Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (4.1.29-4.1.38)

[4.1.29] Ἦν δέ τις Ἀπολλοφάνης Κυζικηνός, ὃς καὶ Φαρναβάζῳ ἐτύγχανεν ἐκ παλαιοῦ ξένος ὢν καὶ Ἀγησιλάῳ κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἐξενώθη. οὗτος οὖν εἶπε πρὸς τὸν Ἀγησίλαον ὡς οἴοιτο συναγαγεῖν αὐτῷ ἂν εἰς λόγους περὶ φιλίας Φαρνάβαζον. [4.1.30] ὡς δ᾽ ἤκουσεν αὐτοῦ, σπονδὰς λαβὼν καὶ δεξιὰν παρῆν ἄγων τὸν Φαρνάβαζον εἰς συγκείμενον χωρίον, ἔνθα δὴ Ἀγησίλαος καὶ οἱ περὶ αὐτὸν τριάκοντα χαμαὶ ἐν πόᾳ τινὶ κατακείμενοι ἀνέμενον· ὁ δὲ Φαρνάβαζος ἧκεν ἔχων στολὴν πολλοῦ χρυσοῦ ἀξίαν. ὑποτιθέντων δὲ αὐτῷ τῶν θεραπόντων ῥαπτά, ἐφ᾽ ὧν καθίζουσιν οἱ Πέρσαι μαλακῶς, ᾐσχύνθη ἐντρυφῆσαι, ὁρῶν τοῦ Ἀγησιλάου τὴν φαυλότητα· κατεκλίθη οὖν καὶ αὐτὸς ὥσπερ εἶχε χαμαί. [4.1.31] καὶ πρῶτα μὲν ἀλλήλους χαίρειν προσεῖπαν, ἔπειτα τὴν δεξιὰν προτείναντος τοῦ Φαρναβάζου ἀντιπρούτεινε καὶ ὁ Ἀγησίλαος. μετὰ δὲ τοῦτο ἤρξατο λόγου ὁ Φαρνάβαζος· καὶ γὰρ ἦν πρεσβύτερος· [4.1.32] Ὦ Ἀγησίλαε καὶ πάντες οἱ παρόντες Λακεδαιμόνιοι, ἐγὼ ὑμῖν, ὅτε τοῖς Ἀθηναίοις ἐπολεμεῖτε, φίλος καὶ σύμμαχος ἐγενόμην, καὶ τὸ μὲν ναυτικὸν τὸ ὑμέτερον χρήματα παρέχων ἰσχυρὸν ἐποίουν, ἐν δὲ τῇ γῇ αὐτὸς ἀπὸ τοῦ ἵππου μαχόμενος μεθ᾽ ὑμῶν εἰς τὴν θάλατταν κατεδίωκον τοὺς πολεμίους. καὶ διπλοῦν ὥσπερ Τισσαφέρνους οὐδὲν πώποτέ μου οὔτε ποιήσαντος οὔτ᾽ εἰπόντος πρὸς ὑμᾶς ἔχοιτ᾽ ἂν κατηγορῆσαι. [4.1.33] τοιοῦτος δὲ γενόμενος νῦν οὕτω διάκειμαι ὑφ᾽ ὑμῶν ὡς οὐδὲ δεῖπνον ἔχω ἐν τῇ ἐμαυτοῦ χώρᾳ, εἰ μή τι ὧν ἂν ὑμεῖς λίπητε συλλέξομαι, ὥσπερ τὰ θηρία. ἃ δέ μοι ὁ πατὴρ καὶ οἰκήματα καλὰ καὶ παραδείσους καὶ δένδρων καὶ θηρίων μεστοὺς κατέλιπεν, ἐφ᾽ οἷς ηὐφραινόμην, ταῦτα πάντα ὁρῶ τὰ μὲν κατακεκομμένα, τὰ δὲ κατακεκαυμένα. εἰ οὖν ἐγὼ μὴ γιγνώσκω μήτε τὰ ὅσια μήτε τὰ δίκαια, ὑμεῖς δὲ διδάξατέ με ὅπως ταῦτ᾽ ἐστὶν ἀνδρῶν ἐπισταμένων χάριτας ἀποδιδόναι. [4.1.34] ὁ μὲν ταῦτ᾽ εἶπεν. οἱ δὲ τριάκοντα πάντες μὲν ἐπῃσχύνθησαν αὐτὸν καὶ ἐσιώπησαν· ὁ δὲ Ἀγησίλαος χρόνῳ ποτὲ εἶπεν· Ἀλλ᾽ οἶμαι μέν σε, ὦ Φαρνάβαζε, εἰδέναι ὅτι καὶ ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς πόλεσι ξένοι ἀλλήλοις γίγνονται ἄνθρωποι. οὗτοι δέ, ὅταν αἱ πόλεις πολέμιαι γένωνται, σὺν ταῖς πατρίσι καὶ τοῖς ἐξενωμένοις πολεμοῦσι καί, ἂν οὕτω τύχωσιν, ἔστιν ὅτε καὶ ἀπέκτειναν ἀλλήλους. καὶ ἡμεῖς οὖν νῦν βασιλεῖ τῷ ὑμετέρῳ πολεμοῦντες πάντα ἠναγκάσμεθα τὰ ἐκείνου πολέμια νομίζειν· σοί γε μέντοι φίλοι γενέσθαι περὶ παντὸς ἂν ποιησαίμεθα. [4.1.35] καὶ εἰ μὲν ἀλλάξασθαί σε ἔδει ἀντὶ δεσπότου βασιλέως ἡμᾶς δεσπότας, οὐκ ἂν ἔγωγέ σοι συνεβούλευον· νῦν δὲ ἔξεστί σοι μεθ᾽ ἡμῶν γενομένῳ μηδένα προσκυνοῦντα μηδὲ δεσπότην ἔχοντα ζῆν καρπούμενον τὰ σαυτοῦ. καίτοι ἐλεύθερον εἶναι ἐγὼ μὲν οἶμαι ἀντάξιον εἶναι τῶν πάντων χρημάτων. [4.1.36] οὐδὲ μέντοι τοῦτό σε κελεύομεν, πένητα μέν, ἐλεύθερον δ᾽ εἶναι, ἀλλ᾽ ἡμῖν συμμάχοις χρώμενον αὔξειν μὴ τὴν βασιλέως ἀλλὰ τὴν σαυτοῦ ἀρχήν, τοὺς νῦν ὁμοδούλους σοι καταστρεφόμενον, ὥστε σοὺς ὑπηκόους εἶναι. καίτοι εἰ ἅμα ἐλεύθερός τ᾽ εἴης καὶ πλούσιος γένοιο, τίνος ἂν δέοις μὴ οὐχὶ πάμπαν εὐδαίμων εἶναι; [4.1.37] Οὐκοῦν, ἔφη ὁ Φαρνάβαζος, ἁπλῶς ὑμῖν ἀποκρίνομαι ἅπερ ποιήσω; Πρέπει γοῦν σοι. Ἐγὼ τοίνυν, ἔφη, ἐὰν βασιλεὺς ἄλλον μὲν στρατηγὸν πέμπῃ, ἐμὲ δὲ ὑπήκοον ἐκείνου τάττῃ, βουλήσομαι ὑμῖν καὶ φίλος καὶ σύμμαχος εἶναι· ἐὰν μέντοι μοι τὴν ἀρχὴν προστάττῃ (τοιοῦτόν τι, ὡς ἔοικε, φιλοτιμία ἐστίν), εὖ χρὴ εἰδέναι ὅτι πολεμήσω ὑμῖν ὡς ἂν δύνωμαι ἄριστα. [4.1.38] ἀκούσας ταῦτα ὁ Ἀγησίλαος ἐλάβετο τῆς χειρὸς αὐτοῦ καὶ εἶπεν· Εἴθ᾽, ὦ λῷστε σύ, τοιοῦτος ὢν φίλος ἡμῖν γένοιο. ἓν δ᾽ οὖν, ἔφη, ἐπίστω, ὅτι νῦν τε ἄπειμι ὡς ἂν δύνωμαι τάχιστα ἐκ τῆς σῆς χώρας, τοῦ τε λοιποῦ, κἂν πόλεμος ᾖ, ἕως ἂν ἐπ᾽ ἄλλον ἔχωμεν στρατεύεσθαι, σοῦ τε καὶ τῶν σῶν ἀφεξόμεθα.

[394 π.Χ.]
[4.1.29] Υπήρχε κάποιος Κυζικηνός, ο Απολλοφάνης, που τύχαινε να ᾽χει παλιούς δεσμούς φιλοξενίας με τον Φαρνάβαζο και που εκείνο τον καιρό φιλοξενήθηκε από τον Αγησίλαο. Αυτός λοιπόν είπε στον Αγησίλαο ότι θα μπορούσε, όπως πίστευε, να του οργανώσει μια συνάντηση με τον Φαρνάβαζο για να διαπραγματευτούν μια φιλική συμφωνία. [4.1.30] Ο Αγησίλαος δέχτηκε, κι επισφράγισαν την ανακωχή με χειραψία· τότε ο Απολλοφάνης παρουσιάστηκε μαζί με τον Φαρνάβαζο στο σημείο που είχε συμφωνηθεί, όπου ο Αγησίλαος κι οι τριάντα Σπαρτιάτες περίμεναν ξαπλωμένοι στο χορτάρι. Ο Φαρνάβαζος είχε έρθει ντυμένος με βαρύτιμα ρούχα· όταν όμως οι υπηρέτες του ετοιμάστηκαν να του στρώσουν χαλιά, από κείνα που έχουν οι Πέρσες για να κάθονται στα μαλακά, ντράπηκε την τόση πολυτέλεια βλέποντας την απλότητα του Αγησιλάου· ξάπλωσε λοιπόν κι ο ίδιος κατάχαμα. [4.1.31] Αφού χαιρετήθηκαν, ο Φαρνάβαζος έδωσε το χέρι του κι ο Αγησίλαος το πήρε. Κατόπιν μίλησε πρώτος ο Φαρνάβαζος, που ήταν και μεγαλύτερος στα χρόνια:
[4.1.32] «Αγησίλαε, κι όλοι σεις οι Λακεδαιμόνιοι που βρίσκεστε εδώ! Τον καιρό που πολεμούσατε τους Αθηναίους στάθηκα φίλος και σύμμαχός σας. Σας έδωσα χρήματα για να φτιάξετε δυνατό ναυτικό, και στη στεριά πολέμησα ο ίδιος καβάλα στο πλευρό σας, κυνηγώντας τον εχθρό ώς μέσα στη θάλασσα. Ούτε και μπορείτε να με κατηγορήσετε ότι σας έπαιξα ποτέ διπλό παιχνίδι, με λόγια ή με έργα, όπως ο Τισσαφέρνης. [4.1.33] Ενώ όμως έτσι φέρθηκα μαζί σας, τώρα βρίσκομαι εξαιτίας σας σε τέτοια κατάντια, που μήτε να φάω έχω μέσα στον ίδιο μου τον τόπο, εκτός αν μαζέψω τ᾽ απομεινάρια σας όπως κάνουν τ᾽ άγρια ζώα. Κι όλα όσα μου άφησε ο πατέρας μου —ωραία σπίτια, κήπους γεμάτους δέντρα και ζώα, που ήταν η χαρά μου— όλ᾽ αυτά τα βλέπω ρημαγμένα με τη φωτιά και με το σίδερο. Αν τώρα εγώ είμαι που δεν καταλαβαίνω τί είναι τίμιο και τί είναι δίκαιο, εξηγήστε μου σεις πώς συμβιβάζεται η διαγωγή σας με την έννοια της ευγνωμοσύνης».
[4.1.34] Αυτά είπε ο Φαρνάβαζος. Οι τριάντα Σπαρτιάτες τον ντράπηκαν όλοι κι έμειναν αμίλητοι. Μετά κάμποση ώρα αποκρίθηκε ο Αγησίλαος: «Κι όμως, Φαρνάβαζε, το ξέρεις, φαντάζομαι, ότι και στις ελληνικές πόλεις συνδέονται μεταξύ τους οι άνθρωποι με δεσμούς φιλοξενίας. Όταν ωστόσο γίνεται πόλεμος ανάμεσα στις πόλεις, πολεμάει ο καθένας για την πατρίδα του ακόμη κι εναντίον των φίλων του, και συμβαίνει και να σκοτώσει ο ένας τον άλλον. Έτσι κι εμείς τώρα που πολεμάμε τον Βασιλέα είμαστε αναγκασμένοι να θεωρήσουμε καθετί δικό του σαν εχθρικό. Μολοντούτο τίποτε δεν θα μας ευχαριστούσε περισσότερο από το να γίνουμε φίλοι. [4.1.35] Δεν είμαι γω βέβαια που θα σε συμβούλευα ν᾽ αλλάξεις μονάχα αφέντη, κι αντί τον Βασιλέα να έχεις εμάς· αν έρθεις όμως τώρα με το μέρος μας δεν θα ᾽χεις ανάγκη να προσκυνάς κανέναν, μήτε αφέντη να ᾽χεις, παρά θα ζεις από το βιος σου. Εγώ πάντως πιστεύω ότι η ελευθερία αξίζει πάνω από κάθε άλλο πράγμα. [4.1.36] Και δεν σου λέμε φυσικά να μείνεις ελεύθερος αλλά φτωχός: ίσα ίσα, χάρη στη συμμαχία μας θα μεγαλώσεις τη δική σου εξουσία —κι όχι πια του Βασιλέως— υποτάσσοντας εκείνους που σήμερα είναι δούλοι του όπως και συ, για να τους κάνεις δικούς σου υπηκόους. Και τότε, αν γινόσουν συνάμα ελεύθερος και πλούσιος, τί θα σου ᾽λειπε για να ᾽σαι τέλεια ευτυχισμένος;»
[4.1.37] «Και τώρα», είπε ο Φαρνάβαζος, «να σας απαντήσω καθαρά τί σκοπεύω να κάνω;» «Αυτό σου πρέπει». «Λοιπόν, αν ο Βασιλεύς στείλει άλλον στρατηγό και τεθώ υπό τις προσταγές του, θα δεχτώ να γίνω και φίλος και σύμμαχός σας. Αν όμως μου αναθέσει την αρχιστρατηγία —τέτοια, καθώς φαίνεται, είναι η δύναμη της φιλοδοξίας— να το ξέρετε καλά ότι θα σας πολεμήσω μ᾽ όλες μου τις δυνάμεις». [4.1.38] Όταν τ᾽ άκουσε αυτό ο Αγησίλαος του ᾽σφιξε το χέρι λέγοντας: «Μακάρι, αγαπητέ μου, τέτοιος που είσαι να γίνεις φίλος μας! Πάντως», πρόσθεσε, «ένα να ξέρεις: ότι τώρα θα φύγω από τον τόπο σου όσο μπορώ πιο γρήγορα, κι αποδώ και μπρος, όσο έχουμε άλλον να πολεμήσουμε, δεν θα πειράξουμε εσένα και τους δικούς σου».