Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (5.103.1-5.107.1)

[5.103.1] Τότε μὲν δὴ οὕτω ἠγωνίσαντο· μετὰ δὲ Ἀθηναῖοι μὲν τὸ παράπαν ἀπολιπόντες τοὺς Ἴωνας ἐπικαλεομένου σφέας πολλὰ δι᾽ ἀγγέλων Ἀρισταγόρεω οὐκ ἔφασαν τιμωρήσειν σφι. Ἴωνες δὲ τῆς Ἀθηναίων συμμαχίης στερηθέντες (οὕτω γάρ σφι ὑπῆρχε πεποιημένα ἐς Δαρεῖον) οὐδὲν δὴ ἧσσον τὸν πρὸς βασιλέα πόλεμον ἐσκευάζοντο. [5.103.2] πλώσαντες δὲ ἐς τὸν Ἑλλήσποντον Βυζάντιόν τε καὶ τὰς ἄλλας πόλις πάσας τὰς ταύτῃ ὑπ᾽ ἑωυτοῖσι ἐποιήσαντο, ἐκπλώσαντές τε ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον Καρίης τὴν πολλὴν προσεκτήσαντο σφίσι σύμμαχον εἶναι· καὶ γὰρ τὴν Καῦνον πρότερον οὐ βουλομένην συμμαχέειν, ὡς ἐνέπρησαν τὰς Σάρδις, τότε σφι καὶ αὕτη προσεγένετο. [5.104.1] Κύπριοι δὲ ἐθελονταί σφι πάντες προσεγένοντο πλὴν Ἀμαθουσίων· ἀπέστησαν γὰρ καὶ οὗτοι ὧδε ἀπὸ Μήδων. ἦν Ὀνήσιλος Γόργου μὲν τοῦ Σαλαμινίων βασιλέος ἀδελφεὸς νεώτερος, Χέρσιος δὲ τοῦ Σιρώμου τοῦ Εὐέλθοντος παῖς. [5.104.2] οὗτος ὡνὴρ πολλάκις μὲν καὶ πρότερον τὸν Γόργον παρηγορέετο ἀπίστασθαι ἀπὸ βασιλέος, τότε δέ, ὡς καὶ τοὺς Ἴωνας ἐπύθετο ἀπεστάναι, πάγχυ ἐπικείμενος ἐνῆγε. ὡς δὲ οὐκ ἔπειθε τὸν Γόργον, ἐνθαῦτά μιν φυλάξας ἐξελθόντα τὸ ἄστυ τὸ Σαλαμινίων ὁ Ὀνήσιλος ἅμα τοῖσι ἑωυτοῦ στασιώτῃσι ἀπεκλήισε τῶν πυλέων. [5.104.3] Γόργος μὲν δὴ στερηθεὶς τῆς πόλιος ἔφευγε ἐς Μήδους, Ὀνήσιλος δὲ ἦρχε Σαλαμῖνος καὶ ἀνέπειθε πάντας Κυπρίους συναπίστασθαι. τοὺς μὲν δὴ ἄλλους ἀνέπεισε, Ἀμαθουσίους δὲ οὐ βουλομένους οἱ πείθεσθαι ἐπολιόρκεε προσκατήμενος.
[5.105.1] Ὀνήσιλος μέν νυν ἐπολιόρκεε Ἀμαθοῦντα, βασιλέϊ δὲ Δαρείῳ ὡς ἐξαγγέλθη Σάρδις ἁλούσας ἐμπεπρῆσθαι ὑπό τε Ἀθηναίων καὶ Ἰώνων, τὸν δὲ ἡγεμόνα γενέσθαι τῆς συλλογῆς ὥστε ταῦτα συνυφανθῆναι τὸν Μιλήσιον Ἀρισταγόρην, πρῶτα μὲν λέγεται αὐτόν, ὡς ἐπύθετο ταῦτα, Ἰώνων οὐδένα λόγον ποιησάμενον, εὖ εἰδότα ὡς οὗτοί γε οὐ καταπροΐξονται ἀποστάντες, εἰρέσθαι οἵτινες εἶεν οἱ Ἀθηναῖοι, μετὰ δὲ πυθόμενον αἰτῆσαι τὸ τόξον, λαβόντα δὲ καὶ ἐπιθέντα ὀϊστὸν ἄνω πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀπεῖναι, καί μιν ἐς τὸν ἠέρα βάλλοντα εἰπεῖν· [5.105.2] Ὦ Ζεῦ, ἐκγενέσθαι μοι Ἀθηναίους τείσασθαι, εἴπαντα δὲ ταῦτα προστάξαι ἑνὶ τῶν θεραπόντων δείπνου προκειμένου αὐτῷ ἐς τρὶς ἑκάστοτε εἰπεῖν· Δέσποτα, μέμνεο τῶν Ἀθηναίων. [5.106.1] προστάξας δὲ ταῦτα εἶπε, καλέσας ἐς ὄψιν Ἱστιαῖον τὸν Μιλήσιον, τὸν ὁ Δαρεῖος κατεῖχε χρόνον ἤδη πολλόν· Πυνθάνομαι, Ἱστιαῖε, ἐπίτροπον τὸν σόν, τῷ σὺ Μίλητον ἐπέτρεψας, νεώτερα ἐς ἐμὲ πεποιηκέναι πρήγματα· ἄνδρας γάρ μοι ἐκ τῆς ἑτέρης ἠπείρου ἐπαγαγὼν καὶ Ἴωνας σὺν αὐτοῖσι τοὺς δώσοντας ἐμοὶ δίκην τῶν ἐποίησαν, τούτους ἀναγνώσας ἅμα ἐκείνοισι ἕπεσθαι Σαρδίων με ἀπεστέρηκε. [5.106.2] νῦν ὦν κῶς τοι ταῦτα φαίνεται ἔχειν καλῶς; κῶς δὲ ἄνευ τῶν σῶν βουλευμάτων τοιοῦτόν τι ἐπρήχθη; ὅρα μὴ ἐξ ὑστέρης σεωυτὸν ἐν αἰτίῃ σχῇς. [5.106.3] εἶπε πρὸς ταῦτα Ἱστιαῖος· Βασιλεῦ, κοῖον ἐφθέγξαο ἔπος, ἐμὲ βουλεῦσαι πρῆγμα ἐκ τοῦ σοί τι ἢ μέγα ἢ σμικρὸν ἔμελλε λυπηρὸν ἀνασχήσειν; τί δ᾽ ἂν ἐπιδιζήμενος ποιοῖμι ταῦτα, τεῦ δὲ ἐνδεὴς ἐών; τῷ πάρα μὲν πάντα ὅσα περ σοί, πάντων δὲ πρὸς σέο βουλευμάτων ἐπακούειν ἀξιεῦμαι. [5.106.4] ἀλλ᾽ εἴπερ τι τοιοῦτον οἷον σὺ εἴρηκας πρήσσει ὁ ἐμὸς ἐπίτροπος, ἴσθι αὐτὸν ἐπ᾽ ἑωυτοῦ βαλλόμενον πεπρηχέναι. ἀρχὴν δὲ ἔγωγε οὐδὲ ἐνδέκομαι τὸν λόγον, ὅκως τι Μιλήσιοι καὶ ὁ ἐμὸς ἐπίτροπος νεώτερον πρήσσουσι περὶ πρήγματα τὰ σά· εἰ δ᾽ ἄρα τι τοιοῦτο ποιεῦσι καὶ σὺ τὸ ἐὸν ἀκήκοας, ὦ βασιλεῦ, μάθε οἷον πρῆγμα ἐργάσαο ἐμὲ ἀπὸ θαλάσσης ἀνάσπαστον ποιήσας. [5.106.5] Ἴωνες γὰρ οἴκασι ἐμεῦ ἐξ ὀφθαλμῶν σφι γενομένου ποιῆσαι τῶν πάλαι ἵμερον εἶχον· ἐμέο δ᾽ ἂν ἐόντος ἐν Ἰωνίῃ οὐδεμία πόλις ὑπεκίνησε. νῦν ὦν ὡς τάχος ἄφες με πορευθῆναι ἐς Ἰωνίην, ἵνα τοι κεῖνά τε πάντα καταρτίσω ἐς τὠυτὸ καὶ τὸν Μιλήτου ἐπίτροπον τοῦτον τὸν ταῦτα μηχανησάμενον ἐγχειρίθετον παραδῶ. [5.106.6] ταῦτα δὲ κατὰ νόον τὸν σὸν ποιήσας θεοὺς ἐπόμνυμι τοὺς βασιληίους μὴ μὲν πρότερον ἐκδύσεσθαι τὸν ἔχων κιθῶνα καταβήσομαι ἐς Ἰωνίην πρὶν ἄν τοι Σαρδὼ νῆσον τὴν μεγίστην δασμοφόρον ποιήσω. [5.107.1] Ἱστιαῖος μὲν δὴ λέγων ταῦτα διέβαλλε, Δαρεῖος δὲ ἐπείθετο καί μιν ἀπίει, ἐντειλάμενος, ἐπεὰν τὰ ὑπέσχετό οἱ ἐπιτελέα ποιήσῃ, παραγίνεσθαί οἱ ὀπίσω ἐς τὰ Σοῦσα.

[5.103.1] Έτσι λοιπόν αγωνίστηκαν τότε· αργότερα όμως οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν οριστικά τους Ίωνες, κι όσο κι αν έστελνε και ξανάστελνε αγγελιοφόρους ο Αρισταγόρας καλώντας τους σε βοήθεια, αρνήθηκαν να τον βοηθήσουν. Κι οι Ίωνες, αν και έχασαν τη συμμαχία των Αθηναίων, όμως (γιατί τόσο πολύ με τα έργα τους είχαν προκαλέσει τον Δαρείο) με την ίδια δραστηριότητα έκαναν προετοιμασίες για τον πόλεμο εναντίον του βασιλιά. [5.103.2] Πήγαν λοιπόν με τα καράβια τους στον Ελλήσποντο και υπέταξαν το Βυζάντιο κι όλες τις άλλες πόλεις της περιοχής, κι ύστερα βγήκαν με το στόλο τους από τον Ελλήσποντο και πρόσθεσαν στη συμμαχία τους το μεγαλύτερο μέρος της Καρίας· γιατί και η Καύνος, που πρωτύτερα αρνιόταν να μπει στη συμμαχία τους, τότε, όταν πυρπόλησαν τις Σάρδεις, κι αυτή προσχώρησε σ᾽ αυτούς.
[5.104.1] Και οι Κύπριοι όλοι, εκτός από τους Αμαθουσίους, προσχώρησαν σ᾽ αυτούς αυθόρμητα· γιατί κι αυτοί σήκωσαν επανάσταση εναντίον των Μήδων με τον ακόλουθο τρόπο: ήταν ο Ονήσιλος, μικρότερος αδερφός του βασιλιά της Σαλαμίνας, του Γόργου, και γιος του Χέρση, του γιου του Σιρώμη, του γιου του Ευέλθοντα. [5.104.2] Λοιπόν αυτός ο Ονήσιλος πολλές φορές και στο παρελθόν παρακινούσε τον Γόργο να επαναστατήσει εναντίον του βασιλιά, αλλά τότε, μόλις πήρε την είδηση πως και οι Ίωνες σήκωσαν επανάσταση, τον ξεσήκωνε με φοβερή επιμονή. Τότε, επειδή δεν έπειθε τον Γόργο, ο Ονήσιλος παραφύλαξε την ώρα που εκείνος έβγαινε από την πόλη της Σαλαμίνας και μαζί με τους οπαδούς του έκλεισε τις πύλες του τείχους πίσω του. [5.104.3] Λοιπόν ο Γόργος, χάνοντας την πόλη, κατέφυγε στους Μήδους κι ο Ονήσιλος πήρε την εξουσία της Σαλαμίνας και προσπαθούσε να πείσει όλους τους Κυπρίους να επαναστατήσουν μαζί του. Έπεισε λοιπόν όλους τους άλλους, τους Αμαθουσίους όμως, που αρνιόνταν να τον ακούσουν, στρατοπεδεύοντας μπροστά στην πόλη τους τούς πολιορκούσε.
[5.105.1] Ο Ονήσιλος λοιπόν πολιορκούσε την Αμαθούντα και στον βασιλιά Δαρείο ήρθε η είδηση πως οι Σάρδεις έπεσαν στα χέρια των Αθηναίων και των Ιώνων και πυρπολήθηκαν απ᾽ αυτούς, και πως αυτός που πρωτοστάτησε στη συσπείρωσή τους, ώστε να υφανθεί αυτή η συνωμοσία, ήταν ο Μιλήσιος Αρισταγόρας· λένε λοιπόν πως πρώτα πρώτα, μόλις πήρε αυτές τις πληροφορίες, δε στάθηκε καθόλου στους Ίωνες (γιατί ήξερε καλά πως θα τιμωρηθούν οπωσδήποτε για την επανάστασή τους), αλλά ρώτησε ποιοί ήταν αυτοί οι Αθηναίοι, κι όταν τον κατατόπισαν, ζήτησε το τόξο του, το όπλισε μ᾽ ένα βέλος και το τόξεψε ψηλά στον ουρανό λέγοντας: [5.105.2] «Δία, ε και να μου δοθεί η χάρη να πάρω εκδίκηση από τους Αθηναίους»· κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτά τα λόγια πρόσταξε έναν υπηρέτη του, κάθε που θα του στρώνουν το τραπέζι, να του λέει τρεις φορές: «Άρχοντά μου, μη ξεχνάς τους Αθηναίους».
[5.106.1] Έδωσε αυτές τις προσταγές κι ύστερα κάλεσε να παρουσιαστεί μπροστά του ο Ιστιαίος ο Μιλήσιος, που ο Δαρείος κιόλας από πολύ καιρό τον κρατούσε κοντά του, και είπε: «Ιστιαίε, μαθαίνω πως ο τοποτηρητής σου, που εσύ άφησες στα χέρια του τη Μίλητο, έχει προκαλέσει αναταραχή εναντίον μου· δηλαδή έφερε στρατό από την άλλη ήπειρο εναντίον μου και τους Ίωνες, που θα μου το πληρώσουν, τους γύρισε τα μυαλά ώστε να γίνουν ένα μ᾽ εκείνους, και μου άρπαξε τις Σάρδεις. [5.106.2] Τώρα λοιπόν πώς, κατά τη γνώμη σου, μπορούν να δικαιολογηθούν αυτά; Και πώς μια τέτοια πράξη έγινε χωρίς να έχουν τη γνώμη σου; Πρόσεξε καλά, μήπως στο τέλος σού καταλογιστούν ευθύνες». [5.106.3] Κι ο Ιστιαίος αποκρίθηκε: «Βασιλιά μου, τί λόγια είναι αυτά που είπες; Εγώ να βάλω στο νου μου πράξη που να σου προκαλέσει μεγάλη ή μικρή ενόχληση; τί επιδιώκοντας θα τα ᾽κανα αυτά, τί μου λείπει; εγώ, που όλα τα δικά σου είναι δικά μου και μ᾽ αξίωσες να μαθαίνω την κάθε σκέψη σου; [5.106.4] Αν όμως ο τοποτηρητής μου έκανε μια πράξη σαν κι αυτή που είπες εσύ, να ξέρεις ότι την έπραξε κάνοντας του κεφαλιού του. Άλλωστε εγώ αποκλείω εντελώς τον ισχυρισμό ότι οι Μιλήσιοι κι ο τοποτηρητής μου προκάλεσαν αναταραχή στο κράτος σου· στην περίπτωση όμως που έκαναν κάτι τέτοιο κι οι πληροφορίες σου είναι αληθινές, κατάλαβε, βασιλιά μου, πόσο άστοχη ήταν η ενέργειά σου να με ξεσηκώσεις άρον–άρον από τα παράλια και να με φέρεις εδώ. [5.106.5] Γιατί μου φαίνεται πως οι Ίωνες, από την ώρα που μ᾽ έχασαν απ᾽ τα μάτια τους, έκαναν αυτό που από παλιά επιθυμούσαν· αν όμως ήμουνα εγώ στην Ιωνία, καμιά πόλη δε θα ᾽κανε το παραμικρό κίνημα. Τώρα λοιπόν δώσε μου το ελεύθερο να πάω στην Ιωνία όσο πιο γρήγορα γίνεται, ώστε και σ᾽ όλη εκείνη την περιοχή να ξαναφέρω την προηγούμενη τάξη κι ετούτον τον τοποτηρητή μου στη Μίλητο που έκανε αυτή τη σκευωρία δεμένο να τον παραδώσω στα χέρια σου. [5.106.6] Κι όταν αυτά τα εκτελέσω κατά το θέλημά σου, παίρνω όρκο στους θεούς των βασιλιάδων μας να μη βγάλω από πάνω μου το πουκάμισο που φορώντας το θα κατεβώ στην Ιωνία, προτού τη Σαρδηνία, το πιο μεγάλο νησί του κόσμου, την κάνω να πληρώνει φόρο σε σένα».
[5.107.1] Λοιπόν ο Ιστιαίος μιλώντας έτσι τον παραπλανούσε, κι ο Δαρείος τον άκουσε και του έδωσε το ελεύθερο, με την εντολή, όταν εκτελέσει τα όσα του υποσχέθηκε, να έρθει και να παρουσιαστεί μπροστά του στα Σούσα.