Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (5.3.18-5.3.25)

[5.3.18] Καὶ Ἀγησίλαος μὲν δὴ περὶ ταῦτα ἦν. ὁ δὲ Ἀγησίπολις εὐθύς [τε] ἐκ τῆς Μακεδονίας προσιὼν ἔθετο πρὸς τῇ πόλει τῶν Ὀλυνθίων τὰ ὅπλα. ἐπεὶ δὲ οὐδεὶς ἀντεξῄει αὐτῷ, τότε τῆς Ὀλυνθίας εἴ τι ὑπόλοιπον ἦν ἐδῄου καὶ εἰς τὰς συμμαχίδας ἰὼν αὐτῶν ἔφθειρε τὸν σῖτον· Τορώνην δὲ καὶ προσβαλὼν εἷλε κατὰ κράτος. [5.3.19] ἐν δὲ τούτοις ὄντα κατὰ θέρους ἀκμὴν καῦμα περιφλεγὲς λαμβάνει αὐτόν. ὡς δὲ πρόσθεν ἑορακότα τὸ ἐν Ἀφύτει τοῦ Διονύσου ἱερὸν ἔρως αὐτὸν τότ᾽ ἔσχε τῶν τε σκιερῶν σκηνημάτων καὶ τῶν λαμπρῶν καὶ ψυχρῶν ὑδάτων. ἐκομίσθη μὲν οὖν ἐκεῖσε ἔτι ζῶν, ὅμως μέντοι ἑβδομαῖος ἀφ᾽ οὗ ἔκαμεν ἔξω τοῦ ἱεροῦ ἐτελεύτησε. καὶ ἐκεῖνος μὲν ἐν μέλιτι τεθεὶς καὶ κομισθεὶς οἴκαδε ἔτυχε τῆς βασιλικῆς ταφῆς.
[5.3.20] Ἀγησίλαος δὲ τοῦτο ἀκούσας οὐχ ᾗ τις ἂν ᾤετο ἐφήσθη ὡς ἀντιπάλῳ, ἀλλὰ καὶ ἐδάκρυσε καὶ ἐπόθησε τὴν συνουσίαν. συσκηνοῦσι μὲν γὰρ δὴ βασιλεῖς ἐν τῷ αὐτῷ, ὅταν οἴκοι ὦσιν. ὁ δὲ Ἀγησίπολις τῷ Ἀγησιλάῳ ἱκανὸς μὲν ἦν καὶ ἡβητικῶν καὶ θηρευτικῶν καὶ ἱππικῶν καὶ παιδικῶν λόγων μετέχειν· πρὸς δὲ τούτοις καὶ ὑπῃδεῖτο αὐτὸν ἐν τῇ συσκηνίᾳ, ὥσπερ εἰκὸς πρεσβύτερον. καὶ οἱ μὲν Λακεδαιμόνιοι ἀντ᾽ ἐκείνου Πολυβιάδην ἁρμοστὴν ἐπὶ τὴν Ὄλυνθον ἐκπέμπουσιν.
[5.3.21] Ὁ δ᾽ Ἀγησίλαος ἤδη μὲν ὑπερέβαλε τὸν χρόνον, ὅσου ἐλέγετο ἐν [τῇ] Φλειοῦντι σῖτος εἶναι· τοσοῦτον γὰρ ἐγκράτεια γαστρὸς διαφέρει ὥστε οἱ Φλειάσιοι τὸν ἥμισυν ψηφισάμενοι σῖτον τελεῖν ἢ πρόσθεν, καὶ ποιοῦντες τοῦτο τὸν διπλάσιον τοῦ εἰκότος χρόνον πολιορκούμενοι διήρκεσαν. [5.3.22] καὶ τόλμα δὲ ἀτολμίας ἔσθ᾽ ὅτε τοσοῦτον διαφέρει ὥστε Δελφίων τις, λαμπρὸς δοκῶν εἶναι, λαβὼν πρὸς αὑτὸν τριακοσίους ἄνδρας Φλειασίων ἱκανὸς μὲν ἦν κωλύειν τοὺς βουλομένους εἰρήνην ποιεῖσθαι, ἱκανὸς δὲ οἷς ἠπίστει εἴρξας φυλάττειν, ἐδύνατο δὲ εἴς τε τὰς φυλακὰς ἀναγκάζειν τὸ πλῆθος ἰέναι καὶ τούτους ἐφοδεύων πιστοὺς παρέχεσθαι. πολλάκις δὲ μεθ᾽ ὧν εἶχε περὶ αὑτὸν καὶ ἐκθέων ἀπέκρουε φύλακας ἄλλοτ᾽ ἄλλῃ τοῦ περιτετειχισμένου κύκλου. [5.3.23] ἐπεὶ μέντοι οἱ ἐπίλεκτοι οὗτοι πάντα τρόπον ζητοῦντες οὐχ ηὕρισκον σῖτον ἐν τῇ πόλει, ἐκ τούτου δὴ πέμψαντες πρὸς τὸν Ἀγησίλαον ἐδέοντο σπείσασθαι πρεσβείαν εἰς Λακεδαίμονα ἰοῦσι· δεδόχθαι γὰρ σφίσιν ἔφασαν ἐπιτρέπειν τοῖς τέλεσι τῶν Λακεδαιμονίων χρήσασθαι τῇ πόλει ὅ τι βούλοιντο. [5.3.24] ὁ δὲ ὀργισθεὶς ὅτι ἄκυρον αὐτὸν ἐποίουν, πέμψας μὲν πρὸς τοὺς οἴκοι φίλους διεπράξατο ἑαυτῷ ἐπιτραπῆναι τὰ περὶ Φλειοῦντος, ἐσπείσατο δὲ τῇ πρεσβείᾳ. φυλακῇ δὲ ἔτι ἰσχυροτέρᾳ ἢ πρότερον ἐφύλαττεν, ἵνα μηδεὶς τῶν ἐκ τῆς πόλεως ἐξίοι. ὅμως μέντοι ὅ γε Δελφίων καὶ στιγματίας τις μετ᾽ αὐτοῦ, ὃς πολλὰ ὑφείλετο ὅπλα τῶν πολιορκούντων, ἀπέδρασαν νύκτωρ. [5.3.25] ἐπεὶ δὲ ἧκον ἐκ τῆς Λακεδαίμονος ἀπαγγέλλοντες ὅτι ἡ πόλις ἐπιτρέποι Ἀγησιλάῳ διαγνῶναι τὰ ἐν Φλειοῦντι ὅπως αὐτῷ δοκοίη, Ἀγησίλαος δὴ οὕτως ἔγνω, πεντήκοντα μὲν ἄνδρας τῶν κατεληλυθότων, πεντήκοντα δὲ τῶν οἴκοθεν πρῶτον μὲν ἀνακρῖναι ὅντινά τε ζῆν ἐν τῇ πόλει καὶ ὅντινα ἀποθανεῖν δίκαιον εἴη· ἔπειτα δὲ νόμους θεῖναι, καθ᾽ οὓς πολιτεύσοιντο· ἕως δ᾽ ἂν ταῦτα διαπράξωνται, φυλακὴν καὶ μισθὸν τοῖς φρουροῖς ἓξ μηνῶν κατέλιπε. ταῦτα δὲ ποιήσας τοὺς μὲν συμμάχους ἀφῆκε, τὸ δὲ πολιτικὸν οἴκαδε ἀπήγαγε. καὶ τὰ μὲν περὶ Φλειοῦντα οὕτως αὖ ἐπετετέλεστο ἐν ὀκτὼ μησὶ καὶ ἐνιαυτῷ.

[5.3.18] Ενόσω ο Αγησίλαος έκανε αυτά, ο Αγησίπολις προχώρησε ευθύς από τη Μακεδονία και στρατοπέδευσε μπροστά στην Όλυνθο. Καθώς δεν έβγαινε κανένας να τον αντιμετωπίσει, βάλθηκε να ρημάζει ό,τι απέμενε στο έδαφος των Ολυνθίων· έκανε κι επιδρομές στα εδάφη των συμμάχων τους, καταστρέφοντας το στάρι, και κατέλαβε μ᾽ έφοδο την Τορώνη. [5.3.19] Καθώς συνέβαιναν αυτά, ωστόσο, του παρουσιάστηκε καταμεσής του καλοκαιριού υψηλός πυρετός, και νοστάλγησε τα σκιερά καταφύγια και τα πεντακάθαρα κρύα νερά που είχε δει πρωτύτερα στο ιερό του Διονύσου, στην Άφυτι. Τον μετέφεραν λοιπόν εκεί, ζωντανό ακόμα, μια βδομάδα όμως μετά την αρχή της αρρώστιας πέθανε έξω από τον ναό. Τότε τον έβαλαν μέσα σε μέλι και τον πήγαν στην πατρίδα του, όπου του έγινε βασιλική ταφή.
[5.3.20] Μόλις το ᾽μαθε ο Αγησίλαος δεν χάρηκε —όπως θα μπορούσε κανείς να υποθέσει— για τον θάνατο του αντιζήλου: ίσα ίσα, τον έκλαψε και νοστάλγησε τη συντροφιά του. (Γιατί όταν οι βασιλιάδες βρίσκονται στη Σπάρτη, κατοικούν, όπως είναι γνωστό, μαζί· κι ο Αγησίπολις τα ᾽βγαζε πέρα καλά με τον Αγησίλαο σε κουβέντες για νεανικά πράγματα, για κυνήγι, ιππασία κι όμορφα αγόρια — χώρια που του ᾽δειχνε, στη συγκατοίκησή τους, τον σεβασμό που ταιριάζει προς τον πιο ηλικιωμένο.) Οι Λακεδαιμόνιοι πάλι έστειλαν αρμοστή στην Όλυνθο, στη θέση του Αγησιπόλιδος, τον Πολυβιάδη.
[380 π.Χ.]
[5.3.21] Στο μεταξύ ο Αγησίλαος είχε ξεπεράσει το χρονικό διάστημα, για το οποίο λεγόταν πως αρκούσαν τ᾽ αποθέματα τροφίμων του Φλειούντος. Το βέβαιο είναι ότι τέτοια είναι η υπεροχή της λιτότητας πάνω στη λαιμαργία, ώστε οι Φλειάσιοι, που είχαν ψηφίσει να περιορίσουν στο μισό τις μερίδες του σταριού, άντεξαν στην πολιορκία διπλάσιο χρόνο απ᾽ όσο θα περίμενε κανείς. [5.3.22] Παράδειγμα, πάλι, του πόσο υπερέχει καμιά φορά η τόλμη πάνω στην ατολμία έδωσε κάποιος Δελφίων με το όνομα. Αυτός προσεταιρίστηκε τριακόσιους Φλειάσιους και μ᾽ αυτούς στάθηκε ικανός όχι μόνον να εξουδετερώσει τις προσπάθειες των ειρηνοφίλων, αλλά και να συλλάβει και να κρατήσει φυλακισμένους όσους δεν εμπιστευόταν. Κατόρθωνε και να εξαναγκάζει την πλειοψηφία των πολιτών να κάνουν βάρδιες, και να βεβαιώνεται μ᾽ εφοδείες ότι εκτελούσαν το καθήκον τους· πολλές φορές, εξάλλου, έκανε εξόδους με τους άνδρες του και απωθούσε τα εχθρικά φυλάκια στο ένα ή στο άλλο μέρος του περιτειχίσματος.
[379 π.Χ.]
[5.3.23] Κάποτε ωστόσο ναυάγησαν όλες οι προσπάθειες αυτών των επιλέκτων να βρουν τροφές μέσα στην πόλη. Τότε έστειλαν να ζητήσουν από τον Αγησίλαο να εγγυηθεί ασφάλεια στην πρεσβεία που θα πήγαινε στη Λακεδαίμονα· είχαν αποφασίσει, είπαν, να παραδώσουν την πόλη στο έλεος των αρχών της Λακεδαίμονος. [5.3.24] Ο Αγησίλαος, οργισμένος επειδή αγνοούσαν τη δική του εξουσία, εγγυήθηκε ασφάλεια στην πρεσβεία, αλλά ταυτόχρονα μήνυσε στους φίλους του, στη Σπάρτη, να ενεργήσουν να ανατεθεί σ᾽ εκείνον η τακτοποίηση των υποθέσεων του Φλειούντος. Στο μεταξύ φύλαγε την πόλη μ᾽ ενισχυμένες σκοπιές, για να μη βγει κανένας· μολοντούτο ο Δελφίων, και μαζί του ένας στιγματισμένος που είχε κλέψει πολύν οπλισμό από τους πολιορκητές, δραπέτευσαν νύχτα. [5.3.25] Σαν ήρθαν από τη Λακεδαίμονα ν᾽ αναγγείλουν ότι ανατίθεται στον Αγησίλαο η επίλυση των ζητημάτων του Φλειούντος κατά την κρίση του, εκείνος όρισε τ᾽ ακόλουθα: πενήντα εξόριστοι και πενήντα κάτοικοι της πόλης θ᾽ αποφάσιζαν πρώτα ποιοί από τον πληθυσμό έπρεπε να ζήσουν και ποιοί να πεθάνουν, και στη συνέχεια θα κατάρτιζαν νόμους που θα ρύθμιζαν τον πολιτικό βίο· ώσπου να γίνουν τούτα, άφησε φρουρά με μισθό έξι μηνών για τους άνδρες της. Ύστερα απ᾽ αυτές τις ενέργειες απέλυσε τα στρατεύματα των συμμάχων και πήρε πίσω στη Λακεδαίμονα τα δικά του. Έτσι λύθηκαν πάλι τα ζητήματα του Φλειούντος, μετά έναν χρόνο και οχτώ μήνες.