Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (7.10.1-7.10θ.3)

[7.10.1] Μαρδόνιος μὲν τοσαῦτα ἐπιλεήνας τὴν Ξέρξεω γνώμην ἐπέπαυτο· σιωπώντων δὲ τῶν ἄλλων Περσέων καὶ οὐ τολμώντων γνώμην ἀποδείκνυσθαι ἀντίην τῇ προκειμένῃ, Ἀρτάβανος ὁ Ὑστάσπεος, πάτρως ἐὼν Ξέρξῃ, τῷ δὴ καὶ πίσυνος ἐών, ἔλεγε τάδε· [7.10α.1] Ὦ βασιλεῦ, μὴ λεχθεισέων μὲν γνωμέων ἀντιέων ἀλλήλῃσι οὐκ ἔστι τὴν ἀμείνω αἱρεόμενον ἑλέσθαι, ἀλλὰ δεῖ τῇ εἰρημένῃ χρᾶσθαι, λεχθεισέων δὲ ἔστι, ὥσπερ τὸν χρυσὸν τὸν ἀκήρατον αὐτὸν μὲν ἐπ᾽ ἑωυτοῦ οὐ διαγινώσκομεν, ἐπεὰν δὲ παρατρίψωμεν ἄλλῳ χρυσῷ, διαγινώσκομεν τὸν ἀμείνω. [7.10α.2] ἐγὼ δὲ καὶ πατρὶ τῷ σῷ, ἀδελφεῷ δὲ ἐμῷ Δαρείῳ ἠγόρευον μὴ στρατεύεσθαι ἐπὶ Σκύθας, ἄνδρας οὐδαμόθι γῆς ἄστυ νέμοντας· ὁ δέ ἐλπίζων Σκύθας τοὺς νομάδας καταστρέψεσθαι, ἐμοί τε οὐκ ἐπείθετο, στρατευσάμενός τε πολλοὺς καὶ ἀγαθοὺς τῆς στρατιῆς ἀποβαλὼν ἀπῆλθε. [7.10α.3] σὺ δέ, ὦ βασιλεῦ, μέλλεις ἐπ᾽ ἄνδρας στρατεύεσθαι πολλὸν ἔτι ἀμείνονας ἢ Σκύθας, οἳ κατὰ θάλασσάν τε ἄριστοι καὶ κατὰ γῆν λέγονται εἶναι. τὸ δὲ αὐτοῖσι ἔνεστι δεινόν, ἐμέ σοι δίκαιόν ἐστι φράζειν. [7.10β.1] ζεύξας φὴς τὸν Ἑλλήσποντον ἐλᾶν στρατὸν διὰ τῆς Εὐρώπης ἐς τὴν Ἑλλάδα. καὶ δὴ καὶ συνήνεικε ἤτοι κατὰ γῆν ἢ [καὶ] κατὰ θάλασσαν ἑσσωθῆναι, ἢ καὶ κατ᾽ ἀμφότερα· οἱ γὰρ ἄνδρες λέγονται εἶναι ἄλκιμοι, πάρεστι δὲ καὶ σταθμώσασθαι, εἰ στρατιήν γε τοσαύτην σὺν Δάτι καὶ Ἀρταφρένεϊ ἐλθοῦσαν ἐς τὴν Ἀττικὴν χώρην μοῦνοι Ἀθηναῖοι διέφθειραν. [7.10β.2] οὐκ ὦν ἀμφοτέρῃ σφι ἐχώρησε· ἀλλ᾽ ἢν τῇσι νηυσὶ ἐμβάλωσι καὶ νικήσαντες ναυμαχίῃ πλέωσι ἐς τὸν Ἑλλήσποντον καὶ ἔπειτα λύσωσι τὴν γέφυραν, τοῦτο δή, βασιλεῦ, γίνεται δεινόν. [7.10γ.1] ἐγὼ δὲ οὐδεμιῇ σοφίῃ οἰκηίῃ αὐτὸς ταῦτα συμβάλλομαι, ἀλλ᾽ οἷόν κοτε ἡμέας ὀλίγου ἐδέησε καταλαβεῖν πάθος, ὅτε πατὴρ ‹ὁ› σός ζεύξας Βόσπορον τὸν Θρηίκιον, γεφυρώσας δὲ ποταμὸν Ἴστρον διέβη ἐπὶ Σκύθας. τότε παντοῖοι ἐγένοντο Σκύθαι δεόμενοι Ἰώνων λῦσαι τὸν πόρον, τοῖσι ἐπετέτραπτο ἡ φυλακὴ τῶν γεφυρέων τοῦ Ἴστρου. [7.10γ.2] καὶ τότε γε Ἱστιαῖος ὁ Μιλήτου τύραννος εἰ ἐπέσπετο τῶν ἄλλων τυράννων τῇ γνώμῃ μηδὲ ἠντιώθη, διέργαστο ἂν τὰ Περσέων πρήγματα. καίτοι καὶ λόγῳ ἀκοῦσαι δεινόν, ἐπ᾽ ἀνδρί γε ἑνὶ πάντα τὰ βασιλέος πρήγματα γεγενῆσθαι. [7.10δ.1] σὺ ὦν μὴ βούλευ ἐς κίνδυνον μηδένα τοιοῦτον ἀπικέσθαι μηδεμιῆς ἀνάγκης ἐούσης, ἀλλὰ ἐμοὶ πείθευ· νῦν μὲν τὸν σύλλογον τόνδε διάλυσον· αὖτις δέ, ὅταν τοι δοκῇ, προσκεψάμενος ἐπὶ σεωυτοῦ προαγόρευε τά τοι δοκέει εἶναι ἄριστα. [7.10δ.2] τὸ γὰρ εὖ βουλεύεσθαι κέρδος μέγιστον εὑρίσκω ἐόν· εἰ γὰρ καὶ ἐναντιωθῆναί τι θέλει, βεβούλευται μὲν οὐδὲν ἧσσον εὖ, ἕσσωται δὲ ὑπὸ τῆς τύχης τὸ βούλευμα· ὁ δὲ βουλευσάμενος αἰσχρῶς, εἴ οἱ ἡ τύχη ἐπίσποιτο, εὕρημα εὕρηκε, ἧσσον δὲ οὐδέν οἱ κακῶς βεβούλευται. [7.10ε.1] ὁρᾷς τὰ ὑπερέχοντα ζῷα ὡς κεραυνοῖ ὁ θεὸς οὐδὲ ἐᾷ φαντάζεσθαι, τὰ δὲ σμικρὰ οὐδέν μιν κνίζει· ὁρᾷς δὲ ὡς ἐς οἰκήματα τὰ μέγιστα αἰεὶ καὶ δένδρεα τὰ τοιαῦτα ἀποσκήπτει τὰ βέλεα. φιλέει γὰρ ὁ θεὸς τὰ ὑπερέχοντα πάντα κολούειν. οὕτω δὲ καὶ στρατὸς πολλὸς ὑπὸ ὀλίγου διαφθείρεται κατὰ τοιόνδε· ἐπεάν σφι ὁ θεὸς φθονήσας φόβον ἐμβάλῃ ἢ βροντήν, δι᾽ ὧν ἐφθάρησαν ἀναξίως ἑωυτῶν. οὐ γὰρ ἐᾷ φρονέειν μέγα ὁ θεὸς ἄλλον ἢ ἑωυτόν. [7.10ζ.1] ἐπειχθῆναι μέν νυν πᾶν πρῆγμα τίκτει σφάλματα, ἐκ τῶν ζημίαι μεγάλαι φιλέουσι γίνεσθαι· ἐν δὲ τῷ ἐπισχεῖν ἔνεστι ἀγαθά, εἰ μὴ παραυτίκα δοκέοντα εἶναι, ἀλλ᾽ ἀνὰ χρόνον ἐξεύροι τις ἄν. [7.10η.1] σοὶ μὲν δὴ ταῦτα, ὦ βασιλεῦ, συμβουλεύω· σὺ δέ, ὦ παῖ Γωβρύεω [Μαρδόνιε], παῦσαι λέγων λόγους ματαίους περὶ Ἑλλήνων οὐκ ἐόντων ἀξίων φλαύρως ἀκούειν. Ἕλληνας γὰρ διαβάλλων ἐπείρεις αὐτὸν βασιλέα στρατεύεσθαι· αὐτοῦ δὲ τούτου εἵνεκα δοκέεις μοι πᾶσαν προθυμίην ἐκτείνειν. μή νυν οὕτω γένηται. [7.10η.2] διαβολὴ γάρ ἐστι δεινότατον, ἐν τῇ δύο μέν εἰσι οἱ ἀδικέοντες, εἷς δὲ ὁ ἀδικεόμενος. ὁ μὲν γὰρ διαβάλλων ἀδικέει οὐ παρεόντος κατηγορέων, ὁ δὲ ἀδικέει ἀναπειθόμενος πρὶν ἢ ἀτρεκέως ἐκμάθῃ· ὁ δὲ δὴ ἀπεὼν τοῦ λόγου τάδε ἐν αὐτοῖσι ἀδικέεται, διαβληθείς τε ὑπὸ τοῦ ἑτέρου καὶ νομισθεὶς πρὸς τοῦ ἑτέρου κακὸς εἶναι. [7.10θ.1] ἀλλ᾽ εἰ δὴ δεῖ γε πάντως ἐπὶ τοὺς ἄνδρας τούτους στρατεύεσθαι, φέρε, βασιλεὺς μὲν αὐτὸς ἐν ἤθεσι τοῖσι Περσέων μενέτω, ἡμέων δὲ ἀμφοτέρων παραβαλλομένων τὰ τέκνα στρατηλάτεε αὐτὸς σὺ ἐπιλεξάμενός τε ἄνδρας τοὺς ἐθέλεις καὶ λαβὼν στρατιὴν ὁκόσην τινὰ βούλεαι. [7.10θ.2] καὶ ἢν μὲν τῇ σὺ λέγεις ἀναβαίνῃ βασιλέϊ τὰ πρήγματα, κτεινέσθων οἱ ἐμοὶ παῖδες, πρὸς δὲ αὐτοῖσι καὶ ἐγώ· ἢν δὲ τῇ ἐγὼ προλέγω, οἱ σοὶ ταῦτα πασχόντων, σὺν δέ σφι καὶ σύ, ἢν ἀπονοστήσῃς. [7.10θ.3] εἰ δὲ ταῦτα μὲν ὑποδύνειν οὐκ ἐθελήσεις, σὺ δὲ πάντως στράτευμα ἀνάξεις ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα, ἀκούσεσθαί τινά φημι τῶν αὐτοῦ τῇδε ὑπολειπομένων Μαρδόνιον, μέγα τι κακὸν ἐξεργασάμενον Πέρσας, ὑπὸ κυνῶν τε καὶ ὀρνίθων διαφορεύμενον ἤ κου ἐν γῇ τῇ Ἀθηναίων ἤ σέ γε ἐν τῇ Λακεδαιμονίων, εἰ μὴ ἄρα καὶ πρότερον κατ᾽ ὁδόν, γνόντα ἐπ᾽ οἵους ἄνδρας ἀναγινώσκεις στρατεύεσθαι βασιλέα.

[7.10.1] Ο Μαρδόνιος λοιπόν υποστήριξε μ᾽ αυτά τη γνώμη του Ξέρξη, κάνοντάς την πιο ελκυστική, και τελείωσε την ομιλία του. Οι άλλοι Πέρσες έμεναν σιωπηλοί και δεν τολμούσαν να εκφράσουν γνώμη αντίθετη μ᾽ αυτήν που προτάθηκε, όταν ο Αρτάβανος, ο γιος του Υστάσπη, που σαν θείος από πατέρα του Ξέρξη είχε το θάρρος, μίλησε έτσι: [7.10α.1] «Βασιλιά μου, αν δε διατυπωθούν γνώμες αντίθετες μεταξύ τους, δεν έχεις τη δυνατότητα ν᾽ ακολουθήσεις, ύστερ᾽ από επιλογή, την καλύτερη και δεν έχεις να κάνεις τίποτ᾽ άλλο παρά να βάλεις σε πράξη αυτήν που ειπώθηκε· αντίθετα, αν έχουν διατυπωθεί, έχεις τη δυνατότητα· είναι όπως με το ατόφιο χρυσάφι, που από μόνο του δεν το ξεχωρίζουμε, αν όμως, τρίβοντάς το πάνω στη λυδία λίθο, το συγκρίνουμε με άλλο χρυσάφι, αναγνωρίζουμε το καθαρότερο. [7.10α.2] Εγώ λοιπόν και στον πατέρα σου, τον αδερφό μου τον Δαρείο, έλεγα δημόσια να μην εκστρατεύσει εναντίον των Σκυθών, ενός λαού που πουθενά στη χώρα του δεν έχει πολιτείες· εκείνος όμως, ελπίζοντας να υποδουλώσει τους Σκύθες, δε με άκουσε· έκανε την εκστρατεία και γύρισε άπρακτος χάνοντας πολλούς και γενναίους από το στράτευμά του. [7.10α.3] Κι εσύ, βασιλιά μου, σκοπεύεις να εκστρατεύσεις εναντίον πολεμιστών πολύ πιο γενναίων απ᾽ ό,τι οι Σκύθες, που έχουν τη φήμη πως είναι ασυναγώνιστοι και στη θάλασσα και στη στεριά. Τώρα, ποιόν κίνδυνο κρύβει αυτή η επιχείρηση, είμαι υποχρεωμένος να σου εξηγήσω. [7.10β.1] Είπες, «θα ενώσω με γέφυρα τις ακτές του Ελλησπόντου και θα προελάσω με το στρατό μου, διασχίζοντας την Ευρώπη, στην Ελλάδα». Πάει καλά· όμως, έρχονται έτσι τα πράγματα και μας νικούν είτε στη στεριά είτε στη θάλασσα, είτε και στα δυο· γιατί, απ᾽ ό,τι ακούμε, των ανθρώπων το λέει η καρδιά τους, κι αυτό το συμπέρασμα βγαίνει από το γεγονός ότι ένα τόσο μεγάλο εκστρατευτικό σώμα που οδήγησαν στην Αττική ο Δάτης κι ο Αρταφρένης, το εξόντωσαν μόνοι τους οι Αθηναίοι. [7.10β.2] Τώρα, στην περίπτωση που δεν τους έρχονται όλα δεξιά και στις δυο μεριές, και πάλι, αν μας χτυπήσουν με τα καράβια και νικώντας σε ναυμαχία κατευθυνθούν με το στόλο τους στον Ελλήσποντο και κατόπι διαλύσουν τις γέφυρες, τότε, βασιλιά μου, χανόμαστε. [7.10γ.1] Κι αυτό το συμπέρασμα δεν το βγάζω απ᾽ το μυαλό μου, επειδή τάχα είμαι σοφός, αλλά νά, είναι η καταστροφή που λίγο έλειψε να μας βρει, όταν ο πατέρας σου, αφού γεφύρωσε τον Βόσπορο της Θράκης κι αφού γεφύρωσε τον ποταμό Ίστρο, βάδισε εναντίον των Σκυθών. Τότε οι Σκύθες και τί δεν έκαναν παρακαλώντας τους Ίωνες, που είχαν αναλάβει τη φρούρηση των γεφυρών του Ίστρου, να διαλύσουν το πέραμα. [7.10γ.2] Και τότε βέβαια, αν ο Ιστιαίος, ο τύραννος της Μιλήτου, πήγαινε με τη γνώμη των άλλων τυράννων και δεν τους εναντιωνόταν, τετέλεσται το κράτος των Περσών. Κι όμως και μόνο να τ᾽ ακούς είναι φοβερό, όλα τα πάντα, και η εξουσία και η τύχη του βασιλιά, να κρέμονται από έναν άνθρωπο. [7.10δ.1] Κι εσύ πάλι μη θελήσεις να μπεις σε κάποιον παρόμοιο κίνδυνο, μια και τίποτε δε σε πιέζει, κι άκουσέ με· τώρα δώσε τέλος σ᾽ αυτή τη σύσκεψη· κι άλλη φορά, αφού πρώτα το μελετήσεις μοναχός σου, όποτε σου φανεί καλό ανακοίνωσέ μας τις αποφάσεις που κρίνεις καλύτερες. [7.10δ.2] Γιατί διαπιστώνω πως το μεγαλύτερο κέρδος βγαίνει απ᾽ το σωστό υπολογισμό· γιατί κι αν τύχει και σου έρθει κάποια αναποδιά, αυτό δε σημαίνει πως δε στάθμισες τόσο σωστά τα πράγματα, αλλά απλώς ο υπολογισμός σου ανατράπηκε από την τύχη. Όμως εκείνος που έκανε κακό υπολογισμό, αν η τύχη τού τα φέρει δεξιά, η επιτυχία είναι λαχείο — όχι πως ο υπολογισμός που έκανε είναι λιγότερο κακός. [7.10ε.1] Νά, βλέπεις ότι ο θεός χτυπά με τον κεραυνό τα μεγαλόσωμα ζώα και δεν τ᾽ αφήνει να φουσκώνουν από καμάρι, ενώ τα μικρούλικα δεν τον ερεθίζουν καθόλου· και βλέπεις πως εξακοντίζει από ψηλά τα βέλη του πάντοτε στα ψηλότερα σπίτια και στα ψηλά δέντρα. Γιατί το θέλημα του θεού είναι ένα, να κουτσουρεύει ό,τι υψώνεται πάνω από το μέτρο. Κι έτσι και μεγάλος στρατός εξοντώνεται από μικρό, για τον εξής λόγο: όταν ο θεός φθονώντας τους τούς ρίξει πανικό ή βροντή, παθαίνουν πανωλεθρία που δεν την περίμεναν. Γιατί ο θεός την περηφάνια την κρατά μονάχα για τον εαυτό του, και για κανένα άλλο. [7.10ζ.1] Η βιασύνη πάλι σε κάθε επιχείρηση γεννά παραστρατήματα, που συνήθως φέρνουν μεγάλες ζημιές· αντίθετα η υπομονή κλει θησαυρούς, που κι αν ακόμη δε φαίνονται εκείνη την ώρα, όμως με τον καιρό τούς ανακαλύπτουμε. [7.10η.1] Αυτές τις συμβουλές έχω για σένα, βασιλιά μου· εσύ τώρα, γιε του Γωβρύα, πάψε να λες κούφια λόγια για τους Έλληνες, είναι απρέπεια να μιλάς άσχημα γι᾽ αυτούς. Γιατί συκοφαντώντας τους Έλληνες ξεσηκώνεις το βασιλιά μας να εκστρατεύσει ο ίδιος εναντίον τους· και μου δίνεις την εντύπωση πως γι᾽ αυτόν το σκοπό αναπτύσσεις όλη τη δραστηριότητά σου. Λοιπόν, αυτό να σταματήσει. [7.10η.2] Γιατί δεν υπάρχει κακό άλλο σαν τη συκοφαντία, όπου δυο είναι οι αδικητές κι ένας ο αδικημένος. Δηλαδή, ο συκοφάντης κάνει αδίκημα κατηγορώντας άνθρωπο που απουσιάζει, κι από τη μεριά του ο άλλος κάνει αδίκημα, επειδή πείθεται χωρίς να έχει σωστή πληροφόρηση· από την άλλη, αυτός που απουσιάζει από τη συζήτηση, νά πώς αδικιέται από τα λόγια τους· από τον πρώτο φορτώνεται τις άδικες κατηγορίες, κι από τον δεύτερο την άδικη εντύπωση ότι είναι κακός. [7.10θ.1] Αλλά αν πρέπει οπωσδήποτε να γίνει εκστρατεία εναντίον αυτών των αντρών, έλα, ο βασιλιάς ο ίδιος να παραμείνει στη χώρα των Περσών, κι εμείς, κι ο ένας κι ο άλλος, να στοιχηματίσουμε στη ζωή των παιδιών μας, και τότε εσύ να μπεις επικεφαλής της εκστρατείας επιλέγοντας τους άντρες που θέλεις και παίρνοντας μαζί σου στράτευμα όσο μεγάλο θέλεις. [7.10θ.2] Κι αν το αποτέλεσμα της επιχείρησης είναι για τον βασιλιά αυτό που λες εσύ, να σκοτωθούν τα παιδιά μου και μαζί τους κι εγώ· αν όμως είναι αυτό που προλέγω εγώ, να πάθουν ό,τι είπα τα παιδιά σου και μαζί τους κι εσύ — αν γυρίσεις πίσω. [7.10θ.3] Τώρα, αν δε δέχεσαι αυτούς τους όρους, και στανικώς θα οδηγήσεις εκστρατευτικό σώμα εναντίον της Ελλάδας, νά τί έχω να σου πω· σε κάποιους που θα μείνουν πίσω, εδώ σ᾽ αυτό τον τόπο, θα φτάσει το μαντάτο: «Τον Μαρδόνιο, που προκάλεσε στους Πέρσες μια μεγάλη συμφορά, τον σπαράζουν τα σκυλιά και τα όρνια κάπου εκεί, στη χώρα των Αθηναίων ή στη χώρα των Λακεδαιμονίων», ναι, εσένα! — χωρίς βέβαια ν᾽ αποκλείεται να συμβεί κάτι τέτοιο και πρωτύτερα, όσο θα βρίσκεσαι στο δρόμο· και τότε θα έχεις μάθει τί παλικάρια έχει η χώρα αυτή, εναντίον της οποίας ξεσηκώνεις σ᾽ εκστρατεία τον βασιλιά».