Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ

Επίνικοι (3.43-3.56)


ἄστυ, [στρ. δ]
ἐρεύθεται αἵματι χρυσο]δίνας
45 Πακτωλώς, ἀ[ε]ικελίως γυνα[ῖ]κες
ἐξ ἐϋκτίτων μεγάρων ἄγονται·

τὰ πρώσθεν [ἐχ]θρὰ φίλα· θανεῖν γλύκιστον.» [αντ. δ]
τώσ᾽ εἶπε, καὶ ἁβ[ρο]βάταν κ[έλε]υσεν
ἅπτειν ξύλινον δώμον. ἔκ[λα]γον δὲ
50παρθένοι, φίλας τ᾽ ἀνὰ ματρὶ χεῖρας

ἔβαλλον· ὁ γὰρ προφανὴς θνα- [επωδ. δ]
τοῖσιν ἔχθιστος φώνων·
ἀλλ᾽ ἐπεὶ δεινο[ῦ π]υρὸς
λαμπρὸν διάϊ[σσεν μέ]νος,
55 Ζεὺς ἐπιστάσας [μελαγκευ]θὲς νέφος
σβέννυεν ξανθὰ[ν φλώγα.


οι Σάρδεις στάχτη θα είναι πια σε λίγο· κοκκινίζει
απ᾽ το αίμα ο χρυσορέματος ο Πακτωλός και πάει,
και μέσ᾽ απ᾽ τα καλόχτιστα
τα σπίτια αρπάζουν ντροπερά και σέρνουν τις γυναίκες.
Το πιο γλυκό είν᾽ ο θάνατος· εκείνο που ήταν πρώτα
φριχτό, τώρα είναι ποθητό». Τόσα είπε, και προστάζει
έναν από τους τρυφηλούς Λυδούς φωτιά να βάλει
50στων ξύλων το σωρό. Γοερά φωνάξανε οι κοπέλες·
προς τη μάνα τους τα χέρια
τ᾽ άπλωναν· φριχτό, να βλέπεις
τη θανή σου φανερά.
Μα ενώ μάνιαζαν οι φλόγες,
μαύρο σύννεφο από πάνω
στήνει ο Δίας και την ξανθή τη φλόγα σβήνει.