Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (9.106.1-9.107.3)

[9.106.1] Ἐπείτε δὲ κατεργάσαντο οἱ Ἕλληνες τοὺς πολλούς, τοὺς μὲν μαχομένους, τοὺς δὲ καὶ φεύγοντας τῶν βαρβάρων, τὰς νέας ἐνέπρησαν καὶ τὸ τεῖχος ἅπαν, τὴν ληίην προεξαγαγόντες ἐς τὸν αἰγιαλόν, καὶ θησαυρούς τινας χρημάτων εὗρον· ἐμπρήσαντες δὲ τὸ τεῖχος καὶ τὰς νέας ἀπέπλεον. [9.106.2] ἀπικόμενοι δὲ ἐς Σάμον οἱ Ἕλληνες ἐβουλεύοντο περὶ ἀναστάσιος τῆς Ἰωνίης, καὶ ὅκῃ χρεὸν εἴη τῆς Ἑλλάδος κατοικίσαι τῆς αὐτοὶ ἐγκρατέες ἦσαν, τὴν δὲ Ἰωνίην ἀπεῖναι τοῖσι βαρβάροισι· ἀδύνατα γὰρ ἐφαίνετό σφι εἶναι ἑωυτούς τε Ἰώνων προκατῆσθαι φρουρέοντας τὸν πάντα χρόνον, καὶ ἑωυτῶν μὴ προκατημένων Ἴωνας οὐδεμίαν ἐλπίδα εἶχον χαίροντας πρὸς τῶν Περσέων ἀπαλλάξειν. [9.106.3] πρὸς ταῦτα Πελοποννησίων μὲν τοῖσι ἐν τέλεϊ ἐοῦσι ἐδόκεε τῶν μηδισάντων ἐθνέων τῶν Ἑλληνικῶν τὰ ἔπιπλα ἐξαναστήσαντας δοῦναι τὴν χώρην Ἴωσι ἐνοικῆσαι, Ἀθηναίοισι δὲ οὐκ ἐδόκεε ἀρχὴν Ἰωνίην γενέσθαι ἀνάστατον οὐδὲ Πελοποννησίους περὶ τῶν σφετέρων ἀποικιέων βουλεύειν· ἀντιτεινόντων δὲ τούτων προθύμως εἶξαν οἱ Πελοποννήσιοι. [9.106.4] καὶ οὕτω δὴ Σαμίους τε καὶ Χίους καὶ Λεσβίους καὶ τοὺς ἄλλους νησιώτας, οἳ ἔτυχον συστρατευόμενοι τοῖσι Ἕλλησι, ἐς τὸ συμμαχικὸν ἐποιήσαντο, πίστι τε καταλαβόντες καὶ ὁρκίοισι ἐμμενέειν τε καὶ μὴ ἀποστήσεσθαι. τούτους δὲ καταλαβόντες ὁρκίοισι ἔπλεον τὰς γεφύρας λύσοντες· ἔτι γὰρ ἐδόκεον ἐντεταμένας εὑρήσειν. [9.107.1] οὗτοι μὲν δὴ ἐπ᾽ Ἑλλησπόντου ἔπλεον· τῶν δὲ ἀποφυγόντων βαρβάρων ἐς τὰ ἄκρα τε τῆς Μυκάλης κατειληθέντων, ἐόντων οὐ πολλῶν, ἐγίνετο κομιδὴ ἐς Σάρδις. πορευομένων δὲ κατ᾽ ὁδὸν Μασίστης ὁ Δαρείου παρατυχὼν τῷ πάθεϊ τῷ γεγονότι τὸν στρατηγὸν Ἀρταΰντην ἔλεγε πολλά τε καὶ κακά, ἄλλα τε καὶ γυναικὸς κακίω φὰς αὐτὸν εἶναι τοιαῦτα στρατηγήσαντα, καὶ ἄξιον εἶναι παντὸς κακοῦ τὸν βασιλέος οἶκον κακώσαντα. παρὰ δὲ τοῖσι Πέρσῃσι γυναικὸς κακίω ἀκοῦσαι δέννος μέγιστός ἐστι. [9.107.2] ὁ δὲ ἐπεὶ πολλὰ ἤκουσε, δεινὰ ποιεύμενος σπᾶται ἐπὶ τὸν Μασίστην τὸν ἀκινάκην, ἀποκτεῖναι θέλων. καί μιν ἐπιθέοντα φρασθεὶς Ξειναγόρης ὁ Πρηξίλεω ἀνὴρ Ἁλικαρνησσεύς, ὄπισθε ἑστεὼς αὐτοῦ Ἀρταΰντεω, ἁρπάζει μέσον καὶ ἐξάρας παίει ἐς τὴν γῆν· καὶ ἐν τούτῳ οἱ δορυφόροι [οἱ] Μασίστεω προέστησαν. [9.107.3] ὁ δὲ Ξειναγόρης ταῦτα ἐργάσατο χάριτα αὐτῷ τε Μασίστῃ τιθέμενος καὶ Ξέρξῃ, ἐκσῴζων τὸν ἀδελφεὸν τὸν ἐκείνου· καὶ διὰ τοῦτο τὸ ἔργον Ξειναγόρης Κιλικίης πάσης ἦρξε δόντος βασιλέος. τῶν δὲ κατ᾽ ὁδὸν πορευομένων βαρβάρων οὐδὲν ἐπὶ πλέον τούτων ἐγένετο, ἀλλ᾽ ἀπικνέονται ἐς Σάρδις. ἐν δὲ τῇσι Σάρδισι ἐτύγχανε ἐὼν βασιλεὺς ἐξ ἐκείνου τοῦ χρόνου ἐπείτε ἐξ Ἀθηνέων προσπταίσας τῇ ναυμαχίῃ φυγὼν ἀπίκετο.

[9.106.1] Λοιπόν, όταν οι Έλληνες κατέσφαξαν τους περισσότερους απ᾽ τους βαρβάρους, άλλους την ώρα που έδιναν μάχη κι άλλους πάνω στη φυγή τους, πυρπόλησαν τα καράβια και το τείχος τους, σ᾽ όλη την έκτασή του, αφού προηγουμένως κουβάλησαν κι απόθεσαν στο γιαλό τα λάφυρα· μάλιστα βρήκαν και κάμποσες κασέλες με νομίσματα· κι αφού πυρπόλησαν το τείχος και τα καράβια, έκαναν πανιά απ᾽ εκεί. [9.106.2] Και φτάνοντας στη Σάμο οι Έλληνες έκαναν σύσκεψη για να εκκενωθεί η Ιωνία και σε ποιά ελληνικά εδάφη, απ᾽ όσα αυτοί εξουσίαζαν, να εγκαταστήσουν τους Ίωνες, και ν᾽ αφήσουν την Ιωνία στα χέρια των βαρβάρων· γιατί τους φαινόταν πως τους είναι αδύνατο να προστατεύουν τους Ίωνες φρουρώντας αιωνίως τη χώρα τους, ειδάλλως, αν αυτοί δεν τους προστάτευαν, πως δεν είχαν καμιά ελπίδα οι Ίωνες να ξεμπλέξουν με τους Πέρσες με γέλια και χαρές. [9.106.3] Γι᾽ αυτό το ζήτημα οι ηγέτες των Πελοποννησίων είχαν τη γνώμη να ξεσηκώσουν με τη βία απ᾽ τις παραλιακές αποικίες τους Έλληνες που ανήκαν στις φυλές που μήδισαν και να δώσουν αυτά τα μέρη στους Ίωνες, για να εγκατασταθούν· αλλά οι Αθηναίοι διαφώνησαν ριζικά να εκκενωθεί η Ιωνία και οι Πελοποννήσιοι ν᾽ αποφασίζουν για τις δικές τους αποικίες· και καθώς αυτοί εξέφρασαν την έντονη αντίρρησή τους, οι Λακεδαιμόνιοι δεν επέμειναν στη γνώμη τους. [9.106.4] Κι έτσι οι Έλληνες συμπεριέλαβαν στη συμμαχία τους τούς Σαμίους και τους Χίους και τους Λεσβίους και τους άλλους νησιώτες που τύχαινε να βρίσκονται στο εκστρατευτικό σώμα τους, αφού τους έδεσαν με εγγυήσεις και με όρκους ότι θα μείνουν σταθεροί και δε θα παρασπονδήσουν. Κι αφού τους έδεσαν με όρκους, έκαναν πανιά για να παν να διαλύσουν τις γέφυρες, γιατί έλπιζαν πως θα τις βρουν ακόμη στη θέση τους.
[9.107.1] Λοιπόν αυτοί αρμένιζαν για τον Ελλήσποντο· κι απ᾽ τους βαρβάρους όσοι σώθηκαν με τη φυγή και είχαν στριμωχτεί στις κορυφές της Μυκάλης, κι ήταν κάτι λίγοι, μπήκαν στο δρόμο για τις Σάρδεις· και στο δρόμο, ενώ συνέχιζαν την πορεία τους, ο Μασίστης, ο γιος του Δαρείου, που τυχαία παραβρέθηκε στην πανωλεθρία τους, περιέλουζε με κακολογίες τον στρατηγό Αρταΰντη, κι ανάμεσα στ᾽ άλλα τού είπε πως, με τον τρόπο που άσκησε τα καθήκοντά του ως στρατηγός, φάνηκε πιο δειλός κι από γυναίκα· και πως του άξιζε κάθε κακοποίηση για το κακό που προξένησε στον βασιλιά και στο κράτος του. Λοιπόν, για τους Πέρσες δεν υπάρχει χειρότερη βρισιά απ᾽ το να σ᾽ αποκαλέσουν πιο δειλό κι από γυναίκα. [9.107.2] Κι ο άλλος —δεν άκουσε και λίγα ο άνθρωπος— βγάζει απ᾽ τη θήκη τον ακινάκη, θέλοντας να σκοτώσει τον Μασίστη. Αλλά ο Ξεναγόρας, ο γιος του Πραξιλάου, πολίτης της Αλικαρνασσού, τον αντιλήφτηκε να κινείται απειλητικά και, καθώς στεκόταν πίσω ακριβώς απ᾽ τον Αρταΰντη, τον αδράχνει απ᾽ τη μέση, τον σηκώνει ψηλά και τον βροντά καταγής· και πάνω σ᾽ αυτά οι σωματοφύλακες έβαλαν τα σώματά τους μπροστά στον Μασίστη. [9.107.3] Κι αν τα ᾽κανε αυτά ο Ξεναγόρας, ήταν γιατί ήθελε να εξασφαλίσει την εύνοια του ίδιου του Μασίστη και του Ξέρξη, με το να σώσει τη ζωή του αδερφού του· και γι᾽ αυτή του την πράξη ο Ξεναγόρας διορίστηκε απ᾽ τον βασιλιά διοικητής όλης της Κιλικίας. Λοιπόν ο στρατός αυτός στην πορεία του δε συνάντησε τίποτ᾽ άλλο έξω απ᾽ αυτό κι έφτασε στις Σάρδεις. Στις Σάρδεις τώρα τύχαινε να βρίσκεται ο βασιλιάς απ᾽ εκείνη τη μέρα που έφτασε φεύγοντας απ᾽ την Αθήνα, ύστερ᾽ απ᾽ την πανωλεθρία του στη ναυμαχία.