Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (6.5.1-6.5.9)

[6.5.1] Καὶ τὰ μὲν Θετταλικά, ὅσα περὶ Ἰάσονα ἐπράχθη καὶ μετὰ τὸν ἐκείνου θάνατον μέχρι τῆς Τισιφόνου ἀρχῆς, δεδήλωται· νῦν δ᾽ ἐπάνειμι ἔνθεν ἐπὶ ταῦτα ἐξέβην. ἐπεὶ γὰρ Ἀρχίδαμος ἐκ τῆς ἐπὶ Λεῦκτρα βοηθείας ἀπήγαγε τὸ στράτευμα, ἐνθυμηθέντες οἱ Ἀθηναῖοι ὅτι οἱ Πελοποννήσιοι ἔτι οἴονται χρῆναι ἀκολουθεῖν καὶ οὔπω διακέοιντο οἱ Λακεδαιμόνιοι ὥσπερ τοὺς Ἀθηναίους διέθεσαν, μεταπέμπονται τὰς πόλεις ὅσαι βούλοιντο τῆς εἰρήνης μετέχειν ἣν βασιλεὺς κατέπεμψεν. [6.5.2] ἐπεὶ δὲ συνῆλθον, δόγμα ἐποιήσαντο μετὰ τῶν κοινωνεῖν βουλομένων ὀμόσαι τόνδε τὸν ὅρκον. Ἐμμενῶ ταῖς σπονδαῖς ἃς βασιλεὺς κατέπεμψε καὶ τοῖς ψηφίσμασι τοῖς Ἀθηναίων καὶ τῶν συμμάχων. ἐὰν δέ τις στρατεύῃ ἐπί τινα πόλιν τῶν ὀμοσασῶν τόνδε τὸν ὅρκον, βοηθήσω παντὶ σθένει. οἱ μὲν οὖν ἄλλοι πάντες ἔχαιρον τῷ ὅρκῳ· Ἠλεῖοι δὲ ἀντέλεγον ὡς οὐ δέοι αὐτονόμους ποιεῖν οὔτε Μαργανέας οὔτε Σκιλλουντίους οὔτε Τριφυλίους· σφετέρας γὰρ εἶναι ταύτας τὰς πόλεις. [6.5.3] οἱ δ᾽ Ἀθηναῖοι καὶ οἱ ἄλλοι ψηφισάμενοι, ὥσπερ βασιλεὺς ἔγραψεν, αὐτονόμους εἶναι ὁμοίως καὶ μικρὰς καὶ μεγάλας πόλεις, ἐξέπεμψαν τοὺς ὁρκωτάς, καὶ ἐκέλευσαν τὰ μέγιστα τέλη ἐν ἑκάστῃ πόλει ὁρκῶσαι. καὶ ὤμοσαν πάντες πλὴν Ἠλείων.
Ἐξ ὧν δὴ καὶ οἱ Μαντινεῖς, ὡς ἤδη αὐτόνομοι παντάπασιν ὄντες, συνῆλθόν τε πάντες καὶ ἐψηφίσαντο μίαν πόλιν τὴν Μαντίνειαν ποιεῖν καὶ τειχίζειν τὴν πόλιν. [6.5.4] οἱ δ᾽ αὖ Λακεδαιμόνιοι ἡγοῦντο, εἰ τοῦτο ἄνευ τῆς σφετέρας γνώμης ἔσοιτο, χαλεπὸν ἔσεσθαι. πέμπουσιν οὖν Ἀγησίλαον πρεσβευτὴν πρὸς τοὺς Μαντινέας, ὅτι ἐδόκει πατρικὸς φίλος αὐτοῖς εἶναι. ἐπεὶ δὲ ἀφίκετο πρὸς αὐτούς, τὸν μὲν δῆμον τῶν Μαντινέων οἱ ἄρχοντες οὐκ ἤθελον συλλέξαι αὐτῷ, πρὸς δὲ σφᾶς ἐκέλευον λέγειν ὅτου δέοιτο. ὁ δὲ ὑπισχνεῖτο αὐτοῖς, ἐὰν νῦν ἐπίσχωσι τῆς τειχίσεως, ποιήσειν ὥστε μετὰ τῆς Λακεδαίμονος γνώμης καὶ μὴ δαπανηρᾶς τειχισθῆναι τὸ τεῖχος. [6.5.5] ἐπεὶ δὲ ἀπεκρίναντο ὅτι ἀδύνατον εἴη ἐπισχεῖν, δόγματος γεγενημένου πάσῃ τῇ πόλει ἤδη τειχίζειν, ἐκ τούτου ὁ μὲν Ἀγησίλαος ἀπῄει ὀργιζόμενος· στρατεύειν γε μέντοι ἐπ᾽ αὐτοὺς οὐ δυνατὸν ἐδόκει εἶναι, ἐπ᾽ αὐτονομίᾳ τῆς εἰρήνης γεγενημένης. τοῖς δὲ Μαντινεῦσιν ἔπεμπον μὲν καὶ τῶν Ἀρκαδικῶν πόλεών τινες συντειχιοῦντας, οἱ δὲ Ἠλεῖοι καὶ ἀργυρίου τρία τάλαντα συνεβάλοντο αὐτοῖς εἰς τὴν περὶ τὸ τεῖχος δαπάνην. καὶ οἱ μὲν Μαντινεῖς περὶ ταῦτ᾽ ἦσαν.
[6.5.6] Τῶν δὲ Τεγεατῶν οἱ μὲν περὶ τὸν Καλλίβιον καὶ Πρόξενον ἐνῆγον ἐπὶ τὸ συνιέναι τε πᾶν τὸ Ἀρκαδικόν, καὶ ὅ τι νικῴη ἐν τῷ κοινῷ, τοῦτο κύριον εἶναι καὶ τῶν πόλεων· οἱ δὲ περὶ τὸν Στάσιππον ἔπραττον ἐᾶν τε κατὰ χώραν τὴν πόλιν καὶ τοῖς πατρίοις νόμοις χρῆσθαι. [6.5.7] ἡττώμενοι δὲ οἱ περὶ τὸν Πρόξενον καὶ Καλλίβιον ἐν τοῖς θεαροῖς, νομίσαντες, εἰ συνέλθοι ὁ δῆμος, πολὺ ἂν τῷ πλήθει κρατῆσαι, ἐκφέρονται τὰ ὅπλα. ἰδόντες δὲ τοῦτο οἱ περὶ τὸν Στάσιππον, καὶ αὐτοὶ ἀνθωπλίσαντο, καὶ ἀριθμῷ μὲν οὐκ ἐλάττους ἐγένοντο· ἐπεὶ μέντοι εἰς μάχην ὥρμησαν, τὸν μὲν Πρόξενον καὶ ἄλλους ὀλίγους μετ᾽ αὐτοῦ ἀποκτείνουσι, τοὺς δ᾽ ἄλλους τρεψάμενοι οὐκ ἐδίωκον· καὶ γὰρ τοιοῦτος ὁ Στάσιππος ἦν οἷος μὴ βούλεσθαι πολλοὺς ἀποκτεινύναι τῶν πολιτῶν. [6.5.8] οἱ δὲ περὶ τὸν Καλλίβιον ἀνακεχωρηκότες ὑπὸ τὸ πρὸς Μαντινείας τεῖχος καὶ τὰς πύλας, ἐπεὶ οὐκέτι αὐτοῖς οἱ ἐναντίοι ἐπεχείρουν, ἡσυχίαν εἶχον ἡθροισμένοι. καὶ πάλαι μὲν ἐπεπόμφεσαν ἐπὶ τοὺς Μαντινέας βοηθεῖν κελεύοντες· πρὸς δὲ τοὺς περὶ Στάσιππον διελέγοντο περὶ συναλλαγῶν. ἐπεὶ δὲ καταφανεῖς ἦσαν οἱ Μαντινεῖς προσιόντες, οἱ μὲν αὐτῶν ἀναπηδῶντες ἐπὶ τὸ τεῖχος ἐκέλευον βοηθεῖν τὴν ταχίστην, καὶ βοῶντες σπεύδειν διεκελεύοντο· ἄλλοι δὲ ἀνοίγουσι τὰς πύλας αὐτοῖς. [6.5.9] οἱ δὲ περὶ τὸν Στάσιππον ὡς ᾔσθοντο τὸ γιγνόμενον, ἐκπίπτουσι κατὰ τὰς ἐπὶ τὸ Παλλάντιον φερούσας πύλας, καὶ φθάνουσι πρὶν καταληφθῆναι ὑπὸ τῶν διωκόντων εἰς τὸν τῆς Ἀρτέμιδος νεὼν καταφυγόντες, καὶ ἐγκλεισάμενοι ἡσυχίαν εἶχον. οἱ δὲ μεταδιώξαντες ἐχθροὶ αὐτῶν ἀναβάντες ἐπὶ τὸν νεὼν καὶ τὴν ὀροφὴν διελόντες ἔπαιον ταῖς κεραμίσιν. οἱ δὲ ἐπεὶ ἔγνωσαν τὴν ἀνάγκην, παύεσθαί τε ἐκέλευον καὶ ἐξιέναι ἔφασαν. οἱ δ᾽ ἐναντίοι ὡς ὑποχειρίους ἔλαβον αὐτούς, δήσαντες καὶ ἀναβαλόντες ἐπὶ τὴν ἁρμάμαξαν ἀπήγαγον εἰς Τεγέαν. ἐκεῖ δὲ μετὰ τῶν Μαντινέων καταγνόντες ἀπέκτειναν.

[6.5.1] Αυτά γίναν στη Θεσσαλία με τον Ιάσονα, και μετά τον θάνατό του ώς την ανάρρηση του Τισιφόνου· και τώρα ξαναγυρίζω στο σημείο απ᾽ όπου έκανα την παρέκβαση για να τα εξιστορήσω.
Όταν ο Αρχίδαμος πήρε πίσω τον στρατό που είχε πάει στα Λεύκτρα για ενίσχυση, οι Αθηναίοι διαπίστωσαν ότι οι Πελοποννήσιοι θεωρούσαν ακόμα υποχρέωσή τους ν᾽ ακολουθούν τους Λακεδαιμονίους, κι ότι κατά συνέπεια τούτοι δεν βρίσκονταν στην ίδια θέση μ᾽ εκείνη όπου είχαν φέρει τους Αθηναίους· συγκάλεσαν λοιπόν σε διάσκεψη όσες πόλεις ήθελαν να μετάσχουν στη συνθήκη ειρήνης που είχε προτείνει ο Βασιλεύς. [6.5.2] Στη διάσκεψη αποφάσισαν να ορκιστούν, μαζί με όσους ήθελαν να πάρουν μέρος στη συμφωνία, τον ακόλουθο όρκο: «Θα συμμορφωθώ με τη συνθήκη που πρότεινε ο Βασιλεύς και με τα ψηφίσματα των Αθηναίων και των συμμάχων. Κι αν κανένας εκστρατεύσει εναντίον μιας από τις πόλεις που ορκίστηκαν τούτο τον όρκο, θα τη βοηθήσω μ᾽ όλες μου τις δυνάμεις».
Όλοι οι άλλοι ικανοποιήθηκαν με τον όρκο εκτός από τους Ηλείους, που υποστήριζαν ότι δεν έπρεπε να γίνουν ανεξάρτητοι ούτε οι Μαργανείς, ούτε οι Σκιλλούντιοι, ούτε οι Τριφύλιοι, επειδή αυτές οι πόλεις τους ανήκαν. [6.5.3] Ωστόσο οι Αθηναίοι κι οι άλλοι ψήφισαν να ᾽ναι το ίδιο ανεξάρτητες κι οι μικρές κι οι μεγάλες πόλεις, σύμφωνα με το κείμενο του Βασιλέως· κατόπιν έστειλαν παντού αντιπροσώπους να συλλέξουν τους όρκους, μ᾽ εντολή να ορκίσουν σε κάθε πόλη τους ανώτατους αξιωματούχους. Τελικά ορκίστηκαν όλοι, εκτός από τους Ηλείους.
Ύστερα βέβαια απ᾽ αυτά οι Μαντινείς, θεωρώντας πως ήταν πια ολωσδιόλου ανεξάρτητοι, έκαναν γενική συνέλευση και ψήφισαν να ενοποιήσουν ξανά τη Μαντίνεια και να οχυρώσουν την πόλη. [6.5.4] Οι Λακεδαιμόνιοι, από την πλευρά τους, έκριναν ότι θα ᾽ταν μειωτικό για κείνους να γίνει τέτοιο πράγμα δίχως τη συγκατάθεσή τους. Έστειλαν λοιπόν πρέσβη στους Μαντινείς τον Αγησίλαο, που λογαριαζόταν για φίλος τους εξαιτίας του πατέρα του. Όταν όμως τούτος έφτασε στη Μαντίνεια, οι άρχοντες αρνήθηκαν να τον παρουσιάσουν σε Συνέλευση του λαού και του ζήτησαν να πει σ᾽ εκείνους τί ήθελε. Αυτός τους υποσχέθηκε ότι αν σταματούσαν τώρα την οχύρωση, θα φρόντιζε να γίνει η κατασκευή των τειχών με τη συγκατάθεση των Λακεδαιμονίων και χωρίς πολλά έξοδα. [6.5.5] Εκείνοι ωστόσο του αποκρίθηκαν ότι ήταν αδύνατον να σταματήσουν την οχύρωση, μια και την είχε αποφασίσει πια ομόφωνα η πόλη, και τότε ο Αγησίλαος έφυγε θυμωμένος. Μολοντούτο οι Λακεδαιμόνιοι έκριναν πως δεν ήταν δυνατόν να εκστρατεύσουν εναντίον των Μαντινέων, αφού η ανεξαρτησία αποτελούσε βασικό όρο της συνθήκης ειρήνης. Στο μεταξύ ορισμένες πόλεις της Αρκαδίας έστειλαν στη Μαντίνεια ανθρώπους να βοηθήσουν στο χτίσιμο, και οι Ηλείοι έστειλαν και χρηματική συνεισφορά τρία τάλαντα για τη δαπάνη των τειχών.
Ενώ οι Μαντινείς ήταν απασχολημένοι μ᾽ αυτά, [6.5.6] οι Τεγεάτες διχάστηκαν: η μερίδα του Καλλιβίου και του Προξένου προωθούσε μιαν ομοσπονδιακή ένωση όλης της Αρκαδίας, όπου όποια γνώμη επικρατούσε στην ομοσπονδιακή συνέλευση θα δέσμευε και την καθεμιά πόλη· η μερίδα του Στασίππου, αντίθετα, υποστήριζε τη διατήρηση της πόλης όπως ήταν, με το πατροπαράδοτο πολίτευμά της. [6.5.7] Οι οπαδοί του Προξένου και του Καλλιβίου μειοψήφησαν στο συμβούλιο των αρχόντων, πίστεψαν όμως πως σε μια Συνέλευση του λαού θα ᾽χαν τη μεγάλη πλειοψηφία με το μέρος τους· βγήκαν λοιπόν με τα όπλα τους. Βλέποντας αυτό, οι οπαδοί του Στασίππου οπλίστηκαν κι εκείνοι με τη σειρά τους, κι αποδείχτηκε πως δεν ήταν λιγότεροι από τους αντιπάλους τους: όταν όρμησαν να δώσουν μάχη, σκότωσαν τον Πρόξενο και λίγους άλλους δικούς του κι έτρεψαν σε φυγή τους υπόλοιπους, αλλά δεν τους καταδίωξαν — γιατί τέτοιος ήταν ο χαρακτήρας του Στασίππου που δεν ήθελε να σκοτώσει πολλούς συμπολίτες του.
[6.5.8] Οι οπαδοί του Καλλιβίου είχαν υποχωρήσει κοντά στο τείχος και στην πύλη που ήταν προς το μέρος της Μαντίνειας, και καθώς δεν συνεχιζόταν η επίθεση των αντιπάλων τους έμειναν συγκεντρωμένοι εκεί και περίμεναν. Είχαν ήδη στείλει να ζητήσουν βοήθεια από τους Μαντινείς, στο μεταξύ όμως διαπραγματεύονταν συμφιλίωση με τους οπαδούς του Στασίππου. Σαν είδαν ωστόσο τους Μαντινείς να πλησιάζουν, μερικοί πήδηξαν πάνω στο τείχος για να τους πουν να τρέξουν σ᾽ ενίσχυση, παρακινώντας τους με φωνές να κάνουν γρήγορα, ενώ άλλοι τούς άνοιγαν την πύλη. [6.5.9] Μόλις ο Στάσιππος και μερικοί δικοί του αντιλήφθηκαν τί συνέβαινε, διέφυγαν από την πύλη που οδηγούσε προς το Παλλάντιο, και πριν τους φτάσουν οι διώκτες τους πρόλαβαν να καταφύγουν στον ναό της Άρτεμης, όπου κλείστηκαν και περίμεναν. Οι εχθροί τους που τους είχαν κυνηγήσει, ωστόσο, έβγαλαν τη στέγη και βάλθηκαν να τους χτυπάνε με τα κεραμίδια. Οι άλλοι, καταλαβαίνοντας πως η θέση τους ήταν απελπιστική, ζήτησαν από τους αντιπάλους τους να σταματήσουν, και δήλωσαν ότι θα βγουν. Όταν τους έπιασαν οι αντίπαλοί τους τούς έδεσαν, τους έριξαν σ᾽ ένα αμάξι και τους πήγαν στην Τεγέα. Εκεί, μαζί με τους Μαντινείς, τους καταδίκασαν και τους εξετέλεσαν.