Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (5.21.1-5.27.2)

[5.21.1] Καὶ οὗτοι μὲν τούτῳ τῷ μόρῳ διεφθάρησαν, καὶ αὐτοὶ καὶ ἡ θεραπηίη αὐτῶν· εἵπετο γὰρ δή σφι καὶ ὀχήματα καὶ θεράποντες καὶ ἡ πᾶσα πολλὴ παρασκευή· πάντα δὴ ταῦτα ἅμα πᾶσι ἐκείνοισι ἠφάνιστο. [5.21.2] μετὰ δὲ χρόνῳ οὐ πολλῷ ὕστερον ζήτησις τῶν ἀνδρῶν τούτων μεγάλη ἐκ τῶν Περσέων ἐγίνετο, καί σφεας Ἀλέξανδρος κατέλαβε σοφίῃ, χρήματά τε δοὺς πολλὰ καὶ τὴν ἑωυτοῦ ἀδελφεὴν τῇ οὔνομα ἦν Γυγαίη· δοὺς δὲ ταῦτα κατέλαβε ὁ Ἀλέξανδρος Βουβάρῃ ἀνδρὶ Πέρσῃ, τῶν διζημένων τοὺς ἀπολομένους τῷ στρατηγῷ. ὁ μέν νυν τῶν Περσέων τούτων θάνατος οὕτω καταλαμφθεὶς ἐσιγήθη. [5.22.1] Ἕλληνας δὲ εἶναι τούτους τοὺς ἀπὸ Περδίκκεω γεγονότας, κατά περ αὐτοὶ λέγουσι, αὐτός τε οὕτω τυγχάνω ἐπιστάμενος καὶ δὴ καὶ ἐν τοῖσι ὄπισθε λόγοισι ἀποδέξω ὡς εἰσὶ Ἕλληνες, πρὸς δὲ καὶ οἱ τὸν ἐν Ὀλυμπίῃ διέποντες ἀγῶνα Ἑλλήνων οὕτω ἔγνωσαν εἶναι. [5.22.2] Ἀλεξάνδρου γὰρ ἀεθλεύειν ἑλομένου καὶ καταβάντος ἐπ᾽ αὐτὸ τοῦτο οἱ ἀντιθευσόμενοι Ἑλλήνων ἔξεργόν μιν, φάμενοι οὐ βαρβάρων ἀγωνιστέων εἶναι τὸν ἀγῶνα ἀλλὰ Ἑλλήνων. Ἀλέξανδρος δὲ ἐπειδὴ ἀπέδεξε ὡς εἴη Ἀργεῖος, ἐκρίθη τε εἶναι Ἕλλην καὶ ἀγωνιζόμενος στάδιον συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ. ταῦτα μέν νυν οὕτω κῃ ἐγένετο.
[5.23.1] Μεγάβαζος δὲ ἄγων τοὺς Παίονας ἀπίκετο ἐπὶ τὸν Ἑλλήσποντον, ἐνθεῦτεν δὲ διαπεραιωθεὶς ἀπίκετο ἐς τὰς Σάρδις. ἅτε δὲ τειχέοντος ἤδη Ἱστιαίου τοῦ Μιλησίου τὴν παρὰ Δαρείου αἰτήσας ἔτυχε μισθὸν δωρεὴν φυλακῆς τῆς σχεδίης, ἐόντος δὲ τοῦ χώρου τούτου παρὰ Στρυμόνα ποταμόν, τῷ οὔνομά ἐστι Μύρκινος, μαθὼν ὁ Μεγάβαζος τὸ ποιεύμενον ἐκ τοῦ Ἱστιαίου, ὡς ἦλθε τάχιστα ἐς τὰς Σάρδις ἄγων τοὺς Παίονας, ἔλεγε Δαρείῳ τάδε· [5.23.2] Ὦ βασιλεῦ, κοῖόν τι χρῆμα ἐποίησας, ἀνδρὶ Ἕλληνι δεινῷ τε καὶ σοφῷ δοὺς ἐγκτίσασθαι πόλιν ἐν Θρηίκῃ, ἵνα ἴδη τε ναυπηγήσιμός ἐστι ἄφθονος καὶ πολλοὶ κωπέες καὶ μέταλλα ἀργύρεα, ὅμιλός τε πολλὸς μὲν Ἕλλην περιοικέει, πολλὸς δὲ βάρβαρος, οἳ προστάτεω ἐπιλαβόμενοι ποιήσουσι τοῦτο τὸ ἂν κεῖνος ἐξηγέηται καὶ ἡμέρης καὶ νυκτός. [5.23.3] σύ νυν τοῦτον τὸν ἄνδρα παῦσον ταῦτα ποιεῦντα, ἵνα μὴ οἰκηίῳ πολέμῳ συνέχῃ. τρόπῳ δὲ ἠπίῳ μεταπεμψάμενος παῦσον· ἐπεὰν δὲ αὐτὸν περιλάβῃς, ποιέειν ὅκως μηκέτι κεῖνος ἐς Ἕλληνας ἀπίξεται. [5.24.1] ταῦτα λέγων ὁ Μεγάβαζος εὐπετέως ἔπειθε Δαρεῖον ὡς εὖ προορῶν τὸ μέλλον γίνεσθαι. μετὰ δὲ πέμψας ἄγγελον ἐς τὴν Μύρκινον ὁ Δαρεῖος ἔλεγε τάδε· Ἱστιαῖε, βασιλεὺς Δαρεῖος τάδε λέγει· ἐγὼ φροντίζων εὑρίσκω ἐμοί τε καὶ τοῖσι ἐμοῖσι πρήγμασι εἶναι οὐδένα σευ ἄνδρα εὐνοέστερον, τοῦτο δὲ οὐ λόγοισι ἀλλ᾽ ἔργοισι οἶδα μαθών. [5.24.2] νῦν ὦν, ἐπινοέω γὰρ πρήγματα μεγάλα κατεργάσασθαι, ἀπικνέο μοι πάντως, ἵνα τοι αὐτὰ ὑπερθέωμαι. τούτοισι τοῖσι ἔπεσι πιστεύσας ὁ Ἱστιαῖος καὶ ἅμα μέγα ποιεύμενος βασιλέος σύμβουλος γενέσθαι ἀπίκετο ἐς τὰς Σάρδις. [5.24.3] ἀπικομένῳ δέ οἱ ἔλεγε Δαρεῖος τάδε· Ἱστιαῖε, ἐγώ σε μετεπεμψάμην τῶνδε εἵνεκεν· ἐπείτε τάχιστα ἐνόστησα ἀπὸ Σκυθέων καὶ σύ μοι ἐγένεο ἐξ ὀφθαλμῶν, οὐδέν κω ἄλλο χρῆμα οὕτω ἐν βραχέϊ ἐπεζήτησα ὡς σὲ ἰδεῖν τε καὶ ἐς λόγους μοι ἀπικέσθαι, ἐγνωκὼς ὅτι κτημάτων πάντων ἐστὶ τιμιώτατον ἀνὴρ φίλος συνετός τε καὶ εὔνοος, τά τοι ἐγὼ καὶ ἀμφότερα συνειδὼς ἔχω μαρτυρέειν ἐς πρήγματα τὰ ἐμά. [5.24.4] νῦν ὦν, εὖ γὰρ ἐποίησας ἀπικόμενος, τάδε τοι ἐγὼ προτείνομαι· Μίλητον μὲν ἔα καὶ τὴν νεόκτιστον ἐν Θρηίκῃ πόλιν, σὺ δέ μοι ἑπόμενος ἐς Σοῦσα ἔχε τά περ ἂν ἐγὼ ἔχω, ἐμός τε σύσσιτος ἐὼν καὶ σύμβουλος. [5.25.1] ταῦτα Δαρεῖος εἴπας καὶ καταστήσας Ἀρταφρένεα ἀδελφεὸν ἑωυτοῦ ὁμοπάτριον ὕπαρχον εἶναι Σαρδίων, ἀπήλαυνε ἐς Σοῦσα ἅμα ἀγόμενος Ἱστιαῖον, Ὀτάνεα δὲ ἀποδέξας στρατηγὸν εἶναι τῶν παραθαλασσίων ἀνδρῶν, τοῦ τὸν πατέρα Σισάμνην βασιλεὺς Καμβύσης γενόμενον τῶν βασιληίων δικαστέων, ὅτι ἐπὶ χρήμασι δίκην ἄδικον ἐδίκασε, σφάξας ἀπέδειρε πᾶσαν τὴν ἀνθρωπέην, σπαδίξας δὲ αὐτοῦ τὸ δέρμα ἱμάντας ἐξ αὐτοῦ ἔταμε καὶ ἐνέτεινε τὸν θρόνον ἐς τὸν ἵζων ἐδίκαζε· [5.25.2] ἐντανύσας δὲ ὁ Καμβύσης ἀπέδεξε δικαστὴν εἶναι ἀντὶ τοῦ Σισάμνεω, τὸν ἀποκτείνας ἀπέδειρε, τὸν παῖδα τοῦ Σισάμνεω, ἐντειλάμενός οἱ μεμνῆσθαι ἐν τῷ κατίζων θρόνῳ δικάζει. [5.26.1] οὗτος ὦν ὁ Ὀτάνης, ὁ ἐγκατιζόμενος ἐς τοῦτον τὸν θρόνον, τότε διάδοχος γενόμενος Μεγαβάζῳ τῆς στρατηγίης Βυζαντίους τε εἷλε καὶ Καλχηδονίους, εἷλε δὲ Ἄντανδρον τὴν ἐν τῇ Τρῳάδι γῇ, εἷλε δὲ Λαμπώνιον, λαβὼν δὲ παρὰ Λεσβίων νέας εἷλε Λῆμνόν τε καὶ Ἴμβρον, ἀμφοτέρας ἔτι τότε ὑπὸ Πελασγῶν οἰκεομένας. [5.27.1] οἱ μὲν δὴ Λήμνιοι καὶ ἐμαχέσαντο εὖ καὶ ἀμυνόμενοι ἀνὰ χρόνον ἐκακώθησαν, τοῖσι δὲ περιεοῦσι αὐτῶν οἱ Πέρσαι ὕπαρχον ἐπιστᾶσι Λυκάρητον τὸν Μαιανδρίου τοῦ βασιλεύσαντος Σάμου ἀδελφεόν. [5.27.2] οὗτος ὁ Λυκάρητος ἄρχων ἐν Λήμνῳ τελευτᾷ … αἰτίη δὲ τούτου ἥδε· πάντας ἠνδραποδίζετο καὶ κατεστρέφετο, τοὺς μὲν λιποστρατίης ἐπὶ Σκύθας αἰτιώμενος, τοὺς δὲ σίνεσθαι τὸν Δαρείου στρατὸν ἀπὸ Σκυθέων ὀπίσω ἀνακομιζόμενον.

[5.21.1] Κι ετούτοι με τέτοιο θάνατο αφανίστηκαν, κι οι ίδιοι και η ακολουθία τους· γιατί συνοδεύονταν κι από άμαξες κι από υπηρέτες κι από τις κάθε λογής πολλές αποσκευές· λοιπόν, όλος αυτός ο κόσμος μαζί μ᾽ όλους εκείνους αφανίστηκαν. [5.21.2] Κι αργότερα, όταν πέρασε λίγος καιρός, οι Πέρσες έκαναν μεγάλη έρευνα για να βρουν αυτούς τους ανθρώπους, αλλά ο Αλέξανδρος μ᾽ έξυπνο τρόπο τούς σταμάτησε, δίνοντας και πολλά χρήματα και την αδερφή του, που την έλεγαν Γυγαία· σταμάτησε την έρευνα ο Αλέξανδρος δίνοντας αυτά σ᾽ έναν Πέρση, τον Βουβάρη, που ήταν επικεφαλής εκείνων που έψαχναν για τους αφανισμένους. Μ᾽ αυτό τον τρόπο λοιπόν σκεπάστηκε ο θάνατός τους και πια δεν έγινε λόγος γι᾽ αυτούς.
[5.22.1] Πως Έλληνες είναι αυτοί οι απόγονοι του Περδίκκα, όπως λένε κι οι ίδιοι, κι εγώ προσωπικά είμαι σε θέση να το ξέρω, αλλά και στη συνέχεια της ιστορίας μου θα αποδείξω πως είναι Έλληνες· κι επιπλέον και οι οργανωτές των αγώνων των Ελλήνων που γίνονται στην Ολυμπία αυτή την απόφαση έβγαλαν. [5.22.2] Γιατί, όταν ο Αλέξανδρος πήρε την απόφαση να πάρει μέρος στους αγώνες και κατέβηκε γι᾽ αυτό το σκοπό, οι Έλληνες που ήταν αντίπαλοί του σε αγώνα δρόμου ήθελαν να τον αποκλείσουν με τον ισχυρισμό πως ο αγώνας δεν είναι για βαρβάρους αθλητές, αλλά για Έλληνες. Κι ο Αλέξανδρος, επειδή απέδειξε πως η καταγωγή του ήταν από το Άργος κι οι κριτές παραδέχτηκαν πως είναι Έλληνας, πήρε μέρος στο αγώνισμα δρόμου ενός σταδίου και τερμάτισε στον ίδιο χρόνο με τον πρώτο. Κάπως έτσι λοιπόν έγιναν αυτά.
[5.23.1] Κι ο Μεγάβαζος φέρνοντας μαζί του τους Παίονες έφτασε στον Ελλήσποντο κι αποκεί, περνώντας στην απέναντι ακτή, έφτασε στις Σάρδεις. Κι ο Ιστιαίος ο Μιλήσιος οχύρωνε κιόλας με τείχος τη χώρα που ύστερ᾽ από αίτημά του τού την έκανε δώρο ο Δαρείος αμείβοντάς τον για τη φρούρηση της πλωτής γέφυρας· κι η χώρα αυτή βρίσκεται στην περιοχή του ποταμού Στρυμόνα κι ονομάζεται Μύρκινος. Λοιπόν ο Μεγάβαζος έμαθε αυτά που έκανε ο Ιστιαίος και, μόλις έφτασε στις Σάρδεις φέρνοντας μαζί του τους Παίονες, έλεγε στον Δαρείο τα εξής: [5.23.2] «Βασιλιά μου, τί είναι αυτό που έκανες, σ᾽ έναν Έλληνα άξιο και σοφό να του δώσεις να ιδρύσει πόλη στη Θράκη, που έχει και άφθονη ξυλεία, καλή για ναυπήγηση, πολλά ξύλα για κουπιά και μεταλλεία με ασήμι κι όπου γύρω γύρω ζει μεγάλο πλήθος Ελλήνων και μεγάλο βαρβάρων που, έτσι κι αποχτήσουν ηγέτη, θα εκτελούν κάθε διαταγή του, μέρα και νύχτα; [5.23.3] Σταμάτησε λοιπόν εσύ αυτές τις επιχειρήσεις του, για να μη μπλέξεις με πόλεμο μέσα στην επικράτειά σου· στείλε και κάλεσέ τον με καλό τρόπο και σταμάτησέ τον· κι όταν τον βάλεις στο χέρι σου, κάνε έτσι ώστε να μη ξαναγυρίσει εκείνος σε Έλληνες!»
[5.24.1] Μ᾽ αυτά τα λόγια εύκολα έπεισε ο Μεγάβαζος τον Δαρείο, γιατί του έδωσε την εντύπωση ότι σωστά προβλέπει το μέλλον. Κι ύστερα ο Δαρείος έστειλε αγγελιοφόρο στη Μύρκινο κι έλεγε τα εξής: «Ιστιαίε, ο βασιλιάς Δαρείος λέει τ᾽ ακόλουθα: Εγώ όσο συλλογίζομαι δε βρίσκω κανένα άνθρωπο πιο αφοσιωμένο στο πρόσωπο και στα συμφέροντά μου όσο εσένα, και μάλιστα το κατάλαβα και το ξέρω από τα έργα σου κι όχι από λόγια. [5.24.2] Τώρα λοιπόν, γιατί έχω στο νου μου να καταπιαστώ με μεγάλα σχέδια, το χωρίς άλλο έλα εδώ, για να έχω τη γνώμη σου γι᾽ αυτά». Κι ο Ιστιαίος δίνοντας πίστη σ᾽ αυτά τα λόγια και θεωρώντας μεγάλη τιμή να γίνει σύμβουλος του βασιλιά, έφτασε στις Σάρδεις. [5.24.3] Λοιπόν μόλις έφτασε του έλεγε ο Δαρείος τα εξής: «Ιστιαίε, εγώ έστειλα και σε κάλεσα γι᾽ αυτό το λόγο: από τη στιγμή που γύρισα από τους Σκύθες και σ᾽ έχασα από τα μάτια μου, τίποτα άλλο τόσο σύντομα δεν ένιωσα πως μου λείπει πιο πολύ όσο η δική σου παρουσία και η συζήτηση μαζί σου, γιατί κατάλαβα πως δεν υπάρχει στον κόσμο πιο πολύτιμο πράμα από ένα φίλο μυαλωμένο και καλόβολο, αρετές που και τις δυο τις έδειξες στις δικές μου υποθέσεις — το ξέρω και μπορώ να το βεβαιώσω. [5.24.4] Τώρα λοιπόν καλωσορίζω τον ερχομό σου και σου κάνω την εξής πρόταση: τη Μίλητο και τη νεόχτιστη πόλη στη Θράκη άφησέ τες, κι ακολούθησέ με στα Σούσα, να ᾽χεις όλα τα δικά μου δικά σου, σύντροφος στο τραπέζι και σύμβουλός μου».
[5.25.1] Αυτά είπε ο Δαρείος κι ύστερα, αφού διόρισε τον αδερφό του από τον ίδιο πατέρα, τον Αρταφρένη, αντιβασιλιά στις Σάρδεις, αναχώρησε για τα Σούσα, έχοντας στην ακολουθία του τον Ιστιαίο· διόρισε επίσης αρχηγό των στρατευμάτων των παραθαλασσίων περιοχών τον Οτάνη· αυτουνού τον πατέρα, τον Σισάμνη, που είχε το αξίωμα του βασιλικού δικαστή, ο βασιλιάς Καμβύσης, επειδή δωροδοκήθηκε κι έβγαλε άδικη κρίση, τον έσφαξε, τον έγδαρε ολόκληρο, και το γδαρμένο δέρμα του το έκοψε λουρίδες λουρίδες και τις τέντωσε στο θρόνο, όπου καθόταν και δίκαζε· [5.25.2] και στο θρόνο που τέντωσε το δέρμα του Σισάμνη ο Καμβύσης όρισε να ᾽ναι δικαστής, στη θέση τους Σισάμνη, που τον σκότωσε και τον έγδαρε, ο γιος του, δίνοντάς του εντολή να θυμάται σε ποιό θρόνο κάθεται και δικάζει.
[5.26.1] Αυτός λοιπόν ο Οτάνης, που καθόταν και δίκαζε σ᾽ αυτόν το θρόνο, διαδέχτηκε τον Μεγάβαζο στην αρχηγία του στρατού και κυρίεψε το Βυζάντιο και την Χαλκηδόνα, κυρίεψε, στη χώρα της Τρωάδας, την Άντανδρο, κυρίεψε και το Λαμπώνιο και, παίρνοντας καράβια από τους Λεσβίους, κυρίεψε τη Λήμνο και την Ίμβρο, που τότε και στις δύο κατοικούσαν ακόμη οι Πελασγοί.
[5.27.1] Οι Λήμνιοι λοιπόν, αν και αγωνίστηκαν λαμπρά και πρόβαλαν αντίσταση γι᾽ αρκετό διάστημα, έπεσαν στα χέρια των εχθρών· κι οι Πέρσες επέβαλαν σ᾽ όσους απ᾽ αυτούς απέμειναν τοποτηρητή τους τον Λυκάρητο, αδερφό του Μαιανδρίου που είχε βασιλέψει στη Σάμο. [5.27.2] Ο Λυκάρητος αυτός πεθαίνει κυβερνήτης της Λήμνου… Και νά ποιά ήταν η αιτία γι᾽ αυτό: όλους τούς έκανε ανδράποδα και τους υπόταζε, άλλους με την κατηγορία ότι ήταν ανυπόταχτοι όταν έγινε η εκστρατεία εναντίον των Σκυθών κι άλλους ότι ταλαιπωρούσαν το στρατό του Δαρείου στην επιστροφή του, κατά την υποχώρησή του από τους Σκύθες.