Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (5.4.56-5.4.66)

[5.4.56] Μάλα δὲ πιεζόμενοι οἱ Θηβαῖοι σπάνει σίτου διὰ τὸ δυοῖν ἐτοῖν μὴ εἰληφέναι καρπὸν ἐκ τῆς γῆς, πέμπουσιν ἐπὶ δυοῖν τριήροιν ἄνδρας εἰς Παγασὰς ἐπὶ σῖτον δέκα τάλαντα δόντες. Ἀλκέτας δὲ ὁ Λακεδαιμόνιος φυλάττων Ὠρεόν, ἐν ᾧ ἐκεῖνοι τὸν σῖτον συνεωνοῦντο, ἐπληρώσατο τρεῖς τριήρεις, ἐπιμεληθεὶς ὅπως μὴ ἐξαγγελθείη. ἐπεὶ δὲ ἀπήγετο ὁ σῖτος, λαμβάνει ὁ Ἀλκέτας τόν τε σῖτον καὶ τὰς τριήρεις, καὶ τοὺς ἄνδρας ἐζώγρησεν οὐκ ἐλάττους ἢ τριακοσίους. τούτους δὲ εἶρξεν ἐν τῇ ἀκροπόλει, οὗπερ αὐτὸς ἐσκήνου. [5.4.57] ἀκολουθοῦντος δέ τινος τῶν Ὠρειτῶν παιδός, ὡς ἔφασαν, μάλα καλοῦ τε κἀγαθοῦ, καταβαίνων ἐκ τῆς ἀκροπόλεως περὶ τοῦτον ἦν. καταγνόντες δὲ οἱ αἰχμάλωτοι τὴν ἀμέλειαν, καταλαμβάνουσι τὴν ἀκρόπολιν, καὶ ἡ πόλις ἀφίσταται· ὥστ᾽ εὐπόρως ἤδη οἱ Θηβαῖοι σῖτον παρεκομίζοντο.
[5.4.58] Ὑποφαίνοντος δὲ πάλιν τοῦ ἦρος ὁ μὲν Ἀγησίλαος κλινοπετὴς ἦν. ὅτε γὰρ ἀπῆγε τὸ στράτευμα ἐκ τῶν Θηβῶν, ἐν τοῖς Μεγάροις ἀναβαίνοντος αὐτοῦ ἐκ τοῦ Ἀφροδισίου εἰς τὸ ἀρχεῖον ῥήγνυται ὁποία δὴ φλέψ, καὶ ἐρρύη τὸ ἐκ τοῦ σώματος αἷμα εἰς τὸ ὑγιὲς σκέλος. γενομένης δὲ τῆς κνήμης ὑπερόγκου καὶ ὀδυνῶν ἀφορήτων, Συρακόσιός τις ἰατρὸς σχάζει τὴν παρὰ τῷ σφυρῷ φλέβα αὐτοῦ. ὡς δὲ ἅπαξ ἤρξατο, ἔρρει αὐτῷ νύκτα τε καὶ ἡμέραν τὸ αἷμα, καὶ πάντα ποιοῦντες οὐκ ἐδύναντο σχεῖν τὸ ῥεῦμα πρὶν ἐλιποψύχησε· τότε μέντοι ἐπαύσατο. καὶ οὕτως ἐκεῖνος μὲν ἀποκομισθεὶς εἰς Λακεδαίμονα ἠρρώστει τό τε λοιπὸν θέρος καὶ διὰ χειμῶνος.
[5.4.59] Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι, ἐπεὶ ἔαρ ὑπέφαινε, πάλιν φρουράν τε ἔφαινον καὶ Κλεόμβροτον ἡγεῖσθαι ἐκέλευον. ἐπεὶ δ᾽ ἔχων τὸ στράτευμα πρὸς τῷ Κιθαιρῶνι ἐγένετο, προῇσαν αὐτῷ οἱ πελτασταὶ ὡς προκαταληψόμενοι τὰ ὑπὲρ τῆς ὁδοῦ. Θηβαίων δὲ καὶ Ἀθηναίων προκατέχοντές τινες τὸ ἄκρον τέως μὲν εἴων αὐτοὺς ἀναβαίνειν· ἐπεὶ δ᾽ ἐπ᾽ αὐτοῖς ἦσαν, ἐξαναστάντες ἐδίωκον καὶ ἀπέκτειναν περὶ τετταράκοντα. τούτου δὲ γενομένου ὁ Κλεόμβροτος ἀδύνατον νομίσας τὸ ὑπερβῆναι εἰς τὴν τῶν Θηβαίων, ἀπῆγέ τε καὶ διῆκε τὸ στράτευμα.
[5.4.60] Συλλεγέντων δὲ τῶν συμμάχων εἰς Λακεδαίμονα, λόγοι ἐγίγνοντο ἀπὸ τῶν συμμάχων ὅτι διὰ μαλακίαν κατατριβήσοιντο ὑπὸ τοῦ πολέμου. ἐξεῖναι γὰρ σφίσι ναῦς πληρώσαντας πολὺ πλείους τῶν Ἀθηναίων ἑλεῖν λιμῷ τὴν πόλιν αὐτῶν· ἐξεῖναι δ᾽ ἐν ταῖς αὐταῖς ταύταις ναυσὶ καὶ εἰς Θήβας στράτευμα διαβιβάζειν, εἰ μὲν βούλοιντο, ἐπὶ Φωκέων, εἰ δὲ βούλοιντο, ἐπὶ Κρεύσιος. [5.4.61] ταῦτα δὲ λογισάμενοι ἑξήκοντα μὲν τριήρεις ἐπλήρωσαν, Πόλλις δ᾽ αὐτῶν ναύαρχος ἐγένετο. καὶ μέντοι οὐκ ἐψεύσθησαν οἱ ταῦτα γνόντες, ἀλλ᾽ οἱ Ἀθηναῖοι ἐπολιορκοῦντο· τὰ γὰρ σιταγωγὰ αὐτοῖς πλοῖα ἐπὶ μὲν τὸν Γεραστὸν ἀφίκετο, ἐκεῖθεν δ᾽ οὐκέτι ἤθελε παραπλεῖν, τοῦ ναυτικοῦ ὄντος τοῦ Λακεδαιμονίων περί τε Αἴγιναν καὶ Κέω καὶ Ἄνδρον. γνόντες δ᾽ οἱ Ἀθηναῖοι τὴν ἀνάγκην, ἐνέβησαν αὐτοὶ εἰς τὰς ναῦς, καὶ ναυμαχήσαντες πρὸς τὸν Πόλλιν Χαβρίου ἡγουμένου νικῶσι τῇ ναυμαχίᾳ. καὶ ὁ μὲν σῖτος τοῖς Ἀθηναίοις οὕτω παρεκομίσθη. [5.4.62] παρασκευαζομένων δὲ τῶν Λακεδαιμονίων στράτευμα διαβιβάζειν ἐπὶ τοὺς Βοιωτούς, ἐδεήθησαν οἱ Θηβαῖοι τῶν Ἀθηναίων περὶ Πελοπόννησον στράτευμα πέμψαι, νομίσαντες εἰ τοῦτο γένοιτο, οὐ δυνατὸν ἔσεσθαι τοῖς Λακεδαιμονίοις ἅμα μὲν τὴν ἑαυτῶν χώραν φυλάττειν, ἅμα δὲ τὰς περὶ ἐκεῖνα τὰ χωρία συμμαχίδας πόλεις, ἅμα δὲ στράτευμα διαβιβάζειν ἱκανὸν πρὸς ἑαυτούς. [5.4.63] καὶ οἱ Ἀθηναῖοι μέντοι ὀργιζόμενοι τοῖς Λακεδαιμονίοις διὰ τὸ Σφοδρία ἔργον, προθύμως ἐξέπεμψαν περὶ τὴν Πελοπόννησον ναῦς τε ἑξήκοντα πληρώσαντες καὶ στρατηγὸν αὐτῶν Τιμόθεον ἑλόμενοι. ἅτε δὲ εἰς τὰς Θήβας οὐκ ἐμβεβληκότων τῶν πολεμίων οὔτ᾽ ἐν ᾧ Κλεόμβροτος ἦγε τὴν στρατιὰν ἔτει οὔτ᾽ ἐν ᾧ Τιμόθεος περιέπλευσε, θρασέως δὴ ἐστρατεύοντο οἱ Θηβαῖοι ἐπὶ τὰς περιοικίδας πόλεις καὶ πάλιν αὐτὰς ἀνελάμβανον. [5.4.64] ὁ μέντοι Τιμόθεος περιπλεύσας Κέρκυραν μὲν εὐθὺς ὑφ᾽ ἑαυτῷ ἐποιήσατο· οὐ μέντοι ἠνδραποδίσατο οὐδὲ ἄνδρας ἐφυγάδευσεν οὐδὲ νόμους μετέστησεν· ἐξ ὧν τὰς περὶ ἐκεῖνα πόλεις πάσας εὐμενεστέρας ἔσχεν. [5.4.65] ἀντεπλήρωσαν δὲ καὶ οἱ Λακεδαιμόνιοι ναυτικόν, καὶ Νικόλοχον ναύαρχον, μάλα θρασὺν ἄνδρα, ἐξέπεμψαν· ὃς ἐπειδὴ εἶδε τὰς μετὰ Τιμοθέου ναῦς, οὐκ ἐμέλλησε, καίπερ ἓξ νεῶν αὐτῷ ἀπουσῶν τῶν Ἀμβρακιωτίδων, ἀλλὰ πέντε καὶ πεντήκοντα ἔχων ναῦς ἑξήκοντα οὔσαις ταῖς μετὰ Τιμοθέου ἐναυμάχησε. καὶ τότε μὲν ἡττήθη, καὶ τροπαῖον ὁ Τιμόθεος ἔστησεν ἐν Ἀλυζείᾳ. [5.4.66] ὁ δὲ ἀνειλκυσμένων τῶν Τιμοθέου νεῶν καὶ ἐπισκευαζομένων, ἐπεὶ παρεγένοντο αὐτῷ αἱ Ἀμβρακιώτιδες ἓξ τριήρεις, ἐπὶ τὴν Ἀλύζειαν ἔπλευσεν, ἔνθα ἦν ὁ Τιμόθεος. ὡς δὲ οὐκ ἀντανῆγε, τροπαῖον αὖ κἀκεῖνος ἐστήσατο ἐν ταῖς ἐγγυτάτω νήσοις. ὁ δὲ Τιμόθεος ἐπεὶ ἅς τε εἶχεν ἐπεσκεύασε καὶ ἐκ Κερκύρας ἄλλας προσεπληρώσατο, γενομένων αὐτῷ τῶν πασῶν πλέον ἑβδομήκοντα, πολὺ δὴ ὑπερεῖχε ναυτικῷ· χρήματα μέντοι μετεπέμπετο Ἀθήνηθεν· πολλῶν γὰρ ἐδεῖτο, ἅτε πολλὰς ναῦς ἔχων.

[5.4.56] Οι Θηβαίοι, που είχαν δυο χρόνια να βγάλουν καρπό από τη γη τους, βρέθηκαν σε μεγάλη ανάγκη από έλλειψη σταριού. Έστειλαν λοιπόν ανθρώπους με δύο πολεμικά στις Παγασές να προμηθευτούν στάρι, δίνοντάς τους δέκα τάλαντα. Ενώ όμως αυτοί αγόραζαν το στάρι, ο Αλκέτας, Λακεδαιμόνιος φρούραρχος του Ωρεού, επάνδρωσε τρία πολεμικά —φροντίζοντας να μη μαθευτεί το πράγμα— και πάνω στη μεταφορά του σταριού άρπαξε και το στάρι και κυρίεψε τα πολεμικά των αντιπάλων· αιχμαλώτισε και τους άνδρες, που δεν ήταν λιγότεροι από τριακόσιοι, και τους φυλάκισε στην ακρόπολη όπου έμενε ο ίδιος. [5.4.57] Ωστόσο ο Αλκέτας είχε στην ακολουθία του, καθώς έλεγαν, ένα αγόρι από τον Ωρεό —όμορφο κι άξιο παλικάρι— και κατέβαινε από την ακρόπολη για να το συναντάει. Όταν οι αιχμάλωτοι πρόσεξαν αυτή του την αμέλεια, κυρίεψαν την ακρόπολη· τότε κι η πόλη ολόκληρη αποστάτησε από τους Λακεδαιμονίους, κι οι Θηβαίοι μπορούσαν εύκολα πια να φέρνουν στάρι.
[5.4.58] Ενώ έμπαινε η άνοιξη, ο Αγησίλαος βρέθηκε κατάκοιτος, γιατί τον καιρό που έφευγε με τον στρατό από τη Θήβα και καθώς, στα Μέγαρα, ανέβαινε από το Αφροδίσιο στο Αρχείο, έσπασε κάποια φλέβα του και το αίμα μαζεύτηκε από το κορμί του στο γερό του πόδι. Επειδή η κνήμη του πρήστηκε υπερβολικά κι οι πόνοι ήταν αφόρητοι, κάποιος Συρακούσιος γιατρός τού άνοιξε τη φλέβα κοντά στον αστράγαλο· όταν όμως άρχισε η αιμορραγία, συνεχίστηκε νύχτα και μέρα και τίποτε δεν μπορούσε να τη σταματήσει, ώσπου ο Αγησίλαος λιποθύμησε· τότε μόνο έπαψε η αιμορραγία. Έτσι λοιπόν τον μετέφεραν στη Λακεδαίμονα, όπου έμεινε άρρωστος το υπόλοιπο καλοκαίρι και τον χειμώνα.
[376 π.Χ.]
[5.4.59] Με την αρχή της άνοιξης ωστόσο, οι Λακεδαιμόνιοι κήρυξαν πάλι επιστράτευση κι όρισαν αρχηγό τον Κλεόμβροτο. Όταν τούτος έφτασε στον Κιθαιρώνα, προχώρησαν πρώτοι οι πελταστές για να καταλάβουν το ύψωμα που δέσποζε στον δρόμο. Όμως μια δύναμη Θηβαίων και Αθηναίων, που είχε πιάσει από πριν την κορφή, τους άφησε πρώτα ν᾽ ανέβουν και τη στιγμή που βρέθηκαν κοντά τους ξεπρόβαλε και τους πήρε στο κυνήγι, σκοτώνοντας καμιά σαρανταριά. Ύστερα απ᾽ αυτό ο Κλεόμβροτος έκρινε πως ήταν αδύνατον να περάσει για να κατευθυνθεί στη Θήβα· πήρε λοιπόν πίσω τον στρατό και τον απέλυσε.
[5.4.60] Έγινε συμμαχική διάσκεψη στη Λακεδαίμονα, όπου διατυπώθηκε από την πλευρά των συμμάχων η άποψη ότι ο πόλεμος διεξαγόταν πολύ χαλαρά, πράγμα που έφθειρε τις δυνάμεις τους. Ήταν σε θέση, είπαν, να επανδρώσουν πολύ περισσότερα καράβια απ᾽ όσα είχαν οι Αθηναίοι και ν᾽ αναγκάσουν την Αθήνα να παραδοθεί από την πείνα· με τα ίδια αυτά καράβια θα μπορούσαν ακόμα, είπαν, να περνάνε στρατό αντίκρυ για να χτυπήσουν τη Θήβα — είτε μέσα από το έδαφος των Φωκέων είτε, αν ήθελαν, από την Κρεύσι. [5.4.61] Μ᾽ αυτόν τον σκοπό λοιπόν επάνδρωσαν εξήντα πολεμικά και διόρισαν ναύαρχό τους τον Πόλλι. Και δεν διαψεύστηκαν οι εισηγητές του σχεδίου: οι Αθηναίοι βρέθηκαν αποκλεισμένοι. Τα σιταγωγά καράβια τους έφταναν ώς τον Γεραστό, αλλά πιο πέρα δεν δέχονταν να προχωρήσουν επειδή το ναυτικό των Λακεδαιμονίων περιπολούσε γύρω στην Αίγινα, την Κέα και την Άνδρο. Τότε οι Αθηναίοι κατάλαβαν πως δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά, μπήκαν οι ίδιοι στα πλοία κι έδωσαν ναυμαχία εναντίον του Πόλλι, όπου με αρχηγό τον Χαβρία νίκησαν. Έτσι έφτασε σιτάρι στην Αθήνα.
[375 π.Χ.]
[5.4.62] Ενώ οι Λακεδαιμόνιοι ετοιμάζονταν να περάσουν αντίκρυ στρατό να χτυπήσουν τους Βοιωτούς, οι Θηβαίοι ζήτησαν από τους Αθηναίους να στείλουν στράτευμα γύρω στα παράλια της Πελοποννήσου, με τη σκέψη ότι αν γινόταν αυτό δεν θα μπορούσαν οι Λακεδαιμόνιοι να φυλάνε και τον δικό τους τόπο και τις συμμαχικές τους πόλεις στις απειλούμενες περιοχές, και συνάμα να στέλνουν αρκετό στρατό εναντίον της Θήβας. [5.4.63] Οι Αθηναίοι, αγανακτισμένοι με τους Λακεδαιμονίους για την υπόθεση του Σφοδρία, προθυμοποιήθηκαν να επανδρώσουν εξήντα πλοία και να τα στείλουν γύρω στην Πελοπόννησο, εκλέγοντας ναύαρχό τους τον Τιμόθεο. Επειδή, από την άλλη πλευρά, η Θήβα δεν είχε γνωρίσει εχθρική εισβολή ούτε τη χρονιά που διοικούσε τον στρατό ο Κλεόμβροτος ούτε τη χρονιά που περιπολούσε ο Τιμόθεος, οι Θηβαίοι πήραν θάρρος κι άρχισαν να εκστρατεύουν στις τριγύρω πόλεις και να τις κυριεύουν ξανά.
[5.4.64] Στο μεταξύ ο Τιμόθεος, αφού έκανε τον γύρο της Πελοποννήσου, υπόταξε αμέσως την Κέρκυρα· και καθώς ούτε πληθυσμούς υποδούλωσε, ούτε κανέναν εξόρισε, ούτε καθεστωτικές αλλαγές επέβαλε, κέρδισε τη συμπάθεια όλων των πόλεων της περιοχής. [5.4.65] Οι Λακεδαιμόνιοι επάνδρωσαν κι εκείνοι ναυτικό για να τον αντιμετωπίσουν κι όρισαν ναύαρχο τον Νικόλοχο, άνθρωπο παράτολμο. Όταν τούτος είδε τον στόλο του Τιμοθέου, δίχως να περιμένει —μόλο που του έλειπαν έξι πλοία των Αμβρακιωτών— έδωσε ναυμαχία με πενήντα πέντε πλοία εναντίον εξήντα του Τιμοθέου. Εκείνη τη φορά νικήθηκε, κι ο Τιμόθεος έστησε τρόπαιο στην Αλύζεια. Ύστερα όμως, καθώς ο Τιμόθεος είχε βγάλει τα πλοία του στη στεριά για επισκευές, ο Νικόλοχος —που στο μεταξύ είχε ενισχυθεί με τα έξι πολεμικά των Αμβρακιωτών— έβαλε πλώρη για την Αλύζεια όπου βρισκόταν ο Τιμόθεος· κι επειδή τούτος δεν έβγαινε να τον αντιμετωπίσει, έστησε κι εκείνος τρόπαιο στα κοντινότερα νησιά.
[5.4.66] Ωστόσο ο Τιμόθεος, όταν επισκεύασε τα πλοία που είχε κι επάνδρωσε κι άλλα από την Κέρκυρα —συγκεντρώνοντας συνολικά περισσότερα από εβδομήντα— απέκτησε μεγάλη υπεροπλία. Έστελνε όμως και ζητούσε χρήματα από την Αθήνα: χρειαζόταν πολλά, μια και είχε πολλά πλοία.