκλή που περιέφερε από τον έναν στον άλλον το κύπελλο λεγόταν Θυρίων, όπως λέει ο Έλευσις στο έργο του Για τον Αχιλλέα και ο Αλέξων από τη Μύδνο στο ένατο βιβλίο των Μυθικών του.
Ο Εύδοξος από την Κνίδο και ο Ευάνθης από τη Μίλητο λένε πως κάποιος φίλος του Κροίσου παρέλαβε από τον βασιλιά ένα χρυσό ποτήρι, για να το παραδώσει στον πιο σοφό από όλους τους Έλληνες, και αυτός το έδωσε στον Θαλή.
[1.30] Από αυτόν λένε πως το ποτήρι πέρασε σε άλλους, ώσπου έφτασε στον Χίλωνα. Αυτός ζήτησε, λέει, από τον Πύθιο Απόλλωνα να μάθει ποιός είναι σοφότερος από τον ίδιο, και εκείνος του απάντησε «ο Μύσωνας» θα μιλήσουμε γι᾽ αυτόν (ο Εύδοξος και όσοι τον ακολουθούν αυτόν βάζουν στη θέση του Κλεόβουλου, ενώ ο Πλάτωνας τον βάζει στη θέση του Περίανδρου). Γι᾽ αυτόν λοιπόν έδωσε την εξής απάντηση ο Πύθιος Απόλλωνας:
Στη Χήνα της Οίτης γεννήθηκε, λέω, κάποιος Μύσωνας,
που ᾿χει μυαλό σοφότερο πολύ απ᾽ το δικό σου,
και αυτός που ρώτησε ήταν ο Ανάχαρσης. Ο Δαΐμαχος όμως από τις Πλαταιές και ο Κλέαρχος λένε ότι κύπελλο έστειλε ο Κροίσος στον Πιττακό και ότι από αυτόν άρχισε η περιφορά του στους Σοφούς.
Στον Τρίποδα του όμως ο Άνδρωνας λέει πως οι Αργείοι πρόσφεραν ως βραβείο αρετής για τον πιο σοφό Έλληνα έναν τρίποδα. Νικητής κρίθηκε ο Σπαρτιάτης Αριστόδημος, αυτός όμως παραιτήθηκε υπέρ του Χίλωνα. [1.31] Μνεία του Αριστόδημου κάνει και ο Αλκαίος με τον εξής τρόπο:
Δεν ήταν, ασφαλώς, ανέγνωμος ο λόγος που λεν πως είπε
κάποτε ο Αριστόδημος στη Σπάρτη:
τα πλούτη είν᾽ ο άνθρωπος, μα ο καθωσπρέπει άνθρωπος
‹κι ο τίμιος› φτωχός δεν είναι.
Κάποιοι όμως λένε ότι ο Περίανδρος έστειλε στον Θρασύβουλο, τον τύραννο της Μιλήτου, καράβι φορτωμένο, κάπου όμως στη θάλασσα της Κω το καράβι ναυάγησε· αργότερα ο τρίποδας βρέθηκε από κάτι ψαράδες. Ο Φανόδικος, ωστόσο, λέει ότι ο τρίποδας βρέθηκε κάπου στη θάλασσα της Αθήνας, και όταν τον έφεραν στην πόλη, με απόφαση της συνέλευσης του λαού στάλθηκε στον Βίαντα (τον λόγο θα τον πούμε παρακάτω, μιλώντας για τον Βίαντα).
[1.32] Άλλοι λένε ότι ο τρίποδας ήταν έργο του Ήφαιστου και ότι δόθηκε από τον θεό στον Πέλοπα, δώρο στον γάμο του. Αργότερα ο τρίποδας πέρασε στον Μενέλαο, και όταν μαζί με την Ελένη τον άρπαξε ο Αλέξανδρος, η Σπαρτιάτισσα τον πέταξε στη θάλασσα της Κω, λέγοντας ότι θα γίνει αφορμή για διαμάχες. Πέρασε καιρός και κάποιοι Λεβέδιοι αγόρασαν στην περιοχή εκείνη ένα δίχτυ ψάρια και μέσα βρέθηκε και ο τρίποδας· άρχισε τότε διαμάχη με τους ψαράδες, και όλοι μαζί ανέβηκαν στην Κω· επειδή όμως ούτε εκεί κατάφεραν τίποτε, ανέφεραν το πράγμα στη Μίλητο, τη μητρόπολη τους· όταν όμως οι πρέσβεις των Μιλησίων αντιμετωπίσθηκαν με περιφρόνηση, οι Μιλήσιοι κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον των Κώων. Οι νεκροί ήταν πολλοί και από τις δυο πλευρές, οπότε τους δόθηκε χρησμός να δώσουν τον τρίποδα στον πιο σοφό άνθρωπο. Και οι δύο πλευρές συμφώνησαν να δοθεί στον Θαλή, αυτός όμως, αφού ο τρίποδας έκανε τον γύρο όλων των σοφών, τον αφιέρωσε τελικά στον Διδυμαίο Απόλλωνα. [1.33] Ο χρησμός λοιπόν που δόθηκε στους Κώους είχε την ακόλουθη μορφή:
Ο τσακωμός Μερόπων και Ιώνων δε θα σταματήσει, αν πρώτα
ο χρυσός ο τρίποδας που πέταξε στη θάλασσα ο Ήφαιστος
δε φύγει από την πόλη και δεν πάει στο σπίτι του ανθρώπου
που ᾿ναι σοφός στα τωρινά, στα περασμένα, στα μελλούμενα,
ενώ ο χρησμός που δόθηκε στους Μηλησίους άρχιζε με το
Γόνε της Μιλήτου, ρωτάς τον Φοίβο για τον τρίποδα;
και στη συνέχεια, έλεγε όσα είπαμε πιο πάνω. Έτσι έχουν τα πράγματα για το θέμα αυτό.