Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (5.49.1-5.51.3)

[5.49.1] Ἀπικνέεται δ᾽ ὦν ὁ Ἀρισταγόρης ὁ Μιλήτου τύραννος ἐς τὴν Σπάρτην Κλεομένεος ἔχοντος τὴν ἀρχήν· τῷ δὴ ἐς λόγους ἤιε, ὡς Λακεδαιμόνιοι λέγουσι, ἔχων χάλκεον πίνακα ἐν τῷ γῆς ἁπάσης περίοδος ἐνετέτμητο καὶ θάλασσά τε πᾶσα καὶ ποταμοὶ πάντες. [5.49.2] ἀπικνεόμενος δὲ ἐς λόγους ὁ Ἀρισταγόρης ἔλεγε πρὸς αὐτὸν τάδε· Κλεόμενες, σπουδὴν μὲν τὴν ἐμὴν μὴ θωμάσῃς τῆς ἐνθαῦτα ἀπίξιος· τὰ γὰρ κατήκοντά ἐστι τοιαῦτα· Ἰώνων παῖδας δούλους εἶναι ἀντ᾽ ἐλευθέρων ὄνειδος καὶ ἄλγος μέγιστον μὲν αὐτοῖσι ἡμῖν, ἔτι δὲ τῶν λοιπῶν ὑμῖν, ὅσῳ προέστατε τῆς Ἑλλάδος. [5.49.3] νῦν ὦν πρὸς θεῶν τῶν Ἑλληνίων ῥύσασθε Ἴωνας ἐκ δουλοσύνης, ἄνδρας ὁμαίμονας. εὐπετέως δὲ ὑμῖν ταῦτα οἷά τε χωρέειν ἐστί· οὔτε γὰρ οἱ βάρβαροι ἄλκιμοί εἰσι, ὑμεῖς τε τὰ ἐς τὸν πόλεμον ἐς τὰ μέγιστα ἀνήκετε ἀρετῆς πέρι. ἥ τε μάχη αὐτῶν ἐστι τοιήδε, τόξα καὶ αἰχμὴ βραχέα· ἀναξυρίδας δὲ ἔχοντες ἔρχονται ἐς τὰς μάχας καὶ κυρβασίας ἐπὶ τῇσι κεφαλῇσι. [5.49.4] οὕτω εὐπετέες χειρωθῆναί εἰσι. ἔστι δὲ καὶ ἀγαθὰ τοῖσι τὴν ἤπειρον ἐκείνην νεμομένοισι ὅσα οὐδὲ τοῖσι συνάπασι ἄλλοισι, ἀπὸ χρυσοῦ ἀρξαμένοισι, ἄργυρος καὶ χαλκὸς καὶ ἐσθὴς ποικίλη καὶ ὑποζύγιά τε καὶ ἀνδράποδα· τὰ θυμῷ βουλόμενοι αὐτοὶ ἂν ἔχοιτε. [5.49.5] κατοίκηνται δὲ ἀλλήλων ἐχόμενοι ὡς ἐγὼ φράσω, Ἰώνων μὲν τῶνδε οἵδε Λυδοί, οἰκέοντές τε χώρην ἀγαθὴν καὶ πολυαργυρώτατοι ἐόντες δεικνὺς δὲ ἔλεγε ταῦτα ἐς τῆς γῆς τὴν περίοδον τὴν ἐφέρετο ἐν τῷ πίνακι ἐντετμημένην. Λυδῶν δέ, ἔφη λέγων ὁ Ἀρισταγόρης, οἵδε ἔχονται Φρύγες οἱ πρὸς τὴν ἠῶ, πολυπροβατώτατοί τε ἐόντες πάντων τῶν ἐγὼ οἶδα καὶ πολυκαρπότατοι. [5.49.6] Φρυγῶν δὲ ἔχονται Καππαδόκαι, τοὺς ἡμεῖς Συρίους καλέομεν· τούτοισι δὲ πρόσουροι Κίλικες, κατήκοντες ἐπὶ θάλασσαν τήνδε, ἐν τῇ ἥδε Κύπρος νῆσος κεῖται· οἳ πεντακόσια τάλαντα βασιλέϊ τὸν ἐπέτειον φόρον ἐπιτελεῦσι. Κιλίκων δὲ τῶνδε ἔχονται Ἀρμένιοι οἵδε, καὶ οὗτοι ἐόντες πολυπρόβατοι, Ἀρμενίων δὲ Ματιηνοὶ χώρην τήνδε ἔχοντες. [5.49.7] ἔχεται δὲ τούτων γῆ ἥδε Κισσίη, ἐν τῇ δὴ παρὰ ποταμὸν τόνδε Χοάσπην κείμενά ἐστι τὰ Σοῦσα ταῦτα, ἔνθα βασιλεύς τε μέγας δίαιταν ποιέεται, καὶ τῶν χρημάτων οἱ θησαυροὶ ἐνθαῦτά εἰσι· ἑλόντες δὲ ταύτην τὴν πόλιν θαρσέοντες ἤδη τῷ Διὶ πλούτου πέρι ἐρίζετε. [5.49.8] ἀλλὰ περὶ μὲν χώρης ἄρα οὐ πολλῆς οὐδὲ οὕτω χρηστῆς καὶ οὔρων σμικρῶν χρεόν ἐστι ὑμέας μάχας ἀναβάλλεσθαι πρός τε Μεσσηνίους ἐόντας ἰσοπαλέας καὶ Ἀρκάδας τε καὶ Ἀργείους, τοῖσι οὔτε χρυσοῦ ἐχόμενόν ἐστι οὐδὲν οὔτε ἀργύρου, τῶν πέρι καί τινα ἐνάγει προθυμίη μαχόμενον ἀποθνῄσκειν, παρέχον δὲ τῆς Ἀσίης πάσης ἄρχειν εὐπετέως, ἄλλο τι αἱρήσεσθε; [5.49.9] Ἀρισταγόρης μὲν ταῦτα ἔλεξε, Κλεομένης δὲ ἀμείβετο τοῖσδε· Ὦ ξεῖνε Μιλήσιε, ἀνα βάλλομαί τοι ἐς τρίτην ἡμέρην ὑποκρινέεσθαι. [5.50.1] τότε μὲν ἐς τοσοῦτον ἤλασαν· ἐπείτε δὲ ἡ κυρίη ἡμέρη ἐγένετο τῆς ὑποκρίσιος καὶ ἦλθον ἐς τὸ συγκείμενον, εἴρετο ὁ Κλεομένης τὸν Ἀρισταγόρην ὁκοσέων ἡμερέων ἀπὸ θαλάσσης τῆς Ἰώνων ὁδὸς εἴη παρὰ βασιλέα. [5.50.2] ὁ δὲ Ἀρισταγόρης, τἆλλα ἐὼν σοφὸς καὶ διαβάλλων ἐκεῖνον εὖ, ἐν τούτῳ ἐσφάλη· χρεὸν γάρ μιν μὴ λέγειν τὸ ἐόν, βουλόμενόν γε Σπαρτιήτας ἐξαγαγεῖν ἐς τὴν Ἀσίην, λέγει δ᾽ ὦν τριῶν μηνῶν φὰς εἶναι τὴν ἄνοδον. [5.50.3] ὁ δὲ ὑπαρπάσας τὸν ἐπίλοιπον λόγον τὸν ὁ Ἀρισταγόρης ὅρμητο λέγειν περὶ τῆς ὁδοῦ, εἶπε· Ὦ ξεῖνε Μιλήσιε, ἀπαλλάσσεο ἐκ Σπάρτης πρὸ δύντος ἡλίου· οὐδένα γὰρ λόγον εὐεπέα λέγεις Λακεδαιμονίοισι, ἐθέλων σφέας ἀπὸ θαλάσσης τριῶν μηνῶν ὁδὸν ἀγαγεῖν. [5.51.1] ὁ μὲν δὴ Κλεομένης ταῦτα εἴπας ἤιε ἐς τὰ οἰκία, ὁ δὲ Ἀρισταγόρης λαβὼν ἱκετηρίην ἤιε ἐς τοῦ Κλεομένεος, ἐσελθὼν δὲ ἔσω ἅτε ἱκετεύων ἐπακοῦσαι ἐκέλευε τὸν Κλεομένεα, ἀποπέμψαντα τὸ παιδίον· προσεστήκεε γὰρ δὴ τῷ Κλεομένεϊ ἡ θυγάτηρ, τῇ οὔνομα ἦν Γοργώ· τοῦτο δέ οἱ καὶ μοῦνον τέκνον ἐτύγχανε ἐόν ἐτέων ὀκτὼ ἢ ἐννέα ἡλικίην. Κλεομένης δὲ λέγειν μιν ἐκέλευε τὰ βούλεται μηδὲ ἐπισχεῖν τοῦ παιδίου εἵνεκα. [5.51.2] ἐνθαῦτα δὴ ὁ Ἀρισταγόρης ἄρχετο ἐκ δέκα ταλάντων ὑπισχνεόμενος, ἤν οἱ ἐπιτελέσῃ τῶν ἐδέετο. ἀνανεύοντος δὲ τοῦ Κλεομένεος προέβαινε τοῖσι χρήμασι ὑπερβάλλων ὁ Ἀρισταγόρης, ἐς οὗ πεντήκοντά τε τάλαντα ὑπεδέδεκτο καὶ τὸ παιδίον ηὐδάξατο· Πάτερ, διαφθερέει σε ὁ ξεῖνος, ἢν μὴ ἀποστὰς ἴῃς. [5.51.3] ὅ τε δὴ Κλεομένης ἡσθεὶς τοῦ παιδίου τῇ παραινέσι ἤιε ἐς ἕτερον οἴκημα καὶ ὁ Ἀρισταγόρης ἀπαλλάσσετο τὸ παράπαν ἐκ τῆς Σπάρτης, οὐδέ οἱ ἐξεγένετο ἐπὶ πλέον ἔτι σημῆναι περὶ τῆς ἀνόδου τῆς παρὰ βασιλέα.

[5.49.1] Λοιπόν ο Αρισταγόρας, ο τύραννος της Μιλήτου, φτάνει στη Σπάρτη τον καιρό που βασίλευε ο Κλεομένης, κι άρχισε συνομιλίες μαζί του, κρατώντας, καταπώς λένε οι Λακεδαιμόνιοι, χάλκινο δίσκο, που επάνω του είχε χαραγμένο το χάρτη της οικουμένης μ᾽ όλες τις θάλασσες κι όλα τα ποτάμια. [5.49.2] Αρχίζοντας τη συνομιλία τού έλεγε ο Αρισταγόρας τα εξής: «Κλεομένη, ο βιαστικός μου ερχομός μη σε παραξενέψει· γιατί νά ποιά είναι σήμερα η κατάσταση: να ζουν, αντί ελεύθεροι, δούλοι των Ιώνων τα παιδιά, ντροπή και πόνος ο πιο μεγάλος και για μας τους ίδιους, αλλά και για σας τους άλλους, στο μέτρο που είστε ηγέτες του ελληνικού κόσμου. [5.49.3] Τώρα λοιπόν, στ᾽ όνομα των θεών των Ελλήνων, λυτρώστε από τη σκλαβιά τους Ίωνες, που στις φλέβες τους κυλά το ίδιο αίμα με το δικό σας. Κι αυτό μπορείτε να το πετύχετε εύκολα· γιατί ούτε οι βάρβαροι είναι παλικάρια, ενώ εσείς, αν είναι για πόλεμο, έχετε ανεβεί στην πιο ψηλή κορυφή της ανδρείας. Κι εκείνοι πολεμάν με όπλα τέτοιας λογής, τόξα και κοντάρια δυο πιθαμές· και μπαίνουν στη μάχη φορώντας φαρδιές βράκες και, στο κεφάλι, σκουφιά μυτερά· [5.49.4] έτσι εύκολα πέφτουν στα χέρια του εχθρού. Εξάλλου, αυτοί που κατοικούν σ᾽ εκείνη την ήπειρο έχουν πλούτη όσα δεν έχει ολόκληρος ο άλλος κόσμος, πρώτα πρώτα χρυσάφι κι ύστερ᾽ ασήμι και χαλκό και πλουμιστές φορεσιές και καματερά και δούλους, που, αν το λέει η καρδιά σας, θα γίνουν δικά σας. [5.49.5] Τώρα, οι λαοί που ζουν στην ήπειρο αυτή νά με ποιά σειρά έρχονται ο ένας αμέσως ύστερ᾽ από τον άλλο: ύστερ᾽ απ᾽ αυτούς εδώ τους Ίωνες τούτοι εδώ οι Λυδοί που κατοικούν χώρα καρπερή κι έχουν ασήμι όσο κανένας άλλος στον κόσμο (και τα ᾽λεγε αυτά δείχνοντάς τα στο χάρτη της οικουμένης που τον κουβαλούσε χαραγμένο στο δίσκο), κι αμέσως ύστερ᾽ από τους Λυδούς έρχονται τούτοι οι Φρύγες που βρίσκονται ανατολικότερα, που έχουν τα πιο πολλά κοπάδια απ᾽ όλους όσους εγώ ξέρω, και την πιο καρπερή γη. [5.49.6] Αμέσως ύστερ᾽ από τους Φρύγες έρχονται οι Καππαδόκες, που εμείς τους λέμε Συρίους· μ᾽ αυτούς συνορεύουν οι Κίλικες που φτάνουν ώς αυτήν εδώ τη θάλασσα (όπου βρίσκεται τούτο εδώ το νησί, η Κύπρος), που πληρώνουν κάθε χρόνο στο βασιλιά φόρο πεντακόσια τάλαντα. Αμέσως ύστερ᾽ από τους Κίλικες έρχονται τούτοι εδώ οι Αρμένιοι, που κι αυτοί έχουν πολλά κοπάδια, κι ύστερ᾽ από τους Αρμενίους οι Ματιηνοί, που έχουν αυτήν εδώ τη χώρα. [5.49.7] Αμέσως ύστερ᾽ από αυτούς έρχεται τούτη η χώρα, η Κισσία, όπου, στις όχθες τούτου εδώ του ποταμού, του Χοάσπη, βρίσκονται τα ξακουστά Σούσα, όπου περνά τη ζωή του ο μέγας βασιλιάς κι όπου έχει τους θησαυρούς του· κι αν κυριέψετε τούτη την πόλη, τότε θαρρετά πια μπορείτε να παραβγαίνετε τον Δία στα πλούτη. [5.49.8] Εσείς για μια φούχτα γης —να ᾽ταν τουλάχιστο καρπερή!— και για σύνορα στενά είστε υποχρεωμένοι να παίρνετε πάνω σας πολέμους εναντίον των Μεσσηνίων, που έχουν την ίδια δύναμη με σας, κι εναντίον των Αρκάδων και των Αργείων, που το έχει τους ούτε να συγκριθεί μπορεί με το χρυσάφι και το ασήμι — αυτά μάλιστα, είναι πράματα που για χάρη τους παίρνεις την απόφαση να πεθάνεις πολεμώντας· τώρα σας δίνεται η ευκαιρία να εξουσιάσετε εύκολα ολόκληρη την Ασία, κι εσείς θα προτιμήσετε κάτι άλλο;». [5.49.9] Αυτά λοιπόν είπε ο Αρισταγόρας, κι ο Κλεομένης έτσι του αποκρίθηκε: «Ξένε Μιλήσιε, θα σου απαντήσω αργότερα, σε τρεις μέρες».
[5.50.1] Στο σημείο αυτό λοιπόν σταμάτησε τότε η συνομιλία τους, κι όταν έφτασε η μέρα που ήταν να δοθεί η απάντηση και συναντήθηκαν στον συμφωνημένο τόπο, ο Κλεομένης ρώτησε τον Αρισταγόρα πόσων ημερών δρόμος είναι από τη θάλασσα της Ιωνίας ώς την πρωτεύουσα του βασιλιά. [5.50.2] Λοιπόν ο Αρισταγόρας, που ήταν ξύπνιος και τα κατάφερνε καλά στην εξαπάτηση, σ᾽ αυτό έπεσε έξω· γιατί, ενώ έπρεπε να μην πει την αλήθεια, εφόσον βέβαια ήθελε να ξεσηκώσει από την πόλη τους τους Σπαρτιάτες για να παν στην Ασία, όμως την είπε, λέγοντας πως η ανάβαση θέλει δρόμο τριών μηνών. [5.50.3] Κι ο άλλος, κόβοντας στη μέση την περιγραφή που ο Αρισταγόρας είχε αρχίσει, του είπε: «Ξένε Μιλήσιε, να μη σε βρει η δύση του ήλιου στη Σπάρτη· γιατί τα λόγια που λες δε θ᾽ ακουστούν ευχάριστα από τους Σπαρτιάτες, που θέλεις να τους βάλεις να πορευτούν δρόμο τριών μηνών από τη θάλασσα.
[5.51.1] Αυτά λοιπόν του αποκρίθηκε ο Κλεομένης και πήρε το δρόμο για την κατοικία του, ενώ από τη μεριά του ο Αρισταγόρας, κρατώντας κλαδί ελιάς, κίνησε για το σπίτι του Κλεομένη· κι όταν μπήκε μέσα —ήταν δα ικέτης— παρακαλούσε τον Κλεομένη να του δώσει ακρόαση, αφού διώξει το μικρό του παιδί· γιατί δίπλα στον Κλεομένη στεκόταν η θυγατέρα του που την έλεγαν Γοργώ — το μοναδικό παιδί που απόχτησε, οχτώ ή εννιά χρονώ. Λοιπόν ο Κλεομένης τον πρόσταξε να πει αυτά που ήθελε και να μην του σταθεί εμπόδιο η παρουσία του παιδιού. [5.51.2] Τότε ο Αρισταγόρας αρχικά του υποσχέθηκε δέκα τάλαντα, αν ικανοποιούσε το αίτημά του· και καθώς ο Κλεομένης έκανε με το κεφάλι του, «όχι», ο Αρισταγόρας συνέχιζε ανεβάζοντας το χρηματικό ποσό, κι έφτασε να του τάξει πενήντα τάλαντα, οπότε το κοριτσάκι έβγαλε φωνή: «Πατέρα, θα σε χαλάσει ο ξένος, αν δε σηκωθείς να φύγεις από κοντά του». [5.51.3] Λοιπόν ο Κλεομένης ευχαριστήθηκε με τη συμβουλή του μικρού κοριτσιού του και πήρε δρόμο γι᾽ άλλο σπίτι, κι απ᾽ τη μεριά του ο Αρισταγόρας σηκώθηκε κι έφυγε οριστικά από τη Σπάρτη, χωρίς να του δοθεί κι άλλη ευκαιρία να δώσει περισσότερες πληροφορίες για το δρόμο που οδηγούσε στο εσωτερικό, προς τον βασιλιά.