[6.61.1] Τότε λοιπόν τον Κλεομένη που βρισκόταν στην Αίγινα και ενεργούσε για το κοινό καλό των Ελλήνων τον υπέσκαπτε ο Δημάρατος, όχι βέβαια γιατί νοιαζόταν τόσο πια για τους Αιγινήτες, όσο επειδή κυριεύτηκε από φθόνο και μίσος. Κι ο Κλεομένης γυρνώντας από την Αίγινα σχεδίαζε να εκθρονίσει τον Δημάρατο, στηρίζοντας τη μομφή εναντίον του σ᾽ ένα τέτοιας λογής περιστατικό: ο Αρίστων, που βασίλευε στη Σπάρτη, παντρεύτηκε δυο γυναίκες, αλλά παιδιά δεν αποχτούσε. [6.61.2] Και —ο άνθρωπος δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι το φταίξιμο γι᾽ αυτό είναι δικό του— παντρεύεται και τρίτη γυναίκα. Και νά πώς την παντρεύτηκε· ο Αρίστων είχε φίλο ένα Σπαρτιάτη, με τον οποίο ήταν συνδεδεμένος όσο με κανέναν άλλο πολίτη. Αυτός ο φίλος τύχαινε να έχει γυναίκα που στην ομορφιά άφηνε πολύ πίσω τις γυναίκες της Σπάρτης, και μάλιστα έγινε η ωραιότερη ενώ ήταν η ασχημότερη. [6.61.3] Δηλαδή, έτσι που αυτή είχε όψη άχαρη, η παραμάνα της, βλέποντάς την θυγατέρα ευκατάστατης οικογένειας και άσκημη, κι ακόμα βλέποντας τους γονείς πικραμένους για τη μορφή της, τα μελέτησε όλ᾽ αυτά κι είχε την εξής έμπνευση: την κουβαλούσε κάθε μέρα στο ναό της Ελένης· ο ναός αυτός βρίσκεται στην τοποθεσία που λέγεται Θεράπνη, πιο πάνω απ᾽ το ναό του Φοίβου· και, μόλις η παραμάνα την έφερνε, την έβαζε όρθια δίπλα στο άγαλμα και καταπαρακαλούσε τη θεά ν᾽ απαλλάξει την παιδούλα από την ασκήμια. [6.61.4] Και λοιπόν μια φορά λένε πως, καθώς η παραμάνα γυρνούσε από το ναό, της παρουσιάστηκε μια γυναίκα· πως της παρουσιάστηκε και τη ρώτησε τί κρατά στην αγκαλιά της. Κι αυτή αποκρίθηκε ότι κουβαλά μια παιδούλα· και η άλλη την πρόσταξε να της τη δείξει, εκείνη όμως αρνήθηκε· γιατί, είπε, οι γονείς τής έχουν απαγορεύσει να τη δείχνει σε οποιονδήποτε. Κι η άλλη, να την προστάζει να της τη δείξει εξάπαντος. [6.61.5] Και, πως τέλος η παραμάνα, βλέποντας τη γυναίκα να δείχνει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για να τη δει, της έδειξε την παιδούλα· κι η άλλη χαϊδεύοντας την κεφαλή της παιδούλας είπε πως θα βγει πρώτη στην ομορφιά μέσα σ᾽ όλες τις γυναίκες της Σπάρτης. Και λένε πως από κείνη τη μέρα άλλαξε η όψη της· κι όταν έφτασε σε ηλικία γάμου, την παντρεύεται ο Άγητος, ο γιος του Αλκείδα, ο φίλος του Αρίστωνος που λέγαμε. [6.62.1] Τον Αρίστωνα λοιπόν τον σιγότρωγε ο έρωτας αυτής της γυναίκας· βάζει τότε μπροστά ένα τέχνασμα τέτοιας λογής: υπόσχεται να δώσει χάρισμα ο ίδιος του στο φίλο του που είχε τη γυναίκα αυτή ένα πράμα απ᾽ όλο το έχει του, όποιο εκείνος θα διαλέξει, και πρότεινε στο φίλο του με τους ίδιους όρους να του ανταποδώσει τα ίσα. Κι ο άλλος, μη έχοντας κανένα φόβο για τη γυναίκα του —ο άνθρωπος έβλεπε πως κι ο Αρίστων είχε γυναίκα— λέει ναι σ᾽ αυτά· και, για επικύρωση, δεσμεύτηκαν με αμοιβαίους όρκους. [6.62.2] Κατόπιν ο Αρίστων απ᾽ τη μεριά του έδωσε εκείνο, ό,τι τέλος πάντων ήταν αυτό που ο Άγητος διάλεξε από τους θησαυρούς του Αρίστωνος, κι ύστερα ο ίδιος του, απαιτώντας να του αποδοθούν από τον άλλο τα ίσα, τότε λοιπόν πάσχιζε να πάρει τη γυναίκα από το φίλο του. Κι ο άλλος είπε πως δέχεται να δώσει οτιδήποτε άλλο παρεχτός απ᾽ αυτήν· όμως, δεσμευμένος από τον όρκο και τη δολερή απάτη, άφησε να του πάρει τη γυναίκα και να την πάει στο σπίτι του. [6.63.1] Έτσι λοιπόν ο Αρίστων έφερε στο σπίτι του την τρίτη του γυναίκα, αφού έδιωξε τη δεύτερη. Και σε μικρότερο χρονικό διάστημα, πριν συμπληρωθούν οι δέκα μήνες, η γυναίκα αυτή τού γεννά ετούτον τον Δημάρατο. [6.63.2] Και, την ώρα που ο Αρίστων καθόταν σε συνεδρίαση με τους εφόρους, ένας από τους υπηρέτες του τού φέρνει το νέο, ότι απόχτησε αγόρι. Κι αυτός, ξέροντας τη μέρα που έφερε τη γυναίκα στο σπίτι του και λογαριάζοντας τους μήνες με τα δάχτυλά του, είπε παίρνοντας όρκο: «Αποκλείεται να ᾽ναι δικό μου». Αυτό το άκουσαν βέβαια οι έφοροι, όμως εκείνη τη στιγμή δεν έδωσαν καμιά σημασία· το αγόρι μεγάλωνε κι ο Αρίστων μετάνιωσε γι᾽ αυτό που είπε· γιατί πίστεψε απόλυτα ότι ο Δημάρατος ήταν γιος του. [6.63.3] Και του έδωσε το όνομα Δημάρατος για τον εξής λόγο: πριν γίνουν αυτά, οι δημότες της Σπάρτης στο σύνολό τους παρακάλεσαν τους θεούς, επειδή ο Αρίστων αποδείχτηκε άριστος ανάμεσα σ᾽ όλους τους βασιλιάδες που είδε η Σπάρτη, να αποχτήσει αγόρι. Γι᾽ αυτό λοιπόν του δόθηκε το όνομα Δημάρατος. [6.64.1] Τα χρόνια κυλούσαν κι ο Αρίστων πέθανε και τη βασιλική εξουσία την πήρε ο Δημάρατος. Κι, όπως φάνηκε, ήταν της μοίρας του, με το να γίνουν αυτά πασίγνωστα, να χάσει το θρόνο του ο Δημάρατος, ύστερ᾽ από τη φοβερή υπονόμευσή του από τον Κλεομένη, επειδή και πρωτύτερα ο Δημάρατος απέσυρε το εκστρατευτικό σώμα από την Ελευσίνα και προπάντων με την ιστορία της μετάβασης του Κλεομένη στην Αίγινα, για να χτυπήσει όσους πήγαν με τους Πέρσες. [6.65.1] Λοιπόν ο Κλεομένης, καθώς βάλθηκε να πάρει εκδίκηση, κλείνει συμφωνία με τον Λεωτυχίδα, το γιο του Μενάρου, γιου του Άγη, που ανήκε στην ίδια οικογένεια με τον Δημάρατο, με τον όρο, αν τον ανεβάσει στο θρόνο στη θέση του Δημαράτου, να τον ακολουθήσει για να χτυπήσει τους Αιγινήτες. [6.65.2] Κι ο Λεωτυχίδας είχε πολύ εχθρικές σχέσεις με τον Δημάρατο από μια υπόθεση που έγινε κάπως έτσι: ενώ ο Λεωτυχίδας αρραβωνιάστηκε με την Περκάλη, τη θυγατέρα του Χίλωνος, γιου του Δημαρμένου, ο Δημάρατος με δολερό σχέδιο ματαιώνει το γάμο του Λεωτυχίδα, αφού πρόλαβε ν᾽ αρπάξει αυτός την Περκάλη και να την κάνει γυναίκα του. [6.65.3] Έτσι λοιπόν ξεκίνησε η έχθρα του Λεωτυχίδα εναντίον του Δημαράτου κι έτσι τότε, με την παρακίνηση του Κλεομένη, ο Λεωτυχίδας κατάγγειλε με όρκο τον Δημάρατο, λέγοντας πως βασιλεύει στη Σπάρτη χωρίς να δικαιούται, μια και δεν ήταν γιος του Αρίστωνος. Και μετά την ένορκη καταγγελία τον έσερνε στα δικαστήρια, φέρνοντας στην επιφάνεια εκείνη τη φράση που είπε ο Αρίστων τότε, όταν ο υπηρέτης τού ανήγγειλε πως απόχτησε παιδί, κι εκείνος λογαριάζοντας τους μήνες το αποκήρυξε με όρκο, κι είπε ότι το παιδί δεν είναι δικό του. [6.65.4] Ο Λεωτυχίδας λοιπόν επικαλούμενος αυτή τη φράση αποδείκνυε πως ο Δημάρατος ούτε γιος του Αρίστωνος ήταν ούτε δικαιούται να είναι βασιλιάς της Σπάρτης, παρουσιάζοντας μάρτυρες τους εφόρους εκείνους που έτυχε τότε να συνεδριάζουν με τον Αρίστωνα και να τον ακούσουν να λέει αυτά. [6.66.1] Τέλος, καθώς δημιουργήθηκε αντιδικία γι᾽ αυτό το θέμα, οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να ρωτήσουν το μαντείο των Δελφών αν ο Δημάρατος ήταν γιος του Αρίστωνος. [6.66.2] Τότε λοιπόν ο Κλεομένης, που βέβαια αυτός προμελέτησε την προσφυγή αυτή στην Πυθία, εξασφάλισε τη συνεργασία του Κόβωνος, του γιου του Αριστοφάντου, που την εποχή εκείνη είχε τη μεγαλύτερη δύναμη στους Δελφούς, κι ο Κόβων πείθει την Περίαλλα, την ιέρεια του μαντείου, να πει αυτά που ο Κλεομένης ήθελε να ειπωθούν. [6.66.3] Έτσι λοιπόν η Πυθία, όταν οι απεσταλμένοι για χρησμό υπέβαλαν το ερώτημα, έβγαλε κρίση ότι ο Δημάρατος δεν ήταν γιος του Αρίστωνος. Αργότερα όμως ξεσκεπάστηκε αυτή η μηχανορραφία κι ο Κόβων εξορίστηκε από τους Δελφούς και η ιέρεια του μαντείου, η Περίαλλα, έχασε το αξίωμά της. [6.67.1] Έτσι λοιπόν έγινε η εκθρόνιση του Δημάρατου· κι ο Δημάρατος πήρε το δρόμο της εξορίας από τη Σπάρτη στους Πέρσες εξαιτίας μιας τέτοιας προσβολής: ύστερ᾽ απ᾽ την εκθρόνισή του ο Δημάρατος εκλέχτηκε κι ασκούσε κάποιο αξίωμα. [6.67.2] Γιόρταζαν λοιπόν τη γιορτή των γυμνοπαιδιών, κι ενώ ο Δημάρατος παρακολουθούσε τους αγώνες, ο Λεωτυχίδας, που είχε πια ανακηρυχτεί βασιλιάς στη θέση εκείνου, έστειλε τον υπηρέτη του και ρωτούσε τον Δημάρατο, για να τον ειρωνευτεί και να τον ξεφτιλίσει, πώς ένιωθε ασκώντας ένα αξίωμα κάποιος που χρημάτισε βασιλιάς. [6.67.3] Κι αυτός πειράχτηκε απ᾽ την ερώτηση κι αποκρίθηκε λέγοντας πως ο ίδιος απ᾽ τη μεριά του είχε ασκήσει και το ένα και το άλλο, ενώ εκείνος όχι· όμως, πως ετούτη η ερώτηση θα σταθεί για τους Λακεδαιμονίους η αρχή ή για χίλια δυο δεινά ή για χίλιες δυο ευτυχίες. Μ᾽ αυτά τα λόγια, σκεπάζοντας με το ιμάτιο το πρόσωπό του, έφυγε απ᾽ το θέατρο και πήγε στο σπίτι του· και στη στιγμή έκανε τις ετοιμασίες και πρόσφερε στο Δία θυσία βοδιού· κι ύστερ᾽ από τη θυσία κάλεσε τη μητέρα του. [6.68.1] Κι όταν έφτασε η μητέρα του, έβαλε στα χέρια της λίγ᾽ από τα σπλάχνα του θύματος και την καταπαρακαλούσε μιλώντας της έτσι: «Μάνα, με το χέρι μου πάνω στους βωμούς και των άλλων θεών κι αυτού εδώ του Δία του Ερκείου, σε παρακαλώ να μου πεις την αλήθεια, ποιός είναι ο πραγματικός πατέρας μου. [6.68.2] Γιατί ο Λεωτυχίδας, πάνω στην αντιδικία μας, ισχυρίστηκε και είπε πως εσύ, όταν παντρεύτηκες τον Αρίστωνα, μ᾽ είχες κιόλας στην κοιλιά απ᾽ τον προηγούμενο άντρα σου, κι άλλοι λένε και πιο σαχλές ιστορίες, πως εσύ πήγες μ᾽ έναν δούλο, τον γαϊδαροβοσκό, και πως εκείνου γιος είμαι εγώ. [6.68.3] Σε παρακαλώ λοιπόν στ᾽ όνομα των θεών να μου πεις την αλήθεια· γιατί, κι αν ακόμα έκανες κάτι απ᾽ όσα λέγονται, δεν είσαι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία που έκανε τέτοιο πράμα· κι από την άλλη έχει διαδοθεί πολύ στη Σπάρτη πως ο Αρίστων δεν είχε σπέρμα γόνιμο· γιατί αλλιώς θα τού γεννούσαν παιδιά κι οι προηγούμενες γυναίκες του». [6.69.1] Έτσι μίλησε αυτός κι εκείνη του αποκρίθηκε: «Γιε μου, επειδή με παρακαλείς και απαιτείς να σου πω την αλήθεια, θα σου πω απ᾽ την αρχή ώς το τέλος την πάσα αλήθεια. Καθώς με παντρεύτηκε και με πήγε στο σπίτι του ο Αρίστων, πέρασαν δυο νύχτες από την πρώτη νύχτα του γάμου, όταν ήρθε στον κοιτώνα μου φάντασμα με τη μορφή του Αρίστωνος, κι αφού έσμιξε μαζί μου στο κρεβάτι, στόλισε το κεφάλι μου με τα στεφάνια που φορούσε· [6.69.2] το φάντασμα αποσύρθηκε γρήγορα, κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτά έφτασε ο Αρίστων και βλέποντάς με με τα στεφάνια με ρωτούσε ποιός ήταν που μου τα έδωσε· κι εγώ του είπα, «εσύ»· όμως εκείνος δεν το παραδεχόταν· κι εγώ να δίνω τον ένα όρκο πάνω στον άλλο, λέγοντάς του πως δεν κάνει καλά που αρνιέται· γιατί λίγη ώρα πρωτύτερα ήρθε στο κρεβάτι κι έσμιξε μαζί μου κι ύστερα μου έδωσε τα στεφάνια. [6.69.3] Λοιπόν, ο Αρίστων, βλέποντάς με να παίρνω τον έναν όρκο πάνω στον άλλο, κατάλαβε ότι η υπόθεση είχε να κάνει με τους θεούς. Κι αυτό, αφού από τη μια μεριά αποκαλύφτηκε πως τα στεφάνια ήταν απ᾽ το λατρευτικό χτίσμα που βρισκόταν μπροστά απ᾽ την αυλόπορτα στ᾽ όνομα του ημιθέου που λέγεται Αστράβακος, κι από την άλλη οι μάντεις έδιναν χρησμό ότι το φάντασμα ήταν ακριβώς αυτός ο ημίθεος. [6.69.4] Έτσι, γιε μου, έμαθες ό,τι ήθελες να μάθεις. Δηλαδή, ή γεννήθηκες απ᾽ αυτόν τον ημίθεο, και τότε πατέρας σου είναι ο ημίθεος Αστράβακος, ή ο Αρίστων· γιατί εγώ σ᾽ έπιασα στην κοιλιά μου εκείνη τη νύχτα. Τώρα, το μεγαλύτερο επιχείρημα που έχουν εναντίον σου οι εχθροί, λέγοντας πως ο ίδιος ο Αρίστων, όταν του ανήγγειλαν τη γέννησή σου, μπροστά σε πολλούς ακροατές αρνήθηκε πως είσαι παιδί του (επειδή δε συμπληρώθηκαν οι μήνες της γέννας), εκείνος άφησε να του ξεφύγει αυτή η φράση γιατί ήταν άμαθος από τέτοια: [6.69.5] δηλαδή οι γυναίκες γεννούν και εννιαμηνίτικα κι εφταμηνίτικα, χωρίς να συμπληρώσουν όλες τους δέκα μήνες. Κι εγώ εσένα, γιε μου, εφταμηνίτικο σε γέννησα, κι ο ίδιος ο Αρίστων ύστερ᾽ από λίγο καιρό παραδέχτηκε πως από επιπολαιότητα βγήκε απ᾽ το στόμα του αυτή η φράση. Μην ακούς λοιπόν άλλες ιστορίες για τη γέννησή σου· γιατί άκουσες την πιο αληθινή. Κι από γαϊδαροβοσκούς να χαρίσουν παιδιά στον Λεωτυχίδα και σ᾽ όποιους τα λένε αυτά οι γυναίκες τους». [6.70.1] Αυτά λοιπόν του έλεγε η μητέρα του, κι αυτός, αφού έμαθε τα όσα ήθελε και πήρε τα χρειαζούμενα για το δρόμο, κίνησε για την Ηλεία, λέγοντας πως πορεύεται στους Δελφούς τάχα για να πάρει χρησμό. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως υποψιάστηκαν ότι ο Δημάρατος βάλθηκε ν᾽ αποδράσει και τον καταδίωκαν. [6.70.2] Κι ο Δημάρατος βρήκε τρόπο και πρόλαβε να περάσει από την Ηλεία στη Ζάκυνθο· στο κατόπι του πέρασαν κι οι Λακεδαιμόνιοι και τον τσακώνουν και του αρπάζουν τους υπηρέτες. Κι αργότερα, γιατί οι Ζακύνθιοι δεν έστρεξαν στην έκδοσή του, αποκεί περνά στην Ασία, στην αυλή του βασιλιά Δαρείου. Κι εκείνος τον δέχτηκε μεγαλοπρεπώς στο παλάτι του και του έδωσε και εκτάσεις γης και πολιτείες. [6.70.3] Έτσι έφτασε στην Ασία ο Δημάρατος ύστερ᾽ απ᾽ αυτές τις περιπέτειες, ο άνθρωπος που τίμησε τη Σπάρτη με το να λάμψει στο πανελλήνιο και με πολλά άλλα έργα και ιδέες, προπάντων όμως καθώς πρόβαλε το όνομα της πόλης με τη νίκη του σε αγώνα τεθρίππων στην Ολυμπία — κι ήταν ο μόνος απ᾽ όλους τους βασιλιάδες που βασίλεψαν στη Σπάρτη που πέτυχε αυτό τον άθλο. |