Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (1.4.1-1.4.23)

[1.4.1] Φαρνάβαζος δὲ καὶ οἱ πρέσβεις τῆς Φρυγίας ἐν Γορδείῳ ὄντες τὸν χειμῶνα τὰ περὶ τὸ Βυζάντιον πεπραγμένα ἤκουσαν. [1.4.2] ἀρχομένου δὲ τοῦ ἔαρος πορευομένοις αὐτοῖς παρὰ βασιλέα ἀπήντησαν καταβαίνοντες οἵ τε Λακεδαιμονίων πρέσβεις Βοιώτιος [ὄνομα] καὶ οἱ μετ᾽ αὐτοῦ καὶ οἱ ἄλλοι ἄγγελοι, καὶ ἔλεγον ὅτι Λακεδαιμόνιοι ὧν δέονται πάντων πεπραγότες εἶεν παρὰ βασιλέως, [1.4.3] καὶ Κῦρος, ἄρξων πάντων τῶν ἐπὶ θαλάττῃ καὶ συμπολεμήσων Λακεδαιμονίοις, ἐπιστολήν τε ἔφερε τοῖς κάτω πᾶσι τὸ βασίλειον σφράγισμα ἔχουσαν, ἐν ᾗ ἐνῆν καὶ τάδε· Καταπέμπω Κῦρον κάρανον τῶν εἰς Καστωλὸν ἁθροιζομένων. τὸ δὲ κάρανον ἔστι κύριον. [1.4.4] ταῦτ᾽ οὖν ἀκούοντες οἱ τῶν Ἀθημαίων πρέσβεις, καὶ ἐπειδὴ Κῦρον εἶδον, ἐβούλοντο μὲν μάλιστα παρὰ βασιλέα ἀναβῆναι, εἰ δὲ μή, οἴκαδε ἀπελθεῖν. [1.4.5] Κῦρος δὲ Φαρναβάζῳ εἶπεν ἢ παραδοῦναι τοὺς πρέσβεις ἑαυτῷ ἢ μὴ οἴκαδέ πω ἀποπέμψαι, βουλόμενος τοὺς Ἀθηναίους μὴ εἰδέναι τὰ πραττόμενα. [1.4.6] Φαρνάβαζος δὲ τέως μὲν κατεῖχε τοὺς πρέσβεις, φάσκων τοτὲ μὲν ἀνάξειν αὐτοὺς παρὰ βασιλέα, τοτὲ δὲ οἴκαδε ἀποπέμψειν, ὡς μηδὲν μέμψησθε· [1.4.7] ἐπειδὴ δὲ ἐνιαυτοὶ ἦσαν τρεῖς, ἐδεήθη τοῦ Κύρου ἀφεῖναι αὐτούς, φάσκων ὀμωμοκέναι καὶ ἀπάξειν ἐπὶ θάλατταν, ἐπειδὴ οὐ παρὰ βασιλέα. πέμψαντες δὲ Ἀριοβαρζάνει παρακομίσαι αὐτοὺς ἐκέλευον· ὁ δὲ ἀπήγαγεν εἰς Κίον τῆς Μυσίας, ὅθεν πρὸς τὸ ἄλλο στρατόπεδον ἀπέπλευσαν.
[1.4.8] Ἀλκιβιάδης δὲ βουλόμενος μετὰ τῶν στρατιωτῶν ἀποπλεῖν οἴκαδε, ἀνήχθη εὐθὺς ἐπὶ Σάμου· ἐκεῖθεν δὲ λαβὼν τῶν νεῶν εἴκοσιν ἔπλευσε τῆς Καρίας εἰς τὸν Κεραμικὸν κόλπον. [1.4.9] ἐκεῖθεν δὲ συλλέξας ἑκατὸν τάλαντα ἧκεν εἰς τὴν Σάμον. Θρασύβουλος δὲ σὺν τριάκοντα ναυσὶν ἐπὶ Θρᾴκης ᾤχετο, ἐκεῖ δὲ τά τε ἄλλα χωρία τὰ πρὸς Λακεδαιμονίους μεθεστηκότα κατεστρέψατο καὶ Θάσον, ἔχουσαν κακῶς ὑπό τε τῶν πολέμων καὶ στάσεων καὶ λιμοῦ. [1.4.10] Θράσυλλος δὲ σὺν τῇ ἄλλῃ στρατιᾷ εἰς Ἀθήνας κατέπλευσε· πρὶν δὲ ἥκειν αὐτὸν οἱ Ἀθηναῖοι στρατηγοὺς εἴλοντο Ἀλκιβιάδην μὲν φεύγοντα καὶ Θρασύβουλον ἀπόντα, Κόνωνα δὲ τρίτον ἐκ τῶν οἴκοθεν. [1.4.11] Ἀλκιβιάδης δὲ ἐκ τῆς Σάμου ἔχων τὰ χρήματα κατέπλευσεν εἰς Πάρον ναυσὶν εἴκοσιν, ἐκεῖθεν δ᾽ ἀνήχθη εὐθὺ Γυθείου ἐπὶ κατασκοπὴν τῶν τριήρων, ἃς ἐπυνθάνετο Λακεδαιμονίους αὐτόθι παρασκευάζειν τριάκοντα, καὶ τοῦ οἴκαδε κατάπλου ὅπως ἡ πόλις πρὸς αὐτὸν ἔχοι. [1.4.12] ἐπεὶ δὲ ἑώρα ἑαυτῷ εὔνουν οὖσαν καὶ στρατηγὸν αὑτὸν ᾑρημένον καὶ ἰδίᾳ μεταπεμπομένους τοὺς ἐπιτηδείους, κατέπλευσεν εἰς τὸν Πειραιᾶ ἡμέρᾳ ᾗ Πλυντήρια ἦγεν ἡ πόλις, τοῦ ἕδους κατακεκαλυμμένου τῆς Ἀθηνᾶς, ὅ τινες οἰωνίζοντο ἀνεπιτήδειον εἶναι καὶ αὐτῷ καὶ τῇ πόλει. Ἀθηναίων γὰρ οὐδεὶς ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ οὐδενὸς σπουδαίου ἔργου τολμήσαι ἂν ἅψασθαι. [1.4.13] καταπλέοντος δ᾽ αὐτοῦ ὅ τε ἐκ τοῦ Πειραιῶς καὶ ὁ ἐκ τοῦ ἄστεως ὄχλος ἡθροίσθη πρὸς τὰς ναῦς, θαυμάζοντες καὶ ἰδεῖν βουλόμενοι τὸν Ἀλκιβιάδην, λέγοντες [ὅτι] οἱ μὲν ὡς κράτιστος εἴη τῶν πολιτῶν καὶ μόνος [ἀπελογήθη ὡς] οὐ δικαίως φύγοι, ἐπιβουλευθεὶς δὲ ὑπὸ τῶν ἔλαττον ἐκείνου δυναμένων μοχθηρότερά τε λεγόντων καὶ πρὸς τὸ αὑτῶν ἴδιον κέρδος πολιτευόντων, ἐκείνου ἀεὶ τὸ κοινὸν αὔξοντος καὶ ἀπὸ τῶν αὑτοῦ καὶ ἀπὸ τοῦ τῆς πόλεως δυνατοῦ· [1.4.14] ἐθέλοντος δὲ τότε κρίνεσθαι παραχρῆμα τῆς αἰτίας ἄρτι γεγενημένης ὡς ἠσεβηκότος εἰς τὰ μυστήρια, ὑπερβαλλόμενοι οἱ ἐχθροὶ τὰ δοκοῦντα δίκαια εἶναι ἀπόντα αὐτὸν ἐστέρησαν τῆς πατρίδος· [1.4.15] ἐν ᾧ χρόνῳ ὑπὸ ἀμηχανίας δουλεύων ἠναγκάσθη μὲν θεραπεύειν τοὺς ἐχθίστους, κινδυνεύων ἀεὶ παρ᾽ ἑκάστην ἡμέραν ἀπολέσθαι· τοὺς δὲ οἰκειοτάτους πολίτας τε καὶ συγγενεῖς καὶ τὴν πόλιν ἅπασαν ὁρῶν ἐξαμαρτάνουσαν, οὐκ εἶχεν ὅπως ὠφελοίη φυγῇ ἀπειργόμενος· [1.4.16] οὐκ ἔφασαν δὲ τῶν οἵωνπερ αὐτὸς ὄντων εἶναι καινῶν δεῖσθαι πραγμάτων οὐδὲ μεταστάσεως· ὑπάρχειν γὰρ ἐκ τοῦ δήμου αὐτῷ μὲν τῶν τε ἡλικιωτῶν πλέον ἔχειν τῶν τε πρεσβυτέρων μὴ ἐλαττοῦσθαι, τοῖς δ᾽ αὐτοῦ ἐχθροῖς †τοιούτοις δοκεῖν εἶναι οἵοισπερ πρότερον†, ὕστερον δὲ δυνασθεῖσιν ἀπολλύναι τοὺς βελτίστους, αὐτοὺς δὲ μόνους λειφθέντας δι᾽ αὐτὸ τοῦτο ἀγαπᾶσθαι ὑπὸ τῶν πολιτῶν ὅτι ἑτέροις βελτίοσιν οὐκ εἶχον χρῆσθαι· [1.4.17] οἱ δέ, ὅτι τῶν παροιχομένων αὐτοῖς κακῶν μόνος αἴτιος εἴη, τῶν τε φοβερῶν ὄντων τῇ πόλει γενέσθαι μόνος κινδυνεύσαι ἡγεμὼν καταστῆναι. [1.4.18] Ἀλκιβιάδης δὲ πρὸς τὴν γῆν ὁρμισθεὶς ἀπέβαινε μὲν οὐκ εὐθύς, φοβούμενος τοὺς ἐχθρούς· ἐπαναστὰς δὲ ἐπὶ τοῦ καταστρώματος ἐσκόπει τοὺς αὑτοῦ ἐπιτηδείους, εἰ παρείησαν. [1.4.19] κατιδὼν δὲ Εὐρυπτόλεμον τὸν Πεισιάνακτος, αὑτοῦ δὲ ἀνεψιόν, καὶ τοὺς ἄλλους οἰκείους καὶ τοὺς φίλους μετ᾽ αὐτῶν, τότε ἀποβὰς ἀναβαίνει εἰς τὴν πόλιν μετὰ τῶν παρεσκευασμένων, εἴ τις ἅπτοιτο, μὴ ἐπιτρέπειν. [1.4.20] ἐν δὲ τῇ βουλῇ καὶ τῇ ἐκκλησίᾳ ἀπολογησάμενος ὡς οὐκ ἠσεβήκει, εἰπὼν δὲ ὡς ἠδίκηται, λεχθέντων δὲ καὶ ἄλλων τοιούτων καὶ οὐδενὸς ἀντειπόντος διὰ τὸ μὴ ἀνασχέσθαι ἂν τὴν ἐκκλησίαν, ἀναρρηθεὶς ἁπάντων ἡγεμὼν αὐτοκράτωρ, ὡς οἷός τε ὢν σῶσαι τὴν προτέραν τῆς πόλεως δύναμιν, πρότερον μὲν τὰ μυστήρια τῶν Ἀθηναίων κατὰ θάλατταν ἀγόντων διὰ τὸν πόλεμον, κατὰ γῆν ἐποίησεν ἐξαγαγὼν τοὺς στρατιώτας ἅπαντας· [1.4.21] μετὰ δὲ ταῦτα κατελέξατο στρατιάν, ὁπλίτας μὲν πεντακοσίους καὶ χιλίους, ἱππέας δὲ πεντήκοντα καὶ ἑκατόν, ναῦς δ᾽ ἑκατόν. καὶ μετὰ τὸν κατάπλουν τρίτῳ μηνὶ ἀνήχθη ἐπ᾽ Ἄνδρον ἀφεστηκυῖαν τῶν Ἀθηναίων, καὶ μετ᾽ αὐτοῦ Ἀριστοκράτης καὶ Ἀδείμαντος ὁ Λευκολοφίδου συνεπέμφθησαν ᾑρημένοι κατὰ γῆν στρατηγοί. [1.4.22] Ἀλκιβιάδης δὲ τὸ στράτευμα ἀπεβίβασε τῆς Ἀνδρίας χώρας εἰς Γαύριον· ἐκβοηθήσαντας δὲ τοὺς Ἀνδρίους ἐτρέψαντο καὶ κατέκλεισαν εἰς τὴν πόλιν καί τινας ἀπέκτειναν οὐ πολλούς, καὶ τοὺς Λάκωνας οἳ αὐτόθι ἦσαν. [1.4.23] Ἀλκιβιάδης δὲ τροπαῖόν τε ἔστησε καὶ μείνας αὐτοῦ ὀλίγας ἡμέρας ἔπλευσεν εἰς Σάμον, κἀκεῖθεν ὁρμώμενος ἐπολέμει.

[407 π.Χ.]
[1.4.1] Ο Φαρνάβαζος κι οι πρέσβεις έμαθαν τα γεγονότα του Βυζαντίου στο Γόρδιο της Φρυγίας, όπου περνούσαν τον χειμώνα. [1.4.2] Όταν ήρθε η άνοιξη κίνησαν ξανά προς τον Βασιλέα, αλλά στον δρόμο απάντησαν τους πρέσβεις των Λακεδαιμονίων που γύριζαν —τον Βοιώτιο και τους δικούς του— κι απ᾽ αυτούς, καθώς κι απ᾽ άλλους απεσταλμένους, έμαθαν ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν πετύχει από τον Βασιλέα όλα όσα ζητούσαν. [1.4.3] Συνάντησαν και τον Κύρο, που είχε διοριστεί διοικητής όλης της παραθαλάσσιας περιοχής μ᾽ εντολή να πολεμάει στο πλευρό των Λακεδαιμονίων. Ο Κύρος έφερνε γράμμα με τη σφραγίδα του Βασιλέως, που απευθυνόταν σ᾽ όλους τους κατοίκους των παραλίων λέγοντας ανάμεσα στ᾽ άλλα και τούτο: «Στέλνω τον Κύρο κάρανο των δυνάμεων που συνάζονται στον Καστωλό». (Κάρανος θα πει αρχηγός.) [1.4.4] Όταν τ᾽ άκουσαν αυτά οι Αθηναίοι πρέσβεις κι είδαν και τον Κύρο, επέμειναν ακόμα περισσότερο να πάνε στον Βασιλέα — ειδεμή, να επιστρέψουν στον τόπο τους. [1.4.5] Ο Κύρος όμως, που δεν ήθελε να μάθουν οι Αθηναίοι τις ετοιμασίες του, είπε στον Φαρνάβαζο ή να του παραδώσει εκείνου τους πρέσβεις ή πάντως να μην τους αφήσει να γυρίσουν πίσω. [1.4.6] Για κάποιο διάστημα κράτησε ο Φαρνάβαζος τους πρέσβεις, βεβαιώνοντάς τους πότε πως θα τους πάει στον Βασιλέα, πότε πως θα τους στείλει πίσω στην πατρίδα τους, «για να μην έχετε κανένα παράπονο». [1.4.7] Πάνω στα τρία χρόνια, ωστόσο, παρακάλεσε τον Κύρο να τους αφήσει· είχε δώσει όρκο, είπε, ότι αν δεν τους πήγαινε στον Βασιλέα θα τους έφερνε πίσω στα παράλια. Τους έστειλαν λοιπόν στον Αριοβαρζάνη μ᾽ εντολή να τους μεταφέρει με συνοδεία, κι αυτός τους οδήγησε στην Κίο της Μυσίας, απ᾽ όπου επιβιβάστηκαν να πάνε να βρουν τον υπόλοιπο στρατό.
[1.4.8] Ο Αλκιβιάδης, που ήθελε να γυρίσει στην Αθήνα μαζί με τον στρατό, πήγε αμέσως στη Σάμο, απ᾽ όπου ξεκίνησε με είκοσι πλοία για τον Κεραμικό κόλπο της Καρίας. [1.4.9] Εκεί συγκέντρωσε εκατό τάλαντα κι έπειτα επέστρεψε στη Σάμο. Ο Θρασύβουλος, από τη μεριά του, έκανε πανιά με τριάντα καράβια για τη Θράκη, όπου υπόταξε —μαζί μ᾽ άλλες περιοχές που ᾽χαν μεταπηδήσει στους Λακεδαιμονίους— και τη Θάσο που βρισκόταν σε κακά χάλια από τους πολέμους, τις επαναστάσεις και την πείνα. [1.4.10] Ο Θράσυλλος πάλι έβαλε πλώρη με τον υπόλοιπο στρατό για την Αθήνα· πριν ακόμα φτάσει, ωστόσο, οι Αθηναίοι εκλέξαν στρατηγούς τον εξόριστο Αλκιβιάδη, τον Θρασύβουλο που έλειπε και τρίτο —από κείνους που βρίσκονταν στην πόλη— τον Κόνωνα. [1.4.11] Ο Αλκιβιάδης πήρε μαζί του χρήματα και πήγε με είκοσι πλοία από τη Σάμο στην Πάρο· αποκεί τράβηξε ίσια για το Γύθειο, με σκοπό να συλλέξει πληροφορίες για τα τριάντα πολεμικά που είχε μάθει ότι ναυπηγούσαν εκεί οι Λακεδαιμόνιοι, αλλά και για τις διαθέσεις των Αθηναίων στο ζήτημα της επιστροφής του. [1.4.12] Βλέποντας ότι τούτες ήταν ευνοϊκές, ότι τον είχαν εκλέξει στρατηγό κι ότι οι φίλοι του τού μηνούσαν ιδιωτικά να γυρίσει, μπήκε στον Πειραιά τη μέρα που η πόλη γιόρταζε τα Πλυντήρια και που το άγαλμα της Αθηνάς ήταν ολόκληρο σκεπασμένο· μερικοί το θεώρησαν κακό σημάδι και για τον ίδιο και για την πόλη, επειδή κανένας Αθηναίος δεν θα τολμούσε να καταπιαστεί, τέτοιο μέρα, με σπουδαία υπόθεση.
[1.4.13] Την ώρα που έμπαινε στο λιμάνι, ο κοσμάκης του Πειραιά και της Αθήνας μαζεύτηκε κοντά στο πλοίο, όλος θαυμασμό και περιέργεια ν᾽ αντικρίσει τον Αλκιβιάδη. Άλλοι έλεγαν πως ήταν ο καλύτερος πολίτης της Αθήνας κι ο μόνος που είχε εξοριστεί άδικα, εξαιτίας των ραδιουργιών ανθρώπων που δεν είχαν ούτε τη δική του ικανότητα ούτε την ευγλωττία — αυτών που στην πολιτική φρόντιζαν τα δικά τους συμφέροντα, εκείνος όμως πάντοτε υπηρετούσε το σύνολο μ᾽ όλες τις δυνάμεις τις δικές του και της πόλης· [1.4.14] κι ενώ τότε εκείνος, ευθύς ως κατηγορήθηκε γι᾽ ασέβεια προς τα Μυστήρια, ζήτησε να δικαστεί αμέσως —πράγμα που φαινόταν δίκαιο— αυτό οι εχθροί του το ανέβαλαν και διάλεξαν τον καιρό που έλειπε για να τον στερήσουν από την πατρίδα του· [1.4.15] αυτό το διάστημα αναγκάστηκε —αιχμάλωτος των περιστάσεων— να κολακεύει τους χειρότερούς του εχθρούς, διακινδυνεύοντας κάθε μέρα τη ζωή του· κι ενώ έβλεπε τους πιο αγαπητούς του συμπολίτες και συγγενείς κι ολόκληρη την πόλη να κάνουν λάθη, εξόριστος καθώς ήταν δεν είχε τρόπο να τους βοηθήσει· [1.4.16] άλλωστε, δήλωναν, άνθρωποι σαν κι αυτόν δεν έχουν ανάγκη από επαναστάσεις και πολιτειακές μεταβολές· το δημοκρατικό πολίτευμα του εξασφαλίζει υπεροχή πάνω στους συνομηλίκους του κι ισοτιμία με τους γεροντότερους, ενώ απ᾽ την άλλη δείχνει τους εχθρούς του όμοιους ακριβώς μ᾽ αυτό που ήταν και πριν — άνθρωποι οι οποίοι μόλις τους δόθηκε η ευκαιρία εξόντωσαν τους καλύτερους πολίτες, και που μια κι έμειναν μονάχοι ο κόσμος αρκέστηκε σ᾽ αυτούς μόνο και μόνο επειδή δεν υπήρχαν άλλοι καλύτεροι. [1.4.17] Άλλοι πάλι έλεγαν ότι ήταν ο μόνος υπαίτιος για όλα τα κακά που τους είχαν συμβεί στο παρελθόν, κι ήταν πιθανό να προκαλέσει αυτός μονάχος του κι όλες τις μελλοντικές καταστροφές που θα απειλούσαν την πόλη.
[1.4.18] Ο Αλκιβιάδης ωστόσο, κι όταν το πλοίο του αγκυροβόλησε, δεν έβγαινε αμέσως στη στεριά γιατί φοβόταν τους εχθρούς του. Όρθιος στο κατάστρωμα, προσπαθούσε να δει αν είχαν έρθει οι φίλοι του. [1.4.19] Μόνο σαν είδε τον ξάδερφό του Ευρυπτόλεμο του Πεισιάνακτος και τους άλλους συγγενείς του, και μαζί και τους φίλους του, βγήκε στη στεριά κι ανέβηκε στην Αθήνα με συνοδεία έτοιμη να τον προστατέψει από κάθε ενόχληση. [1.4.20] Στη Βουλή και στη Συνέλευση του λαού απολογήθηκε λέγοντας ότι δεν είχε ασεβήσει κι ότι αδικήθηκε· ειπώθηκαν κι άλλα παρόμοια χωρίς κανένας ν᾽ αντιμιλήσει, γιατί δεν θα το ανεχόταν η Συνέλευση. Τέλος τον ονόμασαν αρχιστράτηγο μ᾽ ευρύτατη εξουσία, πιστεύοντας πως ήταν ικανός ν᾽ αποκαταστήσει την πρωτινή δύναμη της πόλης. Πρώτη πράξη του Αλκιβιάδη στάθηκε, ενώ οι Αθηναίοι συνήθιζαν να στέλνουν την πομπή των Μυστηρίων από τη θάλασσα εξαιτίας του πολέμου, να την οδηγήσει από τη στεριά βγάζοντας όλο τον στρατό να τη συνοδεύσει.
[1.4.21] Μετά απ᾽ αυτά οργάνωσε εκστρατευτικό σώμα από χίλιους πεντακόσιους οπλίτες, εκατόν πενήντα ιππείς κι εκατό πλοία, και τρεις μήνες ύστερα από τον γυρισμό του έκανε πανιά για την Άνδρο που είχε αποστατήσει από την Αθήνα. Μαζί του έστειλαν τον Αριστοκράτη και τον Αδείμαντο του Λευκολοφίδη, που είχαν εκλεγεί στρατηγοί για τις δυνάμεις ξηράς. [1.4.22] Ο Αλκιβιάδης αποβίβασε τον στρατό στο Γαύριο της Άνδρου. Όταν οι Ανδριώτες βγήκαν να τους επιτεθούν, νικήθηκαν κι αποκλείστηκαν μέσα στην πόλη· σκοτώθηκαν και μερικοί απ᾽ αυτούς —όχι πολλοί— καθώς κι οι Λάκωνες που βρίσκονταν εκεί. [1.4.23] Ο Αλκιβιάδης έστησε τρόπαιο κι έμεινε λίγες μέρες στην Άνδρο· κατόπιν πήγε στη Σάμο, χρησιμοποιώντας τη σαν ορμητήριο για τις πολεμικές του επιχειρήσεις.