Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (5.55.1-5.61.2)

[5.55.1] Ἀπελαυνόμενος δὲ ὁ Ἀρισταγόρης ἐκ τῆς Σπάρτης ἤιε ἐς τὰς Ἀθήνας γενομένας τυράννων ὧδε ἐλευθέρας. ἐπεὶ Ἵππαρχον τὸν Πεισιστράτου, Ἱππίεω δὲ τοῦ τυράννου ἀδελφεόν, ἰδόντα ὄψιν ἐνυπνίου [τῷ ἑωυτοῦ πάθεϊ] ἐναργεστάτην κτείνουσι Ἀριστογείτων καὶ Ἁρμόδιος, γένος ἐόντες τὰ ἀνέκαθεν Γεφυραῖοι, μετὰ ταῦτα ἐτυραννεύοντο Ἀθηναῖοι ἐπ᾽ ἔτεα τέσσερα οὐδὲν ἧσσον ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ἢ πρὸ τοῦ. [5.56.1] ἡ μέν νυν ὄψις τοῦ Ἱππάρχου ἐνυπνίου ἦν ἥδε. ἐν τῇ προτέρῃ νυκτὶ τῶν Παναθηναίων ἐδόκεε ὁ Ἵππαρχος ἄνδρα οἱ ἐπιστάντα μέγαν καὶ εὐειδέα αἰνίσσεσθαι τάδε τὰ ἔπεα·
τλῆθι λέων ἄτλητα παθὼν τετληότι θυμῷ·
οὐδεὶς ἀνθρώπων ἀδικῶν τίσιν οὐκ ἀποτίσει.
[5.56.2] ταῦτα δέ, ὡς ἡμέρη ἐγένετο τάχιστα, φανερὸς ἦν ὑπερτιθέμενος ὀνειροπόλοισι· μετὰ δὲ ἀπειπάμενος τὴν ὄψιν ἔπεμπε τὴν πομπήν, ἐν τῇ δὴ τελευτᾷ.
[5.57.1] Οἱ δὲ Γεφυραῖοι, τῶν ἦσαν οἱ φονέες οἱ Ἱππάρχου, ὡς μὲν αὐτοὶ λέγουσι, ἐγεγόνεσαν ἐξ Ἐρετρίης τὴν ἀρχήν, ὡς δὲ ἐγὼ ἀναπυνθανόμενος εὑρίσκω, ἦσαν Φοίνικες τῶν σὺν Κάδμῳ ἀπικομένων Φοινίκων ἐς γῆν τὴν νῦν Βοιωτίην καλεομένην, οἴκεον δὲ τῆς χώρης ταύτης ἀπολαχόντες τὴν Ταναγρικὴν μοῖραν. [5.57.2] ἐνθεῦτεν δέ Καδμείων πρότερον ἐξαναστάντων ὑπ᾽ Ἀργείων οἱ Γεφυραῖοι οὗτοι δεύτερα ὑπὸ Βοιωτῶν ἐξαναστάντες ἐτράποντο ἐπ᾽ Ἀβηνέων. Ἀθηναῖοι δέ σφεας ἐπὶ ῥητοῖσι ἐδέξαντο σφέων αὐτῶν εἶναι πολιήτας, ‹οὐ› πολλῶν τεων καὶ οὐκ ἀξιαπηγήτων ἐπιτάξαντες ἔργεσθαι. [5.58.1] οἱ δὲ Φοίνικες οὗτοι οἱ σὺν Κάδμῳ ἀπικόμενοι, τῶν ἦσαν οἱ Γεφυραῖοι, ἄλλα τε πολλὰ οἰκήσαντες ταύτην τὴν χώρην ἐσήγαγον διδασκάλια ἐς τοὺς Ἕλληνας καὶ δὴ καὶ γράμματα, οὐκ ἐόντα πρὶν Ἕλλησι ὡς ἐμοὶ δοκέειν, πρῶτα μὲν τοῖσι καὶ ἅπαντες χρέωνται Φοίνικες· μετὰ δὲ χρόνου προβαίνοντος ἅμα τῇ φωνῇ μετέβαλον καὶ τὸν ῥυθμὸν τῶν γραμμάτων. [5.58.2] περιοίκεον δέ σφεας τὰ πολλὰ τῶν χώρων τοῦτον τὸν χρόνον Ἑλλήνων Ἴωνες· οἳ παραλαβόντες διδαχῇ παρὰ τῶν Φοινίκων τὰ γράμματα, μεταρρυθμίσαντές σφεων ὀλίγα ἐχρέωντο, χρεώμενοι δὲ ἐφάτισαν, ὥσπερ καὶ τὸ δίκαιον ἔφερε ἐσαγαγόντων Φοινίκων ἐς τὴν Ἑλλάδα, Φοινικήια κεκλῆσθαι. [5.58.3] καὶ τὰς βύβλους διφθέρας καλέουσι ἀπὸ τοῦ παλαιοῦ οἱ Ἴωνες, ὅτι κοτὲ ἐν σπάνι βύβλων ἐχρέωντο διφθέρῃσι αἰγέῃσί τε καὶ οἰέῃσι· ἔτι δὲ καὶ τὸ κατ᾽ ἐμὲ πολλοὶ τῶν βαρβάρων ἐς τοιαύτας διφθέρας γράφουσι. [5.59.1] εἶδον δὲ καὶ αὐτὸς Καδμήια γράμματα ἐν τῷ ἱρῷ τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Ἰσμηνίου ἐν Θήβῃσι τῇσι Βοιωτῶν ἐπὶ τρίποσι τρισὶ ἐγκεκολαμμένα, τὰ πολλὰ ὅμοια ἐόντα τοῖσι Ἰωνικοῖσι. ὁ μὲν δὴ εἷς τῶν τριπόδων ἐπίγραμμα ἔχει·
Ἀμφιτρύων μ᾽ ἀνέθηκε θεῷ ἀπὸ Τηλεβοάων.
ταῦτα ἡλικίην εἴη ἂν κατὰ Λάιον τὸν Λαβδάκου τοῦ Πολύδώρου τοῦ Κάδμου. [5.60.1] ἕτερος δὲ τρίπους ἐν ἑξαμέτρῳ τόνῳ λέγει·
Σκαῖος πυγμαχέων με ἑκηβόλῳ Ἀπόλλωνι
νικήσας ἀνέθηκε τεῒν περικαλλὲς ἄγαλμα.
Σκαῖος δ᾽ ἂν εἴη ὁ Ἱπποκόωντος, εἰ δὴ οὗτός γε ἐστὶ ὁ ἀναθεὶς καὶ μὴ ἄλλος τὠυτὸ οὔνομα ἔχων τῷ Ἱπποκόωντος, ἡλικίην κατὰ Οἰδίπουν τὸν Λαΐου. [5.61.2] τρίτος δὲ τρίπους λέγει καὶ οὗτος ἐν ἑξαμέτρῳ·
Λαοδάμας τρίποδ᾽ αὐτὸς ἐϋσκόπῳ Ἀπόλλωνι
μουναρχέων ἀνέθηκε τεῒν περικαλλὲς ἄγαλμα.
[5.61.2] ἐπὶ τούτου δὴ τοῦ Λαοδάμαντος τοῦ Ἐτεοκλέος μουναρχέοντος ἐξανιστέαται Καδμεῖοι ὑπ᾽ Ἀργείων καὶ τρέπονται ἐς τοὺς Ἐγχελέας, οἱ δὲ Γεφυραῖοι ὑπολειφθέντες ὕστερον ὑπὸ Βοιωτῶν ἀναχωρέουσι ἐς Ἀθήνας· καί σφι ἱρά ἐστι ἐν Ἀθήνῃσι ἱδρυμένα, τῶν οὐδὲν μέτα τοῖσι λοιποῖσι Ἀθηναίοισι, ἄλλα τε κεχωρισμένα τῶν ἄλλων ἱρῶν καὶ δὴ καὶ Ἀχαιίης Δήμητρος ἱρόν τε καὶ ὄργια.

[5.55.1] Ο Αρισταγόρας, διωγμένος από τη Σπάρτη, πήρε το δρόμο για την Αθήνα, που απελευθερώθηκε από τους τυράννους με τον εξής τρόπο: τον Ίππαρχο, το γιο του Πεισιστράτου και αδερφό του τυράννου Ιππία, που είδε στ᾽ όνειρό του οπτασία που ήταν ολοκάθαρο προμήνυμα [της συμφοράς του], τον σκοτώνουν ο Αριστογείτων κι ο Αρμόδιος, που κατάγονταν από παλιά οικογένεια Γεφυραίων· κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτό οι Αθηναίοι κυβερνιόνταν από τύραννο για τέσσερα χρόνια, με τρόπο καθόλου χαλαρότερο από πριν — κάθε άλλο!
[5.56.1] Η οπτασία λοιπόν που είδε στ᾽ όνειρό του ο Ίππαρχος ήταν η εξής· τη νύχτα, προτού ξημερώσουν τα Παναθήναια, φάνηκε στον Ίππαρχο πως ένας άντρας στάθηκε δίπλα του, ψηλός κι όμορφος, και του είπε τους αινιγματικούς στίχους:
Πολλά η καρδιά σου βάσταξε, λιοντάρι· βάστα τώρα
κι αυτό τ᾽ αβάσταχτο κακό.
Πάντοτε ο αδικητής την πληρωμή πληρώνει.
[5.56.2] Κι αυτά, μόλις ξημέρωσε η μέρα, χωρίς να χάσει στιγμή, τον είδαν να τα φανερώνει στους ονειροκρίτες και να ζητά τη γνώμη τους· ύστερα όμως αψήφησε το όνειρο και καταγινόταν με την πομπή, όπου και σκοτώθηκε.
[5.57.1] Τώρα, οι Γεφυραίοι, στους οποίους ανήκαν οι φονιάδες του Ιππάρχου, κατάγονταν αρχικά, κατά τα λεγόμενά τους, από την Ερέτρια, όμως, όπως εγώ εξακρίβωσα ύστερ᾽ από έρευνα, ήταν Φοίνικες, από κείνους που έφτασαν μαζί με τον Κάδμο στη χώρα που σήμερα λέγεται Βοιωτία, κι εγκαταστάθηκαν σ᾽ αυτήν παίρνοντας με κλήρο την περιοχή της Τανάγρας. [5.57.2] Κι αποκεί, αφού προηγουμένως οι Καδμείοι εκπατρίστηκαν από τους Αργείους, με τη σειρά τους οι Γεφυραίοι εκπατρίστηκαν από τους Βοιωτούς και στράφηκαν προς την Αθήνα. Κι οι Αθηναίοι δέχτηκαν να τους κάνουν πολίτες με ρητούς όρους, αφού όρισαν να είναι αποκλεισμένοι από κάτι λίγα αξιώματα, που δεν αξίζουν τον κόπο να τ᾽ αναφέρουμε.
[5.58.1] Κι οι Φοίνικες αυτοί που ήρθαν μαζί με τον Κάδμο (κι οι Γεφυραίοι κατάγονταν απ᾽ αυτούς), με το να εγκατασταθούν σ᾽ αυτή τη χώρα δίδαξαν στους Έλληνες κι άλλες πολλές γνώσεις και προπάντων τα γράμματα, που, όπως νομίζω, ήταν άγνωστα ώς τότε στους Έλληνες· αρχικά ήταν αυτά που χρησιμοποιούσαν όλοι οι Φοίνικες, αργότερα όμως, με το πέρασμα του καιρού, μαζί με τη γλώσσα άλλαξαν και τη μορφή των γραμμάτων. [5.58.2] Λοιπόν εκείνο τον καιρό η ελληνική φυλή που, στις πιο πολλές περιοχές, γειτόνευε μ᾽ αυτούς, ήταν οι Ίωνες, κι αυτοί πήραν ως μαθητές τα γράμματα από τους Φοίνικες, κι αφού άλλαξαν ελαφρά τη μορφή τους, τα χρησιμοποιούσαν, και χρησιμοποιώντας τα τους έδωσαν όνομα· κι όπως το ᾽θελε και το δίκιο, μια και τα είχαν φέρει στην Ελλάδα οι Φοίνικες, τους έδωσαν το όνομα «φοινικήια». [5.58.3] Επίσης οι Ίωνες απ᾽ τον παλιό καιρό τα βιβλία τα λένε διφθέρες, γιατί κάποτε, που σπάνιζε ο πάπυρος, έγραφαν πάνω σε κατεργασμένα δέρματα κατσικιών και προβάτων — ακόμα και στη δική μου εποχή πολλοί από τους βαρβάρους γράφουν πάνω σε τέτοιες διφθέρες.
[5.59.1] Κι είδα με τα μάτια μου γράμματα «καδμεία» χαραγμένα πάνω σε τρεις τρίποδες στη Θήβα, στο ναό του Ισμηνίου Απόλλωνα, που έχουν μεγάλη ομοιότητα με τα ιωνικά. Λοιπόν, ο ένας τρίποδας έχει την ακόλουθη επιγραφή:
Απ᾽ των Κραχτών γυρίζοντας τα μέρη ο Αμφιτρύων
ανάθημα με αφήκε.
Αυτή η επιγραφή θα είναι της εποχής του Λαΐου, του γιου του Λαβδάκου, γιου του Πολυδώρου, γιου του Κάδμου.
[5.60.1] Ένας άλλος τρίποδας, σε στίχους δακτυλικούς εξαμέτρους, λέει:
Ο Σκαίος, όταν νίκησε σ᾽ αγώνα πυγμαχίας,
σε σένα, που το στόχο,
Απόλλωνα, δε χάνεις, μ᾽ ανάθεσε, τάμα ακριβό,
ματιών χαρά ακέρια.
Κι ο Σκαίος θα πρέπει να είναι ο γιος του Ιπποκόωντα, αν πράγματι αυτός είναι που ανέθεσε τον τρίποδα κι όχι άλλος συνονόματος του γιου του Ιπποκόωντα, που έζησε στα χρόνια του Οιδίποδα, του γιου του Λαΐου.
[5.61.1] Κι ένας τρίτος τρίποδας λέει κι αυτός σε στίχους δακτυλικούς εξαμέτρους:
Ο Λαοδάμας, στου βασιλιά σαν κάθισε το θρόνο,
σε σένα, που το στόχο,
Απόλλωνα, δε χάνεις, μ᾽ ανάθεσε, τάμα ακριβό,
ματιών χαρά ακέρια.
[5.61.2] Λοιπόν τον καιρό που βασίλευε ετούτος ο Λαοδάμας, ο γιος του Ετεοκλή, οι Καδμείοι εκπατρίστηκαν από τους Αργείους και τράβηξαν προς τους Εγχελείς, κι οι Γεφυραίοι, που έμειναν πίσω, αργότερα, πιεσμένοι από τους Βοιωτούς, πήραν το δρόμο για την Αθήνα, κι έχουν ιδρύσει στην Αθήνα ναούς, στους οποίους ποτέ δεν μπαίνουν οι υπόλοιποι Αθηναίοι, δηλαδή ναούς ξεχωριστούς, προπάντων ένα, το ναό της Δήμητρας Αχαίας με τις μυστηριακές τελετές της.