Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ

Πανηγυρικός (4) (115-128)

[115] Καὶ μὴν οὐδὲ τὴν παροῦσαν εἰρήνην, οὐδὲ τὴν αὐτονομίαν τὴν ἐν ταῖς πολιτείαις μὲν οὐκ ἐνοῦσαν, ἐν δὲ ταῖς συνθήκαις ἀναγεγραμμένην, ἄξιον ἑλέσθαι μᾶλλον ἢ τὴν ἀρχὴν τὴν ἡμετέραν. τίς γὰρ ἂν τοιαύτης καταστάσεως ἐπιθυμήσειεν, ἐν ᾗ καταποντισταὶ μὲν τὴν θάλατταν κατέχουσιν, πελτασταὶ δὲ τὰς πόλεις καταλαμβάνουσιν, [116] ἀντὶ δὲ τοῦ πρὸς ἑτέρους περὶ τῆς χώρας πολεμεῖν ἐντὸς τείχους οἱ πολῖται πρὸς ἀλλήλους μάχονται, πλείους δὲ πόλεις αἰχμάλωτοι γεγόνασιν ἢ πρὶν τὴν εἰρήνην ἡμᾶς ποιήσασθαι, διὰ δὲ τὴν πυκνότητα τῶν μεταβολῶν ἀθυμοτέρως διάγουσιν οἱ τὰς πόλεις οἰκοῦντες τῶν ταῖς φυγαῖς ἐζημιωμένων· οἱ μὲν γὰρ τὸ μέλλον δεδίασιν, οἱ δ᾽ ἀεὶ κατιέναι προσδοκῶσιν. [117] τοσοῦτον δ᾽ ἀπέχουσιν τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς αὐτονομίας, ὥσθ᾽ αἱ μὲν ὑπὸ τυράννοις εἰσίν, τὰς δ᾽ ἁρμοσταὶ κατέχουσιν, ἔνιαι δ᾽ ἀνάστατοι γεγόνασιν, τῶν δ᾽ οἱ βάρβαροι δεσπόται καθεστήκασιν· οὓς ἡμεῖς διαβῆναι τολμήσαντας εἰς τὴν Εὐρώπην καὶ μεῖζον ἢ προσῆκεν αὐτοῖς φρονήσαντας [118] οὕτω διέθεμεν ὥστε μὴ μόνον παύσασθαι στρατείας ἐφ᾽ ἡμᾶς ποιουμένους, ἀλλὰ καὶ τὴν αὑτῶν χώραν ἀνέχεσθαι πορθουμένην, καὶ διακοσίαις καὶ χιλίαις ναυσὶν περιπλέοντας εἰς τοσαύτην ταπεινότητα κατεστήσαμεν ὥστε μακρὸν πλοῖον ἐπὶ τάδε Φασήλιδος μὴ καθέλκειν, ἀλλ᾽ ἡσυχίαν ἄγειν, καὶ τοὺς καιροὺς περιμένειν, ἀλλὰ μὴ τῇ παρούσῃ δυνάμει πιστεύειν. [119] καὶ ταῦθ᾽ ὅτι διὰ τὴν τῶν προγόνων τῶν ἡμετέρων ἀρετὴν οὕτως εἶχεν, αἱ τῆς πόλεως συμφοραὶ σαφῶς ἐπέδειξαν· ἅμα γὰρ ἡμεῖς τε τῆς ἀρχῆς ἀπεστερούμεθα καὶ τοῖς Ἕλλησιν ἀρχὴ τῶν κακῶν ἐγίγνετο. μετὰ γὰρ τὴν ἐν Ἑλλησπόντῳ γενομένην ἀτυχίαν ἑτέρων ἡγεμόνων καταστάντων ἐνίκησαν μὲν οἱ βάρβαροι ναυμαχοῦντες, ἦρξαν δὲ τῆς θαλάττης, κατέσχον δὲ τὰς πλείστας τῶν νήσων, ἀπέβησαν δ᾽ εἰς τὴν Λακωνικήν, Κύθηρα δὲ κατὰ κράτος εἷλον, ἅπασαν δὲ τὴν Πελοπόννησον κακῶς ποιοῦντες περιέπλευσαν. [120] μάλιστα δ᾽ ἄν τις συνίδοι τὸ μέγεθος τῆς μεταβολῆς εἰ παραναγνοίη τὰς συνθήκας τάς τ᾽ ἐφ᾽ ἡμῶν γενομένας καὶ τὰς νῦν ἀναγεγραμμένας. τότε μὲν γὰρ ἡμεῖς φανησόμεθα τὴν ἀρχὴν τὴν βασιλέως ὁρίζοντες καὶ τῶν φόρων ἐνίους τάττοντες καὶ κωλύοντες αὐτὸν τῇ θαλάττῃ χρῆσθαι· νῦν δ᾽ ἐκεῖνός ἐστιν ὁ διοικῶν τὰ τῶν Ἑλλήνων καὶ προστάττων ἃ χρὴ ποιεῖν ἑκάστους καὶ μόνον οὐκ ἐπιστάθμους ἐν ταῖς πόλεσιν καθιστάς. [121] πλὴν γὰρ τούτου τί τῶν ἄλλων ὑπόλοιπόν ἐστιν; οὐ καὶ τοῦ πολέμου κύριος ἐγένετο καὶ τὴν εἰρήνην ἐπρυτάνευσεν καὶ τῶν παρόντων πραγμάτων ἐπιστάτης καθέστηκεν; οὐχ ὡς ἐκεῖνον πλέομεν ὥσπερ πρὸς δεσπότην ἀλλήλων κατηγορήσοντες; οὐ βασιλέα τὸν μέγαν αὐτὸν προσαγορεύομεν ὥσπερ αἰχμάλωτοι γεγονότες; οὐκ ἐν τοῖς πολέμοις τοῖς πρὸς ἀλλήλους ἐν ἐκείνῳ τὰς ἐλπίδας ἔχομεν τῆς σωτηρίας, ὃς ἀμφοτέρους ἡμᾶς ἡδέως ἂν ἀπολέσειεν;
[122] Ὧν ἄξιον ἐνθυμηθέντας ἀγανακτῆσαι μὲν ἐπὶ τοῖς παροῦσιν, ποθέσαι δὲ τὴν ἡγεμονίαν τὴν ἡμετέραν, μέμψασθαι δὲ Λακεδαιμονίους ὅτι τὴν μὲν ἀρχὴν εἰς τὸν πόλεμον κατέστησαν ὡς ἐλευθερώσοντες τοὺς Ἕλληνας, ἐπὶ δὲ τελευτῆς οὕτω πολλοὺς αὐτῶν ἐκδότους [τοῖς βαρβάροις] ἐποίησαν, καὶ τῆς μὲν ἡμετέρας πόλεως τοὺς Ἴωνας ἀπέστησαν ἐξ ἧς ἀπῴκησαν καὶ δι᾽ ἣν πολλάκις ἐσώθησαν, τοῖς δὲ βαρβάροις αὐτοὺς ἐξέδοσαν ὧν ἀκόντων τὴν χώραν ἔχουσιν καὶ πρὸς οὓς οὐδὲ πώποτ᾽ ἐπαύσαντο πολεμοῦντες. [123] καὶ τότε μὲν ἠγανάκτουν, ὅθ᾽ ἡμεῖς νομίμως ἐπάρχειν τινῶν ἠξιοῦμεν· νῦν δ᾽ εἰς τοιαύτην δουλείαν καθεστώτων οὐδὲν φροντίζουσιν αὐτῶν, οἷς οὐκ ἐξαρκεῖ δασμολογεῖσθαι καὶ τὰς ἀκροπόλεις ὁρᾶν ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν κατεχομένας, ἀλλὰ πρὸς ταῖς κοιναῖς συμφοραῖς καὶ τοῖς σώμασιν δεινότερα πάσχουσιν τῶν παρ᾽ ἡμῖν ἀργυρωνήτων· οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν οὕτως αἰκίζεται τοὺς οἰκέτας ὡς ἐκεῖνοι τοὺς ἐλευθέρους κολάζουσιν. [124] μέγιστον δὲ τῶν κακῶν, ὅταν ὑπὲρ αὐτῆς τῆς δουλείας ἀναγκάζωνται συστρατεύεσθαι, καὶ πολεμεῖν τοῖς ἐλευθέροις ἀξιοῦσιν εἶναι, καὶ τοιούτους κινδύνους ὑπομένειν ἐν οἷς ἡττηθέντες μὲν παραχρῆμα διαφθαρήσονται, κατορθώσαντες δὲ μᾶλλον εἰς τὸν λοιπὸν χρόνον δουλεύσουσιν. [125] ὧν τίνας ἄλλους αἰτίους χρὴ νομίζειν ἢ Λακεδαιμονίους, οἳ τοσαύτην ἰσχὺν ἔχοντες περιορῶσι τοὺς μὲν αὑτῶν συμμάχους γενομένους οὕτω δεινὰ πάσχοντας, τὸν δὲ βάρβαρον τῇ τῶν Ἑλλήνων ῥώμῃ τὴν ἀρχὴν τὴν αὑτοῦ κατασκευαζόμενον; καὶ πρότερον μὲν τοὺς ‹μὲν› τυράννους ἐξέβαλλον, τῷ δὲ πλήθει τὰς βοηθείας ἐποιοῦντο, νῦν δὲ [εἰς] τοσοῦτον μεταβεβλήκασιν ὥστε ταῖς μὲν πολιτείαις πολεμοῦσιν, τὰς δὲ μοναρχίας συγκαθιστᾶσιν. [126] τὴν μέν γε Μαντινέων πόλιν εἰρήνης ἤδη γεγενημένης ἀνάστατον ἐποίησαν, καὶ τὴν Θηβαίων Καδμείαν κατέλαβον, καὶ νῦν Ὀλυνθίους καὶ Φλειασίους πολιορκοῦσιν, Ἀμύντᾳ δὲ τῷ Μακεδόνων βασιλεῖ καὶ Διονυσίῳ τῷ Σικελίας τυράννῳ καὶ τῷ βαρβάρῳ τῷ τῆς Ἀσίας κρατοῦντι συμπράττουσιν, ὅπως ὡς μεγίστην ἀρχὴν ἕξουσιν. [127] καίτοι πῶς οὐκ ἄτοπον τοὺς προεστῶτας τῶν Ἑλλήνων ἕνα μὲν ἄνδρα τοσούτων ἀνθρώπων καθιστάναι δεσπότην ὧν οὐδὲ τὸν ἀριθμὸν ἐξευρεῖν ῥᾴδιόν ἐστιν, τὰς δὲ μεγίστας τῶν πόλεων μηδ᾽ αὐτὰς αὑτῶν ἐᾶν εἶναι κυρίας, ἀλλ᾽ ἀναγκάζειν δουλεύειν ἢ ταῖς μεγίσταις συμφοραῖς περιβάλλειν; [128] ὃ δὲ πάντων δεινότατον, ὅταν τις ἴδῃ τοὺς τὴν ἡγεμονίαν ἔχειν ἀξιοῦντας ἐπὶ μὲν τοὺς Ἕλληνας καθ᾽ ἑκάστην ἡμέραν στρατευομένους, πρὸς δὲ τοὺς βαρβάρους εἰς ἅπαντα τὸν χρόνον συμμαχίαν πεποιημένους.

Καταδίκη της Ειρήνης του Ανταλκίδα — Η ευθύνη των Σπαρτιατών.
[115] Αλλά ούτε η ειρήνη, που έχομε τώρα, ούτε η δήθεν αυτονομία, που είναι γραμμένη βέβαια στις συνθήκες, μα δεν υπάρχει πραγματικά στις πολιτείες, αξίζει να προτιμηθούν μπροστά στη δικιά μας ηγεμονία. Και πράγματι ποιός θα ήταν δυνατό να επιθυμήσει μια τέτοια θλιβερή κατάσταση, [116] όπου οι πειρατές κατέχουν τις θάλασσες, οι πελταστές κυριεύουν τις πόλεις, και οι πολίτες, αντί να μάχονται με τους εχθρούς, για να υπερασπίσουν τις πόλεις τους, τρώγονται μεταξύ τους μες στα τείχη, όπου μετά την ειρήνη υποδουλώθηκαν με βία πόλεις ακόμα περισσότερες από όσες πριν από αυτή, όπου από τις συχνές πολιτικές αναστατώσεις πιο τρομαγμένοι είναι οι κάτοικοι στις πόλεις από αυτούς που βρίσκονται διωγμένοι σε εξορίες; Τρέμουν, βλέπετε, τί θα τους ξημερώσει, ενώ οι άλλοι έχουν τουλάχιστον ελπίδα πως θα γυρίσουν κάποτε στον τόπο τους.
[117] Και τόσο μακριά βρίσκονται από την ελευθερία και την αυτονομία, ώστε άλλες είναι στα χέρια των τυράννων, αλλού λύνουν και δένουν οι αρμοστές, πολλές έχουν καταστραφεί εντελώς και άλλες έχουν το βάρβαρο για αφέντη. Αυτόν που, όταν τόλμησε κάποτε να περάσει στην Ευρώπη και να το πάρει απάνω του πιότερο από όσο το άξιζε, τον καταντήσαμε σε τέτοια κατάσταση εμείς, [118] ώστε όχι μόνο να σταματήσει οριστικά τις εκστρατείες εναντίον μας, αλλά να ανέχεται να καταστρέφεται και η χώρα του. Και μόλο που έπλευσε για εδώ με χίλια διακόσια πλοία, σε τέτοια ταπείνωση τον ρίξαμε, ώστε πολεμικό καράβι να μην τολμάει να κατεβάσει πια εδώθε από την Φασήλιδα, μόνο να κάθεται ήσυχα, να περιμένει ίσως ευνοϊκή περίσταση, μα να μην έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις που διέθετε.
[119] Και ότι τα πράγματα βάδισαν όπως βάδισαν μόνο με την ανδρεία των προγόνων μας, το έδειξαν ολοκάθαρα οι συμφορές της πόλης μας. Αμέσως, μόλις χάσαμε την ηγεμονία εμείς, άρχισαν και των Ελλήνων τα δεινά. Ύστερα δηλαδή από την καταστροφή μας στον Ελλήσποντο και αφού άλλοι ανάλαβαν πια την ηγεσία, οι βάρβαροι νίκησαν σε ναυμαχία, πήραν την εξουσία στη θάλασσα, κατέλαβαν τα περισσότερα νησιά, αποβιβάστηκαν στη Λακωνική, κυρίεψαν τα Κύθηρα με βία και έκαναν το γύρο της Πελοποννήσου λεηλατώντας και ρημάζοντας.
[120] Ο καλύτερος τρόπος μάλιστα για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της μεταβολής που μεσολάβησε είναι να παραβάλει τα κείμενα των συνθηκών που έγιναν στις μέρες μας με αυτές που υπογράφτηκαν τώρα τελευταία. Από τη σύγκριση αυτή θα αποδειχτεί πως τότε εμείς βάζαμε περιορισμούς στην εξουσία του βασιλιά, ορίζαμε τους φόρους σε ορισμένες περιπτώσεις και του απαγορεύαμε να βγαίνει ελεύθερα στη θάλασσα· τώρα όμως εκείνος είναι που ρυθμίζει των Ελλήνων τα ζητήματα, τους δίνει εντολές πάνω στο τί πρέπει να κάμουν, και μόνο που δε βάζει Πέρσες σατράπες τοποτηρητές στις πόλεις μας.
[121] Γιατί τί άλλο πια απομένει έξω από αυτό; Μήπως δεν έκανε ό,τι ήθελε στον πόλεμο; Δεν υπαγόρευσε αυτός τους όρους της ειρήνης και δε ρυθμίζει σήμερα όπως θέλει τη γενική πολιτική κατάσταση; Δεν τρέχουμε σ᾽ εκείνον, σαν να είναι αφεντικό μας, όταν είναι να κατηγορήσουμε η μια πόλη την άλλη; Δεν τον αποκαλούμε Μεγάλο Βασιλέα, σαν να είμαστε στα χέρια του αιχμάλωτοι; Και όταν πολεμούμε μεταξύ μας, ελπίδες σωτηρίας δε στηρίζουμε σ᾽ εκείνον, που με μεγάλη του χαρά όλους θα μας εξόντωνε;
[122] Όλα αυτά θα πρέπει να τα αναλογιστούμε και, αφού νιώσουμε αγανάκτηση για τη σημερινή κατάντια μας, να επιζητήσουμε φιλότιμα την ανασύσταση της ηγεμονίας μας. Ακόμα να αποδώσουμε μομφή στους Σπαρτιάτες, γιατί άρχισαν τον πόλεμο δήθεν για να ελευθερώσουν τους Έλληνες και, καταλήγοντας, τόσο πολλούς παράδωσαν στα χέρια των βαρβάρων, γιατί απόσπασαν τους Ίωνες από τη δικιά μας πόλη, που ήταν η μητρόπολή τους και που τους έσωσε τόσες φορές, για να τους παραδώσουν στους βαρβάρους, που κατέχουν τη χώρα τους παρά τη θέλησή τους και ούτε στιγμή δεν έπαψαν να πολεμούν μαζί τους.
[123] Και τότε βέβαια τους έπιανε η αγανάκτηση, όταν εμείς είχαμε τη δίκαιη αξίωση να διοικούμε μερικούς από τους Έλληνες με τρόπο νόμιμο· τώρα όμως, που έπεσαν σε μια τέτοια σκλαβιά οι ίδιοι αυτοί Έλληνες, καθόλου δε νοιάζονται γι᾽ αυτούς, που δεν τους φτάνει μόνο να ρημάζονται στους φόρους, να βλέπουν τις ακροπόλεις τους να τις κατέχουν οι εχθροί, αλλά, εξόν από την κοινή τους συμφορά, δέχονται και μαρτύρια σωματικά ακόμα φοβερότερα απ᾽ όσα οι σκλάβοι που αγοράζουμε με χρήμα. Κανένας από μας δεν τυραννάει το δούλο του με τόση απανθρωπιά, όπως εκείνοι εκεί πέρα βασανίζουν τους ελεύθερους.
[124] Μα το πιο τραγικό μαρτύριο είναι γι᾽ αυτούς όταν τους αναγκάζουν να εκστρατεύουν μαζί τους, για να εξασφαλίσουν την ίδια τη σκλαβιά τους, να πολεμούν με εκείνους που έχουν την απαίτηση να μείνουν ελεύθεροι και να αντιμετωπίζουν τους πιο σκληρούς αγώνες, όπου, αν νικηθούν, την ίδια τη στιγμή θα αφανιστούν, αν πάλι κατορθώσουν και νικήσουν, θα σιγουρέψουν τη σκλαβιά τους ακόμα περισσότερο.
[125] Και για όλα αυτά ποιούς άλλους πρέπει να θεωρήσουμε υπεύθυνους, αν όχι τους Σπαρτιάτες, που με τέτοια δύναμη στα χέρια τους αφήνουν τους συμμάχους να υποφέρουν βάσανα φριχτά, και τους βαρβάρους να απλώνουν τη δύναμη και την κυριαρχία τους με των Ελλήνων την παλικαριά και τη βοήθεια; Αυτοί που πρώτα διώχναν τους τυράννους και βοηθούσαν το λαό, τόσο πολύ άλλαξαν πολιτική, που πολεμούν τα πολιτεύματα τα δημοκρατικά και εγκαθιστούν παντού τις μοναρχίες.
[126] Άλλωστε κατάστρεψαν από τα θεμέλια τη Μαντίνεια, και μάλιστα μετά τη σύναψη ειρήνης, υπόταξαν με βία την ακρόπολη Καδμεία των Θηβαίων και τώρα δα πολιορκούν την Όλυνθο και το Φλιούντα. Ακόμα βοηθούν το βασιλιά των Μακεδόνων Αμύντα, τον τύραννο της Σικελίας Διονύσιο, ώς και το βάρβαρο που εξουσιάζει την Ασία, για να αποκτήσουν οι ίδιοι όσο γίνεται πιο μεγάλη δύναμη και επιβολή. [127] Και όμως τουλάχιστο παράλογο δεν είναι οι ίδιοι οι προστάτες των Ελλήνων από τη μια μεριά να ορίζουν κυρίαρχο και αφέντη ένα μονάχα πρόσωπο σε τόσο πλήθος από ανθρώπους, που και τον αριθμό τους δεν μπορείς να υπολογίσεις, και από την άλλη να μην αφήνουν ούτε τις πιο μεγάλες πόλεις να κανονίζουν μόνες τα ζητήματά τους, μα ή να τις αναγκάζουν να είναι σκλάβες ή να τις ρίχνουν σε συμφορές αβάσταχτες; [128] Και το φριχτότερο από όλα, να βλέπεις αυτούς που έχουν την αξίωση να είναι στην Ελλάδα ηγεμόνες να κάνουν κάθε μέρα εκστρατείες ενάντια στους Έλληνες, με τους βαρβάρους όμως να έχουν πάντοτε φιλία και συμμαχία αδιατάραχτη.