Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (7.105.1-7.111.2)

[7.105.1] Ὁ μὲν δὴ ταῦτα ἀμείψατο, Ξέρξης δὲ ἐς γέλωτά τε ἔτρεψε καὶ οὐκ ἐποιήσατο ὀργὴν οὐδεμίαν, ἀλλ᾽ ἠπίως αὐτὸν ἀπεπέμψατο. τούτῳ δὲ ἐς λόγους ἐλθὼν Ξέρξης καὶ ὕπαρχον ἐν τῷ Δορίσκῳ τούτῳ καταστήσας Μασκάμην τὸν Μεγαδόστεω, τὸν δὲ ὑπὸ Δαρείου σταθέντα καταπαύσας, ἐξήλαυνε τὸν στρατὸν διὰ τῆς Θρηίκης ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα. [7.106.1] κατέλιπε δὲ ἄνδρα τοιόνδε Μασκάμην γενόμενον, τῷ μούνῳ Ξέρξης δῶρα πέμπεσκε ὡς ἀριστεύοντι πάντων ὅσους αὐτὸς κατέστησε ἢ Δαρεῖος ὑπάρχους, πέμπεσκε δὲ ἀνὰ πᾶν ἔτος· ὣς δὲ καὶ Ἀρτοξέρξης ὁ Ξέρξεω τοῖσι Μασκαμείοισι ἐκγόνοισι. κατέστασαν γὰρ ἔτι πρότερον ταύτης τῆς ἐλάσιος ὕπαρχοι ἐν τῇ Θρηίκῃ καὶ τοῦ Ἑλλησπόντου πανταχῇ. [7.106.2] οὗτοι ὦν πάντες, οἵ τε ἐκ Θρηίκης καὶ τοῦ Ἑλλησπόντου, πλὴν τοῦ ἐν Δορίσκῳ ὑπὸ Ἑλλήνων ὕστερον ταύτης τῆς στρατηλασίης ἐξαιρέθησαν· τὸν δὲ ἐν Δορίσκῳ [Μασκάμην] οὐδαμοί κω ἐδυνάσθησαν ἐξελεῖν, πολλῶν πειρησαμένων. διὰ τοῦτο δέ οἱ τὰ δῶρα πέμπεται παρὰ τοῦ βασιλεύοντος αἰεὶ ἐν Πέρσῃσι. [7.107.1] τῶν δὲ ἐξαιρεθέντων ὑπὸ Ἑλλήνων οὐδένα βασιλεὺς Ξέρξης ἐνόμισε εἶναι ἄνδρα ἀγαθὸν εἰ μὴ Βόγην μοῦνον τὸν ἐξ Ἠιόνος. τοῦτον δὲ αἰνέων οὐκ ἐπαύετο καὶ τοὺς περιεόντας αὐτοῦ ἐν Πέρσῃσι παῖδας ἐτίμα μάλιστα, ἐπεὶ καὶ ἄξιος ἐπαίνου μεγάλου ἐγένετο Βόγης· ὅς ἐπειδὴ ἐπολιορκέετο ὑπὸ Ἀθηναίων καὶ Κίμωνος τοῦ Μιλτιάδεω, παρεὸν αὐτῷ ὑπόσπονδον ἐξελθεῖν καὶ νοστῆσαι ἐς τὴν Ἀσίην, οὐκ ἠθέλησε, μὴ δειλίῃ δόξειε περιεῖναι βασιλέϊ, ἀλλὰ διεκαρτέρεε ἐς τὸ ἔσχατον. [7.107.2] ὡς δ᾽ οὐδὲν ἔτι φορβῆς ἐνῆν ἐν τῷ τείχεϊ, συννήσας πυρὴν μεγάλην ἔσφαξε τὰ τέκνα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰς παλλακὰς καὶ τοὺς οἰκέτας καὶ ἔπειτα ἐσέβαλε ἐς τὸ πῦρ, μετὰ δὲ ταῦτα τὸν χρυσὸν ἅπαντα τὸν ἐκ τοῦ ἄστεος καὶ τὸν ἄργυρον ἔσπειρε ἀπὸ τοῦ τείχεος ἐς τὸν Στρυμόνα, ποιήσας δὲ ταῦτα ἑωυτὸν ἐσέβαλε ἐς τὸ πῦρ. οὕτω μὲν οὗτος δικαίως αἰνέεται ἔτι καὶ ἐς τόδε ὑπὸ Περσέων. [7.108.1] Ξέρξης δὲ ἐκ τοῦ Δορίσκου ἐπορεύετο ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, τοὺς δὲ αἰεὶ γινομένους ἐμποδὼν συστρατεύεσθαι ἠνάγκαζε. ἐδεδούλωτο γάρ, ὡς καὶ πρότερόν μοι δεδήλωται, ἡ μέχρι Θεσσαλίης πᾶσα καὶ ἦν ὑπὸ βασιλέα δασμοφόρος, Μεγαβάζου τε καταστρεψαμένου καὶ ὕστερον Μαρδονίου. [7.108.2] παραμείβετο δὲ πορευόμενος ἐκ Δορίσκου πρῶτα μὲν τὰ Σαμοθρηίκια τείχεα, τῶν ἐσχάτη πεπόλισται πρὸς ἑσπέρης πόλις τῇ οὔνομά ἐστι Μεσαμβρίη. ἔχεται δὲ ταύτης Θασίων πόλις Στρύμη, διὰ δέ σφεων τοῦ μέσου Λίσος ποταμὸς διαρρέει, ὃς τότε οὐκ ἀντέσχε τὸ ὕδωρ παρέχων τῷ Ξέρξεω στρατῷ ἀλλ᾽ ἐπέλιπε. [7.108.3] ἡ δὲ χώρη αὕτη πάλαι μὲν ἐκαλέετο Γαλλαϊκή, νῦν δὲ Βριαντική· ἔστι μέντοι τῷ δικαιοτάτῳ τῶν λόγων καὶ αὕτη Κικόνων. [7.109.1] διαβὰς δὲ τοῦ Λίσου ποταμοῦ τὸ ῥέεθρον ἀπεξηρασμένον πόλις Ἑλληνίδας τάσδε παραμείβετο, Μαρώνειαν, Δίκαιαν, Ἄβδηρα. ταύτας τε δὴ παρεξήιε καὶ κατὰ ταύτας λίμνας ὀνομαστὰς τάσδε, Μαρωνείης μὲν μεταξὺ καὶ Στρύμης κειμένην Ἰσμαρίδα, κατὰ δὲ Δίκαιαν Βιστονίδα, ἐς τὴν ποταμοὶ δύο ἐσιεῖσι τὸ ὕδωρ, Τραῦός τε καὶ Κόμψατος. κατὰ δὲ Ἄβδηρα λίμνην μὲν οὐδεμίαν ἐοῦσαν ὀνομαστὴν παραμείψατο Ξέρξης, ποταμὸν δὲ Νέστον ῥέοντα ἐς θάλασσαν. [7.109.2] μετὰ δὲ ταύτας τὰς χώρας Θασίων τὰς ἠπειρώτιδας πόλις παρήιε, τῶν ἐν μιῇ λίμνη ἐοῦσα τυγχάνει ὡσεὶ τριήκοντα σταδίων μάλιστά κῃ τὴν περίοδον, ἰχθυώδης τε καὶ κάρτα ἁλμυρή· ταύτην τὰ ὑποζύγια μοῦνα ἀρδόμενα ἀνεξήρηνε. τῇ δὲ πόλι ταύτῃ οὔνομά ἐστι Πίστυρος. ταύτας μὲν δὴ τὰς πόλιας τὰς παραθαλασσίας τε καὶ Ἑλληνίδας ἐξ εὐωνύμου χειρὸς ἀπέργων παρεξήιε· [7.110.1] ἔθνεα δὲ Θρηίκων δι᾽ ὧν τῆς χώρης ὁδὸν ἐποιέετο τοσάδε, Παῖτοι, Κίκονες, Βίστονες, Σαπαῖοι, Δερσαῖοι, Ἠδωνοί, Σάτραι. τούτων οἱ μὲν παρὰ θάλασσαν κατοικημένοι ἐν τῇσι νηυσὶ εἵποντο· οἱ δὲ αὐτῶν τὴν μεσόγαιαν οἰκέοντες καταλεχθέντες τε ὑπ᾽ ἐμεῦ, πλὴν Σατρέων οἱ ἄλλοι πάντες πεζῇ ἀναγκαζόμενοι εἵποντο. [7.111.1] Σάτραι δὲ οὐδενός κω ἀνθρώπων ὑπήκοοι ἐγένοντο, ὅσον ἡμεῖς ἴδμεν, ἀλλὰ διατελεῦσι τὸ μέχρι ἐμεῦ αἰεὶ ἐόντες ἐλεύθεροι μοῦνοι Θρηίκων· οἰκέουσί τε γὰρ ὄρεα ὑψηλά, ἴδῃσί τε παντοίῃσι καὶ χιόνι συνηρεφέα, καί εἰσι τὰ πολέμια ἄκροι. [7.111.2] οὗτοι οἱ τοῦ Διονύσου τὸ μαντήιόν εἰσι ἐκτημένοι· τὸ δὲ μαντήιον τοῦτο ἐστὶ μὲν ἐπὶ τῶν ὀρέων τῶν ὑψηλοτάτων, Βησσοὶ δὲ τῶν Σατρέων εἰσὶ οἱ προφητεύοντες τοῦ ἱροῦ, πρόμαντις δὲ ἡ χρέωσα κατά περ ἐν Δελφοῖσι, καὶ οὐδὲν ποικιλώτερον.

[7.105.1] Λοιπόν εκείνος αυτά του αποκρίθηκε κι ο Ξέρξης έβαλε τα γέλια και δεν εξοργίστηκε καθόλου, αλλά με γλυκό τρόπο τον έστειλε στη θέση του. Λοιπόν ύστερ᾽ απ᾽ τη συνομιλία που είχε μ᾽ αυτόν ο Ξέρξης, διόρισε κυβερνήτη εκεί στον Δορίσκο τον Μασκάμη, το γιο του Μεγαδόστη, αφού έδιωξε εκείνον που είχε τοποθετήσει ο Δαρείος, και κατόπι προέλαυνε με το στρατό του, διασχίζοντας τη Θράκη, εναντίον της Ελλάδας.
[7.106.1] Κι εμπιστεύτηκε τη θέση αυτή στον Μασκάμη, που αξιώθηκε, με την αρετή που έδειξε, να ᾽ναι ο μόνος απ᾽ όλους όσους διόρισε ο ίδιος ή ο Δαρείος κυβερνήτες, που ως πρώτο και καλύτερο του έστελνε ταχτικά ο Ξέρξης δώρα, όπως επίσης κι ο Αρτοξέρξης, ο γιος του Ξέρξη, στους απογόνους του Μασκάμη. Γιατί κυβερνήτες διορίζονταν στη Θράκη και σ᾽ όλα τα μέρη του Ελλησπόντου ακόμα και πριν απ᾽ αυτή την εκστρατεία. [7.106.2] Λοιπόν όλους αυτούς, ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την εκστρατεία, και της Θράκης και του Ελλησπόντου, τους απόδιωξαν οι Έλληνες, εκτός από τον κυβερνήτη του Δορίσκου. Αλλά τον κυβερνήτη του Δορίσκου κανένας ώς τώρα δεν μπόρεσε να τον αποδιώξει, απ᾽ τους πολλούς που το επιχείρησαν. Γι᾽ αυτό το λόγο οι βασιλιάδες των Περσών, καθώς ο ένας διαδεχόταν τον άλλο, συνεχώς του έστελναν δώρα.
[7.107.1] Κι απ᾽ όσους αποδιώχτηκαν από τους Έλληνες, κανένα δεν παραδέχτηκε ο Ξέρξης πως είναι άντρας που το λέει η καρδιά του εκτός από τον Βόγη, τον κυβερνήτη της Ηιόνας, μονάχα αυτόν. Λοιπόν, δε σταμάτησε να τον επαινεί κι έδινε τις πιο μεγάλες τιμές στα παιδιά του, όσα σώθηκαν και ζούσαν στην Ασία· ο Βόγης πήρε με την αξία του τον μεγάλο έπαινο, επειδή, όταν τον πολιορκούσαν οι Αθηναίοι και ο Κίμων, ο γιος του Μιλτιάδη, ενώ του δόθηκε η δυνατότητα να βγει με συνθήκες και να γυρίσει στην Ασία, δεν το καταδέχτηκε, μήπως δώσει την εντύπωση στο βασιλιά ότι σώθηκε με τη δειλία του, αλλά κράτησε άμυνα ώς εκεί που δεν παίρνει άλλο. [7.107.2] Κι όταν πια σώθηκαν όλα τα τρόφιμα μέσα στο κάστρο του, έβαλε φωτιά σε μεγάλο σωρό ξύλων κι έσφαξε τα παιδιά του και τη γυναίκα του κι όλες τις παλλακίδες και τους υπηρέτες του· κατόπι έριξε τα πτώματά τους στη φωτιά κι ύστερα όλο το χρυσάφι και το ασήμι που ήταν στην πόλη το σκόρπισε πάνω από το τείχος στον Στρυμόνα· τα ᾽κανε αυτά κι ύστερα έπεσε κι ο ίδιος μέσα στη φωτιά. Έτσι λοιπόν δικαίως ακόμα και σήμερα οι Πέρσες πλέκουν το εγκώμιό του.
[7.108.1] Κι ο Ξέρξης απ᾽ τον Δορίσκο συνέχισε την πορεία του εναντίον της Ελλάδας και ανάγκαζε να τον ακολουθήσουν στην εκστρατεία, ο ένας μετά τον άλλο, όσοι λαοί παρεμβάλλονταν στην προέλασή του. Γιατί, όπως και προηγουμένως έχω αναφέρει, ύστερ᾽ από την κατάκτησή τους από τον Μεγάβαζο και αργότερα από τον Μαρδόνιο, όλες οι περιοχές ώς τη Θεσσαλία είχαν υποδουλωθεί κι ήταν φόρου υποτελείς στον βασιλιά. [7.108.2] Στην πορεία του από τον Δορίσκο προσπέρασε τα φρούρια των Σαμοθρακών, που η τελευταία αποικία που έχουν ιδρύσει προς τα δυτικά λέγεται Μεσημβρία. Αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτήν έρχεται μια πόλη των Θασίων, η Στρύμη, κι ανάμεσ᾽ απ᾽ αυτές τις δυο ο ποταμός Λίσος κυλά τα νερά του, που δε στάθηκαν τότε αρκετά να ξεδιψάσουν το στρατό του Ξέρξη, αλλά στέρεψαν. [7.108.3] Κι αυτή η περιοχή τον παλιό καιρό ονομαζόταν Γαλλαϊκή, σήμερα όμως Βριαντική· αλλά, αν κάποιοι μ᾽ όλο τους το δίκιο μπορούν κι αυτή να τη λένε δική τους, είναι οι Κίκονες.
[7.109.1] Κι αφού διάβηκε και την κοίτη του ποταμού Λίσου, που έμεινε κατάξερη, προσπέρασε τις εξής ελληνικές πόλεις: τη Μαρώνεια, τη Δικαία, τα Άβδηρα. Προσπερνούσε λοιπόν κι αυτές και τις εξής ξακουστές λίμνες της περιοχής τους· την Ισμαρίδα, που βρίσκεται ανάμεσα στη Μαρώνεια και τη Στρύμη, τη Βιστονίδα, στην περιοχή της Δικαίας, στην οποία χύνουν τα νερά τους δυο ποταμοί, ο Τραύος και ο Κόμψατος· στην περιοχή των Αβδήρων όμως ο Ξέρξης δεν προσπέρασε καμιά ξακουστή λίμνη, αλλά τον ποταμό Νέστο, που χύνει τα νερά του στη θάλασσα. [7.109.2] Κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτές τις περιοχές προσπερνούσε τις πόλεις που έχουν στη στεριά οι Θάσιοι· σε μια απ᾽ αυτές τυχαίνει να βρίσκεται μια λίμνη με περιφέρεια, όπως φαίνεται, περίπου τριάντα σταδίους, ψαρομάνα και με το παραπάνω αλμυρή· αυτή την αποξήραναν τα υποζύγια πίνοντας το νερό της — μονάχα αυτά! Κι η πόλη ονομάζεται Πίστυρος. Λοιπόν, αφήνοντάς τες στο αριστερό του χέρι, προσπερνούσε αυτές τις πόλεις, παραθαλάσσιες και ελληνικές.
[7.110.1] Οι θρακικές φυλές που διέσχιζε τις χώρες τους στην πορεία του ο Ξέρξης ήταν οι εξής: οι Παίτοι, οι Κίκονες, οι Βίστονες, οι Σαπαίοι, οι Δερσαίοι, οι Ηδωνοί, οι Σάτρες. Όσοι απ᾽ αυτούς κατοικούσαν τα παραθαλάσσια, ακολουθούσαν το ναυτικό του, ενώ όσοι κατοικούσαν στα μεσόγεια (αυτούς που έχω περιλάβει στον κατάλογό μου), εκτός από τους Σάτρες, υποχρεώθηκαν ν᾽ ακολουθήσουν το εκστρατευτικό σώμα πεζοί.
[7.111.1] Οι Σάτρες, απ᾽ όσες πληροφορίες έχουμε για το παρελθόν, ώς σήμερα δεν έχουν υποταχτεί σε κανένα, αλλά ζουν συνεχώς ελεύθεροι, μονάχα αυτοί από τους Θράκες· γιατί κατοικούν σε ψηλά βουνά, σκεπασμένα πέρα ώς πέρα από κάθε λογής δέντρα κι απ᾽ το χιόνι, και δεν έχουν το ταίρι τους στην πολεμική αρετή. [7.111.2] Δικό τους είναι το μαντείο του Διονύσου· το μαντείο αυτό βρίσκεται πάνω στα πιο ψηλά βουνά· κι ανάμεσα στους Σάτρες οι Βησσσοί είναι αυτοί απ᾽ τους οποίους προέρχονται οι ιερείς του μαντείου, ενώ η μάντισσα είναι που χρησμοδοτεί, κάτι παρόμοιο μ᾽ ό,τι γίνεται στους Δελφούς· οι άλλες παραδοξολογίες είναι παραπανίσιες.