Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Πυθιονίκαις (10.37-10.54)


Μοῖσα δ᾽ οὐκ ἀποδαμεῖ [στρ. γ]
τρόποις ἐπὶ σφετέροισι· παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων
λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ᾽ αὐλῶν δονέονται·
40 δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαν-
τες εἰλαπινάζοισιν εὐφρόνως.
νόσοι δ᾽ οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται
ἱερᾷ γενεᾷ· πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ

οἰκέοισι φυγόντες [αντ. γ]
ὑπέρδικον Νέμεσιν. θρασείᾳ δὲ πνέων καρδίᾳ
45 μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς, ἁγεῖτο δ᾽ Ἀθάνα,
ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον· ἔπεφνέν
τε Γοργόνα, καὶ ποικίλον κάρα
δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις
λίθινον θάνατον φέρων. ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι

θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται [επωδ. γ]
50 ἔμμεν ἄπιστον.
κώπαν σχάσον, ταχὺ δ᾽ ἄγκυραν ἔρεισον χθονί
πρῴραθε, χοιράδος ἄλκαρ πέτρας.
ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων
ἐπ᾽ ἄλλοτ᾽ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον.


Απ᾽ τη ζωή τους πουθενά δεν λείπει η Μούσα· [στρ. γ]
παντού χοροί παρθένων και λυρών βοές
κι αυλών αντίλαλοι δονούνε τον αέρα·
40με χρυσές δάφνες έχοντας τα μαλλιά τους δεμένα
γλεντοκοπούν όλο χαρά,
κι ούτε οι αρρώστιες ούτε τα φριχτά γεράματα
την άγια αυτή γενιά δεν βασανίζουν·
μακριά από κόπους και μακριά από μάχες

ζουν ήσυχοι χωρίς τον φόβο της Νέμεσης, που του δικαίου είναι η ασπίδα. [αντ. γ]
Γεμάτος θάρρος στην καρδιά του
45ήρθε μια μέρα της Δανάης ο γιος —τον οδηγούσε η Αθηνά—
στον λαό των μακαρίων ανθρώπων,
σκότωσε τη Γοργώ και, παίρνοντας την κεφαλή τη φιδοπλουμισμένη,
ήρθε να φέρει λίθινο θάνατο στους νησιώτες.

Για μένα ό,τι τελέσουν οι θεοί, [επωδ. γ]
50όσο κι αν είναι θαυμαστό, απίστευτο δεν είναι.
Σταμάτα, ωστόσο, το κουπί και από την πρώρα ρίξε
στη στεριά την άγκυρα, για να μας προφυλάξει από τις ξέρες.
Γιατί και τα έξοχα των εγκωμίων τραγούδια
σαν μέλισσα από άλλο σε άλλο θέμα πάνε.


Ποτέ δε λείπει η Μούσα απ᾽ τα συνήθεια των, [στρ. γ]
παντού θα δεις χορούς παρθένων,
παντού θ᾽ ακούς της λύρας γύρω τον αχό
και των αυλών το σφύρισμα να τρικυμίζει,
40ενώ με χρυσής δάφνης στέφανα στην κεφαλή
αξέγνοιαστα χαροκοπούν εκείνοι
και μήτε αρρώστιες μήτε τα έρμα γερατειά
την ιερή δε γγίζουνε γενιά τους,

μα δίχως μόχτους και πολέμους ζουν [αντ. γ]
γλιτωμένοι απ᾽ τη Νέμεση την εκδικήτρα.
Λοιπόν, με ξέχειλη από θράσος την καρδιά
45ήρθε κι ο γιος μια μέρα της Δανάης
—τον προβοδούσε η Αθηνά—
στο έθνος των μακαρίων αυτών ανθρώπων.
Σκότωσε τη Γοργόνα και την κάρα της
μ᾽ αρμαθιές φίδια πλουμισμένη, πήγε φέρνοντας
θάνατο πετρωμένο στους νησιώτες.

Ό,τι έρχεται απ᾽ το χέρι των θεών, [επωδ. γ]
50τίποτ᾽ απίστευτο δε φαίνεται για μένα
που να το παραξενευτώ.
Μα τώρα κράτα το κουπί και γρήγορα
μπήξε στη γης την άγκυρ᾽ απ᾽ την πρώρα
για ασφάλεια από τις ξέρες τις κρυφές
γιατί των εγκωμίων μου ύμνων το λαμπρό φτερό
σα μέλισσα απ᾽ τον ένα σ᾽ άλλο τρέχει λόγο.