Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (5.4.42-5.4.55)

[5.4.42] Ἐκ δὲ τούτου ὁ Φοιβίδας ἐκπέμπων μὲν λῃστήρια ἔφερε καὶ ἦγε τοὺς Θηβαίους, καταδρομὰς δὲ ποιούμενος ἐκακούργει τὴν χώραν. οἱ δ᾽ αὖ Θηβαῖοι ἀντιτιμωρεῖσθαι βουλόμενοι στρατεύουσι πανδημεὶ ἐπὶ τὴν τῶν Θεσπιῶν χώραν. ἐπεὶ δ᾽ ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ, ὁ Φοιβίδας σὺν τοῖς πελτασταῖς προσκείμενος οὐδαμοῦ εἴα αὐτοὺς ἀποσκεδάννυσθαι τῆς φάλαγγος· ὥστε οἱ Θηβαῖοι μάλα ἀχθόμενοι τῇ ἐμβολῇ θάττονα τὴν ἀποχώρησιν ἐποιοῦντο, καὶ οἱ ὀρεοκόμοι δὲ ἀπορριπτοῦντες ὃν εἰλήφεσαν καρπὸν ἀπήλαυνον οἴκαδε· οὕτω δεινὸς φόβος τῷ στρατεύματι ἐνέπεσεν. [5.4.43] ὁ δὲ ἐν τούτῳ θρασέως ἐπέκειτο, περὶ ἑαυτὸν μὲν ἔχων τὸ πελταστικόν, τὸ δ᾽ ὁπλιτικὸν ἐν τάξει ἕπεσθαι κελεύσας. καὶ ἐν ἐλπίδι ἐγένετο τροπὴν τῶν ἀνδρῶν ποιήσασθαι· αὐτός τε γὰρ ἐρρωμένως ἡγεῖτο, καὶ τοῖς ἄλλοις ἅπτεσθαι τῶν ἀνδρῶν παρεκελεύετο, καὶ τοὺς τῶν Θεσπιῶν ὁπλίτας ἀκολουθεῖν ἐκέλευεν. [5.4.44] ὡς δὲ ἀποχωροῦντες οἱ τῶν Θηβαίων ἱππεῖς ἐπὶ νάπῃ ἀδιαβάτῳ ἐγίγνοντο, πρῶτον μὲν ἡθροίσθησαν, ἔπειτα δὲ ἀνέστρεφον διὰ τὸ ἀπορεῖν ὅπῃ διαβαῖεν. οἱ μὲν οὖν πελτασταὶ ὀλίγοι ὄντες οἱ πρῶτοι φοβηθέντες αὐτοὺς ἔφυγον· οἱ δὲ ἱππεῖς αὖ τοῦτο ὡς εἶδον, ἐδιδάχθησαν ὑπὸ τῶν φευγόντων ἐπιθέσθαι αὐτοῖς. [5.4.45] καὶ ὁ μὲν δὴ Φοιβίδας καὶ δύο ἢ τρεῖς μετ᾽ αὐτοῦ μαχόμενοι ἀπέθανον, οἱ δὲ μισθοφόροι τούτου γενομένου πάντες ἔφυγον. ἐπεὶ δὲ φεύγοντες ἀφίκοντο πρὸς τοὺς ὁπλίτας τῶν Θεσπιῶν, κἀκεῖνοι, μάλα πρόσθεν μέγα φρονοῦντες μὴ ὑπείξειν τοῖς Θηβαίοις, ἔφυγον, οὐδέν τι πάνυ διωκόμενοι· καὶ γὰρ ἦν ἤδη ὀψέ. καὶ ἀπέθανον μὲν οὐ πολλοί, ὅμως δὲ οὐ πρόσθεν ἔστησαν οἱ Θεσπιεῖς, πρὶν ἐν τῷ τείχει ἐγένοντο. [5.4.46] ἐκ δὲ τούτου πάλιν αὖ τὰ τῶν Θηβαίων ἀνεζωπυρεῖτο, καὶ ἐστρατεύοντο εἰς Θεσπιὰς καὶ εἰς τὰς ἄλλας τὰς περιοικίδας πόλεις. ὁ μέντοι δῆμος ἐξ αὐτῶν εἰς τὰς Θήβας ἀπεχώρει· ἐν πάσαις γὰρ ταῖς πόλεσι δυναστεῖαι καθειστήκεσαν, ὥσπερ ἐν Θήβαις· ὥστε καὶ οἱ ἐν ταύταις ταῖς πόλεσι φίλοι τῶν Λακεδαιμονίων βοηθείας ἐδέοντο. μετὰ δὲ τὸν Φοιβίδα θάνατον πολέμαρχον μὲν καὶ μόραν οἱ Λακεδαιμόνιοι κατὰ θάλατταν πέμψαντες τὰς Θεσπιὰς ἐφύλαττον.
[5.4.47] Ἐπεὶ δὲ τὸ ἔαρ ἐπέστη, πάλιν ἔφαινον φρουρὰν οἱ ἔφοροι εἰς τὰς Θήβας, καὶ τοῦ Ἀγησιλάου, ᾗπερ τὸ πρόσθεν, ἐδέοντο ἡγεῖσθαι. ὁ δ᾽ ὑπὲρ τῆς ἐμβολῆς ταὐτὰ γιγνώσκων, πρὶν καὶ τὰ διαβατήρια θύεσθαι, πέμψας πρὸς τὸν ἐν Θεσπιαῖς πολέμαρχον ἐκέλευε προκαταλαβεῖν τὸ ὑπὲρ τῆς κατὰ τὸν Κιθαιρῶνα ὁδοῦ ἄκρον καὶ φυλάττειν, ἕως ἂν αὐτὸς ἔλθῃ. [5.4.48] ἐπεὶ δὲ τοῦτο ὑπερβαλὼν ἐν ταῖς Πλαταιαῖς ἐγένετο, πάλιν προσεποιήσατο εἰς τὰς Θεσπιὰς πρῶτον ἰέναι, καὶ πέμπων ἀγοράν τε ἐκέλευε παρασκευάζειν καὶ τὰς πρεσβείας ἐκεῖ περιμένειν· ὥστε οἱ Θηβαῖοι ἰσχυρῶς τὴν πρὸς Θεσπιῶν ἐμβολὴν ἐφύλαττον. [5.4.49] ὁ δὲ Ἀγησίλαος τῇ ὑστεραίᾳ ἅμα τῇ ἡμέρᾳ θυσάμενος ἐπορεύετο τὴν ἐπ᾽ Ἐρυθράς· καὶ ὡς στρατεύματι δυοῖν ἡμέραιν ὁδὸν ἐν μιᾷ καθανύσας ἔφθασεν ὑπερβὰς τὸ κατὰ Σκῶλον σταύρωμα, πρὶν ἐλθεῖν τοὺς Θηβαίους ἀπὸ τῆς φυλακῆς, καθ᾽ ἣν τὸ πρόσθεν εἰσῆλθε. τοῦτο δὲ ποιήσας τὰ πρὸς ἕω τῆς τῶν Θηβαίων πόλεως ἐδῄου μέχρι τῆς Ταναγραίων· ἔτι γὰρ τότε καὶ τὴν Τάναγραν οἱ περὶ Ὑπατόδωρον, φίλοι ὄντες τῶν Λακεδαιμονίων, εἶχον. καὶ ἐκ τούτου δὴ ἀπῄει ἐν ἀριστερᾷ ἔχων τὸ τεῖχος. [5.4.50] οἱ δὲ Θηβαῖοι ὑπελθόντες ἀντετάξαντο ἐπὶ Γραὸς στήθει, ὄπισθεν ἔχοντες τήν τε τάφρον καὶ τὸ σταύρωμα, νομίζοντες καλὸν εἶναι ἐνταῦθα διακινδυνεύειν· καὶ γὰρ στενὸν ἦν ταύτῃ ἐπιεικῶς καὶ δύσβατον τὸ χωρίον. ὁ δ᾽ Ἀγησίλαος ἰδὼν ταῦτα πρὸς ἐκείνους μὲν οὐκ ἦγεν, ἐπισιμώσας δὲ πρὸς τὴν πόλιν ᾔει. [5.4.51] οἱ δ᾽ αὖ Θηβαῖοι δείσαντες περὶ τῆς πόλεως, ὅτι ἐρήμη ἦν, ἀπολιπόντες ἔνθα παρατεταγμένοι ἦσαν δρόμῳ ἔθεον εἰς τὴν πόλιν τὴν ἐπὶ Ποτνιὰς ὁδόν· ἦν γὰρ αὕτη ἀσφαλεστέρα. καὶ μέντοι ἐδόκει καλὸν γενέσθαι τὸ ἐνθύμημα τοῦ Ἀγησιλάου, ὅτι πόρρω ἀπαγαγὼν ἀπὸ τῶν πολεμίων ἀποχωρεῖν δρόμῳ αὐτοὺς ἐποίησεν· ὅμως μέντοι ἐπὶ παραθέοντας αὐτοὺς τῶν πολεμάρχων τινὲς ἐπέδραμον σὺν ταῖς μόραις. [5.4.52] οἱ μέντοι Θηβαῖοι ἀπὸ τῶν λόφων τὰ δόρατα ἐξηκόντιζον, ὥστε καὶ ἀπέθανεν Ἀλύπητος, εἷς τῶν πολεμάρχων, ἀκοντισθεὶς δόρατι· ὅμως δὲ καὶ ἀπὸ τούτου τοῦ λόφου ἐτράπησαν οἱ Θηβαῖοι· ὥστε ἀναβάντες οἱ Σκιρῖται καὶ τῶν ἱππέων τινὲς ἔπαιον τοὺς τελευταίους τῶν Θηβαίων παρελαύνοντας ‹εἰς› τὴν πόλιν. [5.4.53] ὡς μέντοι ἐγγὺς τοῦ τείχους ἐγένοντο, ὑποστρέφουσιν οἱ Θηβαῖοι· οἱ δὲ Σκιρῖται ἰδόντες αὐτοὺς θᾶττον ἢ βάδην ἀπῆλθον. καὶ ἀπέθανε μὲν οὐδεὶς αὐτῶν· ὅμως δὲ οἱ Θηβαῖοι τροπαῖόν [τε] ἐστήσαντο, ὅτι ἀπεχώρησαν οἱ ἀναβάντες. [5.4.54] ὁ μέντοι Ἀγησίλαος, ἐπεὶ ὥρα ἦν, ἀπελθὼν ἐστρατοπεδεύσατο ἔνθαπερ τοὺς πολεμίους εἶδε παρατεταγμένους· τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ ἀπήγαγε τὴν ἐπὶ Θεσπιάς. θρασέως δὲ παρακολουθούντων τῶν πελταστῶν, οἳ ἦσαν μισθοφόροι τοῖς Θηβαίοις, καὶ τὸν Χαβρίαν ἀνακαλούντων, ὅτι οὐκ ἠκολούθει, ὑποστραφέντες οἱ τῶν Ὀλυνθίων ἱππεῖς, ἤδη γὰρ κατὰ τοὺς ὅρκους συνεστρατεύοντο, ἐδίωξάν τε αὐτοὺς πρὸς ὄρθιον, καθάπερ ἠκολούθουν, καὶ ἀπέκτειναν αὐτῶν μάλα πολλούς· ταχὺ γὰρ πρὸς ἄναντες εὐήλατον ἁλίσκονται πεζοὶ ὑφ᾽ ἱππέων. [5.4.55] ἐπεὶ δ᾽ ἐγένετο ὁ Ἀγησίλαος ἐν ταῖς Θεσπιαῖς, εὑρὼν στασιάζοντας τοὺς πολίτας, καὶ βουλομένων τῶν φασκόντων λακωνίζειν ἀποκτεῖναι τοὺς ἐναντίους, ὧν καὶ Μένων ἦν, τοῦτο μὲν οὖν οὐκ ἐπέτρεψε· διαλλάξας δὲ αὐτοὺς καὶ ὅρκους ὀμόσαι ἀλλήλοις ἀναγκάσας, οὕτως ἀπῆλθε πάλιν διὰ τοῦ Κιθαιρῶνος τὴν ἐπὶ Μέγαρα. καὶ ἐκεῖθεν τοὺς μὲν συμμάχους ἀφῆκε, τὸ δὲ πολιτικὸν στράτευμα οἴκαδε ἀπήγαγε.

[5.4.42] Έπειτα απ᾽ αυτά ο Φοιβίδας άρχισε να στέλνει άτακτες ομάδες να λεηλατούν το έδαφος των Θηβαίων, και να κάνει επιδρομές για να καταστρέφει τις καλλιέργειές τους. Οι Θηβαίοι, από την πλευρά τους, θέλοντας να εκδικηθούν, ξεκίνησαν πανστρατιά για την περιοχή των Θεσπιών. Όταν όμως μπήκαν στο έδαφός τους, ο Φοιβίδας με τους πελταστές του τους ακολούθησε από κοντά, έτσι ώστε πουθενά να μην μπορούν να ξεμακρύνουν από το κύριο σώμα τους. Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθούν οι Θηβαίοι κάτω από τόση πίεση, που οπισθοχώρησαν πιο γρήγορα απ᾽ ό,τι είχαν εισβάλει· ακόμα κι οι ημιονηγοί τους πετούσαν τους καρπούς που είχαν μαζέψει, από τη βιασύνη τους να γυρίσουν στον τόπο τους — τέτοιος πανικός είχε καταλάβει τον στρατό τους.
[5.4.43] Στο μεταξύ ο Φοιβίδας τους ακολουθούσε με τόλμη, έχοντας μαζί του τους πελταστές και προστάζοντας τους οπλίτες ν᾽ ακολουθούν σε παράταξη μάχης. Με την ελπίδα ότι θα έτρεπε τον εχθρό σε φυγή πήγαινε ο ίδιος μπροστά, αποφασιστικός, λέγοντας στους άνδρες του να προχωρούν κοντά του και παραγγέλλοντας στους οπλίτες των Θεσπιών να τους ακολουθούν. [5.4.44] Καθώς όμως οπισθοχωρούσαν οι Θηβαίοι ιππείς, έφτασαν σ᾽ ένα αδιάβατο φαράγγι· τότε συγκεντρώθηκαν και κατόπιν γύρισαν πίσω, μην ξέροντας από πού να περάσουν. Οι πιο προωθημένοι πελταστές, λίγοι όπως ήταν, τους φοβήθηκαν και το ᾽βαλαν στα πόδια· το θέαμα έδωσε στους ιππείς την ιδέα να τους επιτεθούν. [5.4.45] Ο Φοιβίδας και δυο τρεις άλλοι μαζί του σκοτώθηκαν πολεμώντας. Ύστερα απ᾽ αυτό το ᾽βαλαν στα πόδια όλοι οι μισθοφόροι· πάνω στη φυγή τους έφτασαν τους οπλίτες των Θεσπιών, που τότε —ενώ πρωτύτερα κόμπαζαν πολύ πως δεν θα υποχωρούσαν μπρος στους Θηβαίους— το ᾽βαλαν κι εκείνοι στα πόδια, μόλο που δεν τους κυνηγούσε κανείς επειδή κόντευε να βραδιάσει. Δεν σκοτώθηκαν, είν᾽ αλήθεια, πολλοί, αλλά μολοντούτο οι Θεσπιείς δεν σταμάτησαν πριν φτάσουν στα τείχη τους.
[5.4.46] Έπειτα από τούτο οι Θηβαίοι ξεθάρρεψαν κι άρχισαν να εκστρατεύουν εναντίον των Θεσπιέων και των άλλων πόλεων τριγύρω. Καθώς σ᾽ όλες είχαν εγκαθιδρυθεί ολιγαρχικά καθεστώτα όπως εκείνο της Θήβας, οι δημοκρατικοί αυτών των πόλεων κατέφευγαν στη Θήβα· έτσι, και σε τούτες βρέθηκαν οι φίλοι των Λακεδαιμονίων να χρειάζονται βοήθεια. Μετά τον θάνατο του Φοιβίδα, ωστόσο, οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν από τη θάλασσα έναν πολέμαρχο μ᾽ ένα τάγμα να φρουρεί τις Θεσπιές.
[377 π.Χ.]
[5.4.47] Όταν μπήκε η άνοιξη, οι έφοροι κήρυξαν πάλι επιστράτευση εναντίον της Θήβας και παρακάλεσαν τον Αγησίλαο, όπως και την προηγούμενη φορά, ν᾽ αναλάβει την αρχηγία. Εκείνος είχε διατηρήσει τις ίδιες αντιλήψεις σχετικά με την εισβολή· προτού λοιπόν ακόμα κάνει θυσία για το διάβα των συνόρων, έστειλε και πρόσταξε τον πολέμαρχο που βρισκόταν στις Θεσπιές να πάει πρώτος να καταλάβει την κορφή πάνω από τον δρόμο του Κιθαιρώνα και να τη φρουρήσει ώσπου να ᾽ρθει ο ίδιος. [5.4.48] Αφού την πέρασε κι έφτασε στην Πλάταια, καμώθηκε ότι θα πήγαινε και πάλι πρώτα στις Θεσπιές, κι έστειλε διαταγές να του ετοιμάσουν ανεφοδιασμό και να τον περιμένουν οι πρεσβείες εκεί· οι Θηβαίοι λοιπόν φύλαγαν με ισχυρές δυνάμεις τον δρόμο εισβολής από τη μεριά των Θεσπιών.
[5.4.49] Την άλλη μέρα ωστόσο ο Αγησίλαος έκανε θυσία με τα χαράματα και βάδισε προς τις Ερυθρές· διανύοντας σε μια μέρα την απόσταση δύο ημερών, πρόφτασε να περάσει το περίφραγμα στον Σκώλο, πριν έρθουν οι Θηβαίοι από το σημείο όπου είχε εισβάλει την προηγούμενη φορά. Κατόπιν ο Αγησίλαος λεηλάτησε την περιοχή ανατολικά από τη Θήβα, ώς το έδαφος της Τανάγρας, δίχως όμως να την πειράξει αυτήν, γιατί ακόμη τότε βρισκόταν στην εξουσία του Υπατοδώρου και των δικών του, φίλων των Λακεδαιμονίων. Έπειτα έφυγε ακολουθώντας, στ᾽ αριστερά του, τα τείχη. [5.4.50] Οι Θηβαίοι, που τον είχαν ακολουθήσει, παρατάχτηκαν αντίκρυ του στο «Στήθος της Γριάς», έχοντας πίσω τους το χαράκωμα και το φράγμα: θεώρησαν σκόπιμο να ριψοκινδυνέψουν εκεί τη μάχη, επειδή σ᾽ εκείνο το σημείο το πέρασμα ήταν αρκετά στενό και δύσβατο. Ο Αγησίλαος όμως το αντιλήφθηκε και δεν προχώρησε εναντίον τους, παρά έκοψε λοξά κατά τη Θήβα. [5.4.51] Τότε οι Θηβαίοι ανησύχησαν για την πόλη τους, που ήταν αφύλαχτη, εγκατέλειψαν τη θέση όπου είχαν παραταχτεί κι έτρεξαν γρήγορα προς την πόλη από τον δρόμο των Ποτνιών που ήταν ο πιο ασφαλής.
Τότε φάνηκε πόσο πετυχημένο ήταν το στρατήγημα του Αγησιλάου, που αν κι απομάκρυνε τον στρατό του, ανάγκασε μολοντούτο τους εχθρούς να φύγουν τρέχοντας· αλλά και την ώρα που αυτοί περνούσαν τρεχάτοι από κοντά, μερικοί από τους πολεμάρχους τούς χτύπησαν με τα τάγματά τους. [5.4.52] Είν᾽ αλήθεια ότι οι Θηβαίοι άρχισαν να ρίχνουν τα δόρατά τους από τους λόφους, μ᾽ αποτέλεσμα να σκοτωθεί από δόρυ ένας από τους πολεμάρχους, ο Αλύπητος· κι απ᾽ αυτόν τον λόφο όμως διώχτηκαν τελικά οι Θηβαίοι. Τότε οι Σκιρίτες, με λιγοστό ιππικό, ανέβηκαν και χτύπησαν την οπισθοφυλακή τους καθώς περνούσε τρέχοντας προς την πόλη. [5.4.53] Όταν ωστόσο οι Θηβαίοι έφτασαν κοντά στα τείχη, έκαναν μεταβολή, και βλέποντάς τους οι Σκιρίτες οπισθοχώρησαν βιαστικά· και μόλο που κανένας τους δεν σκοτώθηκε, οι Θηβαίοι έστησαν τρόπαιο για την υποχώρηση των αντιπάλων τους.
[5.4.54] Σαν ήρθε η ώρα, ο Αγησίλαος πήγε και στρατοπέδευσε στο σημείο ακριβώς όπου είδε παραταγμένους τους εχθρούς, και την άλλη μέρα οδήγησε τον στρατό του προς τις Θεσπιές. Οι πελταστές μισθοφόροι των Θηβαίων τόλμησαν να τον πάρουν το κατόπι, φωνάζοντας του Χαβρία που δεν τους ακολουθούσε· τότε γύρισε το ιππικό των Ολυνθίων (που τώρα, σύμφωνα με τους όρκους τους, εξεστράτευαν στο πλευρό των Λακεδαιμονίων) και τους καταδίωξε στην αντίθετη κατεύθυνση —ανηφορικά— σκοτώνοντάς τους πολύν κόσμο· γιατί εύκολα προφταίνουν ιππείς τους πεζούς στον ανήφορο, αρκεί να ᾽ναι βατός για τ᾽ άλογα.
[5.4.55] Φτάνοντας στις Θεσπιές, ο Αγησίλαος βρήκε τους πολίτες διχασμένους: εκείνοι που έλεγαν ότι ήταν φίλοι των Λακεδαιμονίων ήθελαν να σκοτώσουν τους αντίθετους, κι ανάμεσα σ᾽ αυτούς τον Μένωνα. Ο Αγησίλαος δεν τους άφησε να το κάνουν, παρά τους έβαλε να συμφιλιωθούν και τους υποχρέωσε ν᾽ ανταλλάξουν όρκους. Έπειτα έφυγε πάλι από τον Κιθαιρώνα προς τα Μέγαρα, όπου απέλυσε τα συμμαχικά στρατεύματα κι οδήγησε το δικό του πίσω στη Λακεδαίμονα.