Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (1.5.1-1.5.21)

[1.5.1] Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι πρότερον τούτων οὐ πολλῷ χρόνῳ Κρατησιππίδᾳ τῆς ναυαρχίας παρεληλυθυίας Λύσανδρον ἐξέπεμψαν ναύαρχον. ὁ δὲ ἀφικόμενος εἰς Ῥόδον καὶ ναῦς ἐκεῖθεν λαβών, εἰς Κῶ καὶ Μίλητον ἔπλευσεν, ἐκεῖθεν δ᾽ εἰς Ἔφεσον, καὶ ἐκεῖ ἔμεινε ναῦς ἔχων ἑβδομήκοντα μέχρι οὗ Κῦρος εἰς Σάρδεις ἀφίκετο. [1.5.2] ἐπεὶ δ᾽ ἧκεν, ἀνέβη πρὸς αὐτὸν σὺν τοῖς ἐκ Λακεδαίμονος πρέσβεσιν. ἐνταῦθα δὴ κατά τε τοῦ Τισσαφέρνους ἔλεγον ἃ πεποιηκὼς εἴη, αὐτοῦ τε Κύρου ἐδέοντο ὡς προθυμοτάτου πρὸς τὸν πόλεμον γενέσθαι. [1.5.3] Κῦρος δὲ τόν τε πατέρα ἔφη ταῦτα ἐπεσταλκέναι καὶ αὐτὸς οὐκ ἄλλ᾽ ἐγνωκέναι, ἀλλὰ πάντα ποιήσειν· ἔχων δὲ ἥκειν τάλαντα πεντακόσια· ἐὰν δὲ ταῦτα ἐπιλίπῃ, τοῖς ἰδίοις χρήσεσθαι ἔφη, ἃ ὁ πατὴρ αὐτῷ ἔδωκεν· ἐὰν δὲ καὶ ταῦτα, καὶ τὸν θρόνον κατακόψειν ἐφ᾽ οὗ ἐκάθητο, ὄντα ἀργυροῦν καὶ χρυσοῦν. [1.5.4] οἱ δὲ ταῦτά τε ἐπῄνουν καὶ ἐκέλευον αὐτὸν τάξαι τῷ ναύτῃ δραχμὴν Ἀττικήν, διδάσκοντες ὅτι, ἂν οὗτος ὁ μισθὸς γένηται, οἱ τῶν Ἀθηναίων ναῦται ἀπολείψουσι τὰς ναῦς, καὶ μείω χρήματα ἀναλώσει. [1.5.5] ὁ δὲ καλῶς μὲν ἔφη αὐτοὺς λέγειν, οὐ δυνατὸν δ᾽ εἶναι παρ᾽ ἃ βασιλεὺς ἐπέστειλεν αὐτῷ ἄλλα ποιεῖν. εἶναι δὲ καὶ τὰς συνθήκας οὕτως ἐχούσας, τριάκοντα μνᾶς ἑκάστῃ νηὶ τοῦ μηνὸς διδόναι, ὁπόσας ἂν βούλωνται τρέφειν Λακεδαιμόνιοι. [1.5.6] ὁ δὲ Λύσανδρος τότε μὲν ἐσιώπησε· μετὰ δὲ τὸ δεῖπνον, ἐπεὶ αὐτῷ προπιὼν ὁ Κῦρος ἤρετο τί ἂν μάλιστα χαρίζοιτο ποιῶν, εἶπεν ὅτι Εἰ πρὸς τὸν μισθὸν ἑκάστῳ ναύτῃ ὀβολὸν προσθείης. [1.5.7] ἐκ δὲ τούτου τέτταρες ὀβολοὶ ἦν ὁ μισθός, πρότερον δὲ τριώβολον. καὶ τόν τε προοφειλόμενον ἀπέδωκε καὶ ἔτι μηνὸς προέδωκεν, ὥστε τὸ στράτευμα πολὺ προθυμότερον εἶναι. [1.5.8] οἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἀκούοντες ταῦτα ἀθύμως μὲν εἶχον, ἔπεμπον δὲ πρὸς τὸν Κῦρον πρέσβεις διὰ Τισσαφέρνους. [1.5.9] ὁ δὲ οὐ προσεδέχετο, δεομένου Τισσαφέρνους καὶ λέγοντος, ἅπερ αὐτὸς ἐποίει πεισθεὶς ὑπ᾽ Ἀλκιβιάδου, σκοπεῖν ὅπως τῶν Ἑλλήνων μηδὲ οἵτινες ἰσχυροὶ ὦσιν, ἀλλὰ πάντες ἀσθενεῖς, αὐτοὶ ἐν αὑτοῖς στασιάζοντες. [1.5.10] καὶ ὁ μὲν Λύσανδρος, ἐπεὶ αὐτῷ τὸ ναυτικὸν συνετέτακτο, ἀνελκύσας τὰς ἐν τῇ Ἐφέσῳ οὔσας ναῦς ἐνενήκοντα ἡσυχίαν ἦγεν, ἐπισκευάζων καὶ ἀναψύχων αὐτάς. [1.5.11] Ἀλκιβιάδης δὲ ἀκούσας Θρασύβουλον ἔξω Ἑλλησπόντου ἥκοντα †τειχίζειν Φώκαιαν διέπλευσε πρὸς αὐτόν, καταλιπὼν ἐπὶ ταῖς ναυσὶν Ἀντίοχον τὸν αὑτοῦ κυβερνήτην, ἐπιστείλας μὴ ἐπιπλεῖν ἐπὶ τὰς Λυσάνδρου ναῦς. [1.5.12] ὁ δὲ Ἀντίοχος τῇ τε αὑτοῦ νηὶ καὶ ἄλλῃ ἐκ Νοτίου εἰς τὸν λιμένα τῶν Ἐφεσίων εἰσπλεύσας παρ᾽ αὐτὰς τὰς πρῴρας τῶν Λυσάνδρου νεῶν παρέπλει. [1.5.13] ὁ δὲ Λύσανδρος τὸ μὲν πρῶτον ὀλίγας τῶν νεῶν καθελκύσας ἐδίωκεν αὐτόν, ἐπεὶ δὲ οἱ Ἀθηναῖοι τῷ Ἀντιόχῳ ἐβοήθουν πλείοσι ναυσί, τότε δὴ καὶ πάσας συντάξας ἐπέπλει. μετὰ δὲ ταῦτα καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐκ τοῦ Νοτίου καθελκύσαντες τὰς λοιπὰς τριήρεις ἀνήχθησαν, ὡς ἕκαστος ἤνοιξεν. [1.5.14] ἐκ τούτου δ᾽ ἐναυμάχησαν οἱ μὲν ἐν τάξει, οἱ δὲ Ἀθηναῖοι διεσπαρμέναις ταῖς ναυσί, μέχρι οὗ ἔφυγον ἀπολέσαντες πεντεκαίδεκα τριήρεις. τῶν δὲ ἀνδρῶν οἱ μὲν πλεῖστοι ἐξέφυγον, οἱ δ᾽ ἐζωγρήθησαν. Λύσανδρος δὲ τάς τε ναῦς ἀναλαβὼν καὶ τροπαῖον στήσας ἐπὶ τοῦ Νοτίου διέπλευσεν εἰς Ἔφεσον, οἱ δ᾽ Ἀθηναῖοι εἰς Σάμον. [1.5.15] μετὰ δὲ ταῦτα Ἀλκιβιάδης ἐλθὼν εἰς Σάμον ἀνήχθη ταῖς ναυσὶν ἁπάσαις ἐπὶ τὸν λιμένα τῶν Ἐφεσίων, καὶ πρὸ τοῦ στόματος παρέταξεν, εἴ τις βούλοιτο ναυμαχεῖν. ἐπειδὴ δὲ Λύσανδρος οὐκ ἀντανήγαγε διὰ τὸ πολλαῖς ναυσὶν ἐλαττοῦσθαι, ἀπέπλευσεν εἰς Σάμον. Λακεδαιμόνιοι δὲ ὀλίγῳ ὕστερον αἱροῦσι Δελφίνιον καὶ Ἠιόνα. [1.5.16] οἱ δὲ ἐν οἴκῳ Ἀθηναῖοι, ἐπειδὴ ἠγγέλθη ἡ ναυμαχία, χαλεπῶς εἶχον τῷ Ἀλκιβιάδῃ, οἰόμενοι δι᾽ ἀμέλειάν τε καὶ ἀκράτειαν ἀπολωλεκέναι τὰς ναῦς, καὶ στρατηγοὺς εἵλοντο ἄλλους δέκα, Κόνωνα, Διομέδοντα, Λέοντα, Περικλέα, Ἐρασινίδην, Ἀριστοκράτην, Ἀρχέστρατον, Πρωτόμαχον, Θράσυλλον, Ἀριστογένην. [1.5.17] Ἀλκιβιάδης μὲν οὖν πονηρῶς καὶ ἐν τῇ στρατιᾷ φερόμενος, λαβὼν τριήρη μίαν ἀπέπλευσεν εἰς Χερρόνησον εἰς τὰ ἑαυτοῦ τείχη. [1.5.18] μετὰ δὲ ταῦτα Κόνων ἐκ τῆς Ἄνδρου σὺν αἷς εἶχε ναυσὶν εἴκοσιν ψηφισαμένων Ἀθηναίων εἰς Σάμον ἔπλευσεν ἐπὶ τὸ ναυτικόν. ἀντὶ δὲ Κόνωνος εἰς Ἄνδρον ἔπεμψαν Φανοσθένην, τέτταρας ναῦς ἔχοντα. [1.5.19] οὗτος περιτυχὼν δυοῖν τριήροιν Θουρίαιν ἔλαβεν αὐτοῖς ἀνδράσι· καὶ τοὺς μὲν αἰχμαλώτους ἅπαντας ἔδησαν Ἀθηναῖοι, τὸν δὲ ἄρχοντα αὐτῶν Δωριέα, ὄντα μὲν Ῥόδιον, πάλαι δὲ φυγάδα ἐξ Ἀθηνῶν καὶ Ῥόδου ὑπὸ Ἀθηναίων κατεψηφισμένων αὐτοῦ θάνατον καὶ τῶν ἐκείνου συγγενῶν, πολιτεύοντα παρ᾽ αὐτοῖς, ἐλεήσαντες ἀφεῖσαν οὐδὲ χρήματα πραξάμενοι. [1.5.20] Κόνων δ᾽ ἐπεὶ εἰς τὴν Σάμον ἀφίκετο καὶ τὸ ναυτικὸν κατέλαβεν ἀθύμως ἔχον, συμπληρώσας τριήρεις ἑβδομήκοντα ἀντὶ τῶν προτέρων, οὐσῶν πλέον ἢ ἑκατόν, καὶ ταύταις ἀναγαγόμενος μετὰ τῶν ἄλλων στρατηγῶν, ἄλλοτε ἄλλῃ ἀποβαίνων τῆς τῶν πολεμίων χώρας ἐλῄζετο. [1.5.21] [καὶ ὁ ἐνιαυτὸς ἔληγεν, ἐν ᾧ Καρχηδόνιοι εἰς Σικελίαν στρατεύσαντες εἴκοσι καὶ ἑκατὸν τριήρεσι καὶ πεζῆς στρατιᾶς δώδεκα μυριάσιν εἷλον Ἀκράγαντα λιμῷ, μάχῃ μὲν ἡττηθέντες, προσκαθεζόμενοι δὲ ἑπτὰ μῆνας.]

[1.5.1] Λίγο καιρό πριν απ᾽ αυτά είχε λήξει η θητεία του Κρατησιππίδα στην αρχηγία του στόλου, και οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν ναύαρχο τον Λύσανδρο. Αυτός πήγε πρώτα στη Ρόδο να παραλάβει πλοία, ύστερα στην Κω και στη Μίλητο κι αποκεί στην Έφεσο, όπου παρέμεινε μ᾽ εβδομήντα πλοία ώσπου να φτάσει ο Κύρος στις Σάρδεις. [1.5.2] Τότε ξεκίνησε να τον συναντήσει μαζί με τους πρέσβεις από τη Λακεδαίμονα. Παραπονέθηκαν στον Κύρο για τη διαγωγή του Τισσαφέρνη και τον παρακάλεσαν να δείξει ο ίδιος όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ζήλο στη διεξαγωγή του πολέμου. [1.5.3] Ο Κύρος είπε ότι τέτοιες οδηγίες είχε από τον πατέρα του, αλλά και του ίδιου οι διαθέσεις δεν ήταν διαφορετικές: θα ᾽κανε ό,τι περνούσε από το χέρι του. Είχε φέρει μαζί του, είπε, πεντακόσια τάλαντα. Αν δεν έφταναν, θα ξόδευε κι από τα δικά του, που του είχε δώσει ο πατέρας του· αν και τούτα δεν έφταναν, θα κομμάτιαζε ακόμα και τον θρόνο όπου καθόταν, που ᾽ταν από ασήμι και χρυσάφι. [1.5.4] Οι άλλοι τον συγχάρηκαν γι᾽ αυτά και του ζήτησαν να ορίσει μισθό σε κάθε ναύτη μία δραχμή αττική τη μέρα, εξηγώντας του ότι αν αυξηθεί τόσο ο μισθός θα λιποτακτήσουν οι ναύτες των Αθηναίων από τα καράβια τους κι έτσι θα ξοδέψει τελικά λιγότερα. [1.5.5] Ο Κύρος αποκρίθηκε ότι είχαν δίκιο, αλλά δεν μπορούσε να ενεργήσει αντίθετα με τις οδηγίες του πατέρα του· άλλωστε η συμφωνία που είχαν κάνει ήταν να πληρώνει τρεις χιλιάδες δραχμές τον μήνα για κάθε πλοίο, όσα πλοία κι αν ήθελαν να συντηρούν οι Λακεδαιμόνιοι. [1.5.6] Εκείνη την ώρα ο Λύσανδρος δεν μίλησε, μετά το δείπνο όμως —όταν ο Κύρος ήπιε στην υγειά του και τον ρώτησε ποιά ήταν η μεγαλύτερη χάρη που μπορούσε να του κάνει— απάντησε: «Να προσθέσεις έναν οβολό στον μισθό του κάθε ναύτη». [1.5.7] Έτσι ο μισθός έγινε τέσσερις οβολοί τη μέρα αντί για τρεις που ήταν πρωτύτερα. Τους πλήρωσε επίσης ο Κύρος τα καθυστερούμενα, καθώς και προκαταβολή για έναν μήνα, για να κεντρίσει για καλά τον ζήλο του στρατού.
[1.5.8] Οι Αθηναίοι στενοχωρήθηκαν όταν τα πληροφορήθηκαν αυτά και με τη μεσολάβηση του Τισσαφέρνη έστειλαν πρέσβεις στον Κύρο. [1.5.9] Τούτος όμως αρνήθηκε να τους δεχτεί, μ᾽ όλα τα παρακάλια του Τισσαφέρνη που τον συμβούλευε (σύμφωνα μ᾽ όσα έκανε ο ίδιος, δασκαλεμένος από τον Αλκιβιάδη) να φροντίζει να μη δυναμώσει καμιά παράταξη των Ελλήνων, παρά να φιλονικούν αναμεταξύ τους για να μένουν όλες αδύναμες.
[1.5.10] Όταν οργάνωσε το ναυτικό του ο Λύσανδρος δεν ανέλαβε δράση, παρά έβαλε να τραβήξουν στη στεριά τα ενενήντα πλοία που είχε στην Έφεσο, να τα στεγνώσουν και να τα επισκευάσουν. [1.5.11] Ο Αλκιβιάδης πάλι, μαθαίνοντας ότι ο Θρασύβουλος είχε βγει από τον Ελλήσποντο και περιτείχιζε τη Φώκαια, ξεκίνησε να τον συναντήσει αφήνοντας τη διοίκηση του στόλου στον Αντίοχο, τον κυβερνήτη του δικού του πλοίου, μ᾽ εντολή να μη χτυπήσει τα πλοία του Λυσάνδρου. [1.5.12] Ο Αντίοχος μολοντούτο έφυγε από το Νότιο με το καράβι του κι άλλο ένα και μπήκε στο λιμάνι της Εφέσου, περνώντας ξυστά στις πλώρες των πλοίων του Λυσάνδρου. [1.5.13] Στην αρχή ο Λύσανδρος έριξε λίγα πλοία στο νερό να τον κυνηγήσουν· όταν όμως οι Αθηναίοι βγήκαν με περισσότερα πλοία να βοηθήσουν τον Αντίοχο, τότε κι εκείνος κίνησε μ᾽ όλο του τον στόλο συντεταγμένο εναντίον τους. Έπειτα απ᾽ αυτό έριξαν κι οι Αθηναίοι στη θάλασσα τα υπόλοιπα πολεμικά τους από το Νότιο και βγήκαν στ᾽ ανοιχτά, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. [1.5.14] Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι Λακεδαιμόνιοι ναυμάχησαν σε σχηματισμό ενώ οι Αθηναίοι, που είχαν σκορπισμένα τα πλοία τους, αναγκάστηκαν στο τέλος να υποχωρήσουν νικημένοι αφού έχασαν δεκαπέντε πολεμικά· από τα πληρώματά τους οι πιο πολλοί ξέφυγαν, άλλοι όμως πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ο Λύσανδρος πήρε τα πλοία, έστησε τρόπαιο στο Νότιο και γύρισε στην Έφεσο, ενώ οι Αθηναίοι έβαζαν πλώρη για τη Σάμο.
[1.5.15] Στη συνέχεια, αφού επέστρεψε ο Αλκιβιάδης στη Σάμο, πήρε ολόκληρο τον στόλο στην Έφεσο και τον παρέταξε μπροστά στο στόμιο του λιμανιού, προκαλώντας τους αντιπάλους να ναυμαχήσουν αν τολμούσαν· καθώς όμως ο Λύσανδρος, έχοντας πολύ λιγότερα πλοία, δεν έβγαινε να τον αντιμετωπίσει, γύρισε πίσω στη Σάμο. Λίγο αργότερα οι Λακεδαιμόνιοι κατέλαβαν το Δελφίνιο και την Ηιόνα.
[1.5.16] Όταν μαθεύτηκε στην Αθήνα η ναυμαχία, οι Αθηναίοι θύμωσαν με τον Αλκιβιάδη, νομίζοντας ότι είχε χάσει τα καράβια από αμέλεια κι έλλειψη επιβολής, κι εκλέξαν δέκα καινούργιους στρατηγούς: τον Κόνωνα, τον Διομέδοντα, τον Λέοντα, τον Περικλή, τον Ερασινίδη, τον Αριστοκράτη, τον Αρχέστρατο, τον Πρωτόμαχο, τον Θρασύλλο και τον Αριστογένη. [1.5.17] Ο Αλκιβιάδης, που είχε προκαλέσει αντιπάθειες και στο στράτευμα, πήρε ένα πολεμικό κι έφυγε για τον ιδιωτικό του πύργο στη Χερσόνησο.
[1.5.18] Ύστερα απ᾽ αυτά ο Κόνων, εκτελώντας απόφαση που είχαν ψηφίσει οι Αθηναίοι, έφυγε από την Άνδρο με τα είκοσι πλοία του και πήγε στη Σάμο ν᾽ αναλάβει τη διοίκηση του ναυτικού· στη θέση του έστειλαν τον Φανοσθένη με τέσσερα πλοία. [1.5.19] Τούτος απάντησε δύο πολεμικά των Θουρίων και τα αιχμαλώτισε μαζί με τα πληρώματά τους. Τους αιχμαλώτους τους φυλάκισαν όλους οι Αθηναίοι, τον αρχηγό τους όμως Δωριέα (που καταγόταν από τη Ρόδο αλλά ήταν πολίτης των Θουρίων) τον λυπήθηκαν και τον άφησαν ελεύθερο δίχως καν να του ζητήσουν λύτρα, μόλο που τον είχαν εξορίσει από καιρό κι από την Αθήνα κι από τη Ρόδο, καταδικάζοντας σε θάνατο κι αυτόν και τους συγγενείς του.
[1.5.20] Ο Κόνων ωστόσο, φτάνοντας στη Σάμο και διαπιστώνοντας ότι το ηθικό του ναυτικού ήταν πεσμένο, επάνδρωσε εβδομήντα μονάχα πολεμικά —ενώ πριν ήταν περισσότερα από εκατό— και μ᾽ αυτά, μαζί με τους άλλους στρατηγούς, άρχισε να κάνει αποβάσεις σε διάφορα σημεία του εχθρικού εδάφους και να το λεηλατεί.
[1.5.21] [Έτσι τέλειωσε η χρονιά όπου οι Καρχηδόνιοι εξεστράτευσαν στη Σικελία μ᾽ εκατόν είκοσι πολεμικά κι εκατόν είκοσι χιλιάδες πεζούς και, μόλο που νικήθηκαν σε μάχη, πολιόρκησαν τον Ακράγαντα και σ᾽ εφτά μήνες τον ανάγκασαν να παραδοθεί από την πείνα.]