Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

[ΨΕΥΔΟ-ΟΜΗΡΟΣ]

Βατραχομυομαχία (56-98)


Πρὸς τάδε μειδήσας Φυσίγναθος ἀντίον ηὔδα·
ξεῖνε λίην αὐχεῖς ἐπὶ γαστέρι· ἔστι καὶ ἡμῖν
πολλὰ μάλ᾽ ἐν λίμνῃ καὶ ἐπὶ χθονὶ θαύματ᾽ ἰδέσθαι.
ἀμφίβιον γὰρ ἔδωκε νομὴν βατράχοισι Κρονίων,
60σκιρτῆσαι κατὰ γαῖαν, ἐν ὕδασι σῶμα καλύψαι,
στοιχείοις διττοῖς μεμερισμένα δώματα ναίειν.
εἰ δ᾽ ἐθέλεις καὶ ταῦτα δαήμεναι εὐχερές ἐστι·
βαῖνέ μοι ἐν νώτοισι, κράτει δέ με μήποτ᾽ ὀλίσθῃς,
ὅππως γηθόσυνος τὸν ἐμὸν δόμον εἰσαφίκηαι.
65Ὣς ἄρ᾽ ἔφη καὶ νῶτ᾽ ἐδίδου· ὁ δ᾽ ἔβαινε τάχιστα
χεῖρας ἔχων τρυφεροῖο κατ᾽ αὐχένος ἅμματι κούφῳ.
καὶ τὸ πρῶτον ἔχαιρεν ὅτ᾽ ἔβλεπε γείτονας ὅρμους,
νήξει τερπόμενος Φυσιγνάθου· ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥα
κύμασι πορφυρέοισιν ἐκλύζετο πολλὰ δακρύων
70ἄχρηστον μετάνοιαν ἐμέμφετο, τίλλε δὲ χαίτας,
καὶ πόδας ἔσφιγγεν κατὰ γαστέρος, ἐν δέ οἱ ἦτορ
πάλλετ᾽ ἀηθείῃ καὶ ἐπὶ χθόνα βούλεθ᾽ ἱκέσθαι·
δεινὰ δ᾽ ὑπεστενάχιζε φόβου κρυόεντος ἀνάγκῃ.
οὐρὴν μὲν πρῶτ᾽ ἔπλασ᾽ ἐφ᾽ ὕδασιν ἠΰτε κώπην
75σύρων, εὐχόμενος δὲ θεοῖς ἐπὶ γαῖαν ἱκέσθαι
ὕδασι πορφυρέοισιν ἐκλύζετο, πολλὰ δ᾽ ἐβώστρει·
καὶ τοῖον φάτο μῦθον ἀπὸ στόματός τ᾽ ἀγόρευσεν·
Οὐχ οὕτω νώτοισιν ἐβάστασε φόρτον ἔρωτος
ταῦρος ὅτ᾽ Εὐρώπην διὰ κύματος ἦγ᾽ ἐπὶ Κρήτην
80ὡς μῦν ἁπλώσας ἐπινώτιον ἦγεν ἐς οἶκον
βάτραχος ὑψώσας ὠχρὸν δέμας ὕδατι λευκῷ.
Ὕδρος δ᾽ ἐξαίφνης ἀνεφαίνετο, πικρὸν ὅραμα
ἀμφοτέροις· ὀρθὸν δ᾽ ὑπὲρ ὕδατος εἶχε τράχηλον.
τοῦτον ἰδὼν κατέδυ Φυσίγναθος, οὔ τι νοήσας
85οἷον ἑταῖρον ἔμελλεν ἀπολλύμενον καταλείπειν.
δῦ δὲ βάθος λίμνης καὶ ἀλεύατο κῆρα μέλαιναν.
κεῖνος δ᾽ ὡς ἀφέθη, πέσεν ὕπτιος εὐθὺς ἐφ᾽ ὕδωρ,
καὶ χεῖρας ἔσφιγγε καὶ ὀλλύμενος κατέτριζε.
πολλάκι μὲν κατέδυνεν ὑφ᾽ ὕδατι, πολλάκι δ᾽ αὖτε
90λακτίζων ἀνέδυνε· μόρον δ᾽ οὐκ ἦν ὑπαλύξαι.
δευόμεναι δὲ τρίχες πλεῖον βάρος εἷλκον ἐπ᾽ αὐτῷ·
ὕδασι δ᾽ ὀλλύμενος τοίους ἐφθέγξατο μύθους·
Οὐ λήσεις δολίως Φυσίγναθε ταῦτα ποιήσας,
ναυηγὸν ῥίψας ἀπὸ σώματος ὡς ἀπὸ πέτρης.
95οὐκ ἄν μου κατὰ γαῖαν ἀμείνων ἦσθα κάκιστε
παγκρατίῳ τε πάλῃ τε καὶ εἰς δρόμον· ἀλλὰ πλανήσας
εἰς ὕδωρ μ᾽ ἔρριψας. ἔχει θεὸς ἔκδικον ὄμμα.
ποινὴν σὺ τίσεις μυῶν στρατῷ οὐδ᾽ ὑπαλύξεις.


Σ᾽ αυτά αποκρίθη ο Φουσκομάγουλος χαμογελώντας κι είπε:
― Για την κοιλιά σαν κούρκος φούσκωσες, ξένε· κι εμείς στη λίμνη
και στη στεριά πολλά χαιρόμαστε, που θάμα να τα βλέπεις.
Διπλή ζωή, διπλό βοσκότοπο χάρισε στα βατράχια
60του Κρόνου ο γιος, στης γης πηδήματα να κάνουν, να βουτάνε
στη λίμνη κι έτσι διπλομοίραστη την κατοικιά τους να ᾽χουν.
Κι αν θες να δεις, να μάθεις, εύκολα κι αυτό μπορεί να γίνει.
Πήδα στην πλάτη μου και κράτα με γερά, μήπως γλιστρήσεις,
κι έτσι με την καρδιά σου ολόχαρη στ᾽ αρχοντικό μου μπαίνεις.
65Έτσι είπε και την πλάτη του έσκυψε· κι ευθύς ανέβη εκείνος
γύρω τα χέρια αλαφροδένοντας στον τρυφερό λαιμό του.
Χαιρόταν στην αρχή γιατί έβλεπε τ᾽ αραξοβόλια δίπλα,
ονειρεμένο το ταξίδι τους· μα ξαφνικά σαν είδε
τα σκούρα να τον ζώνουν κύματα, κορόμηλο το δάκρυ,
70κλαιγόταν, μα η μετάνοια ανώφελη, τραβούσε τα μαλλιά του,
τα πόδια κάτω απ᾽ την κοιλιά έσφιγγε και μέσα του η καρδιά του
σπαρτάριζε γιατί ήταν άμαθη, και τη στεριά ποθούσε.
Βαριά αναστέναζε και πάγωσε το αίμα του απ᾽ το φόβο.
Σαν το κουπί η ουρά του πίσω του μες στα νερά σερνόταν,
75κι ως στους θεούς έκανε δέηση να βγει, στεριά να πιάσει,
νερά ολοσκότεινα τον έλουζαν κι όλο έκραζε βοήθεια.
Κι από το στόμα του σαν ρήτορας αυτό το λόγο βγάζει:
«Στη ράχη του όμοια δεν κουβάλησε το ερωτικό φορτίο
μεσ᾽ απ᾽ το κύμα ο Ταύρος φέρνοντας στην Κρήτη την Ευρώπη,
80ως κουβαλάει εμέ στο σπίτι του, στην πλάτη του απλωμένον,
ο βάτραχος σ᾽ αφρούς σηκώνοντας το ολόχλωμό του σώμα».
Ξάφνου μια νεροφίδα πρόβαλε, φριχτό και για τους δυο τους
θέαμα· το κεφάλι ορθόστητο πα στα νερά κρατούσε.
Μόλις την είδε ο Φουσκομάγουλος, βούτηξε κι ούτε νοιάστη
85που έτσι το σύντροφό του θ᾽ άφηνε ν᾽ αφανιστεί· στης λίμνης
τα βάθη χώθηκε και γλίτωσε από το μαύρο χάρο.
Πετάχτη ο ποντικός κι ανάσκελα μες στα νερά ξαπλώθη,
τα χέρια του έσφιγγε και τσίριζε το τέλος του γροικώντας.
Πολλές φορές στον πάτο βούλιαξε, πολλές γοργοκλοτσώντας
90απάνω ανέβαινε, μα αδύνατο του χάρου να ξεφύγει.
Μούσκεμα τα μαλλιά του πιότερο το σώμα του βαραίναν.
Κι έτσι όπως τα νερά τον έπνιγαν, λέει τούτες τις φοβέρες.
― Θα το πληρώσεις, Φουσκομάγουλε, το δόλιο φέρσιμό σου,
γιατί απ᾽ το σώμα σου με πέταξες σαν ναυαγό από βράχο.
95Δε θα ᾽σουν στη στεριά, πανάθλιε, διόλου καλύτερός μου
στην πάλη, στις γροθιές, στο τρέξιμο· μα ξεπλανεύοντάς με,
ύπουλα στα νερά με πέταξες. Τα βλέπει ο θεός και κρίνει.
Ο ποντικοστρατός εκδίκηση θα πάρει, δε γλιτώνεις.


Σε ταύτα ο Φουσκομάγουλος τον Ποντικό θωρώντας
με την μιαν άκρα του ματιού, πικρά χαμογελώντας,
«Θιαμαίνομαι, κυρ Ποντικέ, του λέει, την αφεντιά σου,
130παραμεγάλον έπαινο να κάνεις της κοιλιάς σου.
Μη δα θαρρείς μας άφηκε κι εμάς η πλούσια φύση
σε τόση καταφρόνεσην απ᾽ όλη πλιο τη χτίση;
Μη παντυχαίνεις ακριβή την τύχη τη δική μας
σε όσα μας χρειάζουνται διά την αναπαψή μας·
135κι εμείς πολλά καλά ᾽χομε, αν μας καλοξετάξεις,
και στα νερά και στις στεριές, οπού να τα θιαμάξεις.
Διπλή ζωή, κυρ Ποντικέ, οι Μπακακάδες ζιούμε,
γιατί πηδάμε και στη γης, και στα νερά βουτούμε·
δώρο του Δία χωριστό σ᾽ ολίγα ζώων γένη,
140απ᾽ όσα και αν εσκόρπισε στης γης την οικουμένη.
Κι αν έχεις όρεξη να ιδείς αυτά που σου διηγούμαι,
είν᾽ όφκολο το πάισιμο εκεί που κατοικούμε.
Σε παίρω εγώ στις πλάτες μου, και ακίντυνα διαβαίνεις,
περιδιαβάζεις, ως ποθείς, και πάλε οπίσω βγαίνεις».
145Και λέγοντας του πρόσφερε τη ράχη να καθίσει·
μόν᾽ να βαστιέται όσο μπορεί, του λέει, μην αγλιστρήσει.
Ο Ποντικός, ογλήγορος και μ᾽ αλαφρό ποδάρι
απανωθιό του ερίχτηκε ωσάν το παλληκάρι,
κι οχ το λαιμό του Μπάκακα, κι οχ την πλατιά του μέση
150σφιχτά με τα ποδάρια του κρατιέται να μη πέσει.
Θωρεί πώς τρέχει στου νερού την όψη και μακραίνει
από την άκρα που κινάει, κι όλ᾽ ομπροστά παγαίνει·
θωρεί τις όχτες στα πλευρά οπίσω να γυρίζουν,
και του νερού το πλάτωμα παντούθε ν᾽ αβγατίζουν·
155αλλόκοτα του φαίνουνται αυτά στην όρασή του,
και προξενάν φχαρίστηση πολλή στην αίστησή του.
Πολύ στου Φουσκομάγουλου τις πλέγες αποράει,
πολύ το νοστιμεύεται, και με χαρά γελάει.
Αλλά καθώς αρχίνησε το κύμα να τον βρέχει,
160ο κρύος φόβος παρευτύς στα σωθικά του τρέχει·
ανατζιριάζει ολόβολος, το αίμα του παγώνει,
και κλαίγει αδιαφόρετα, βαριά το μετανιώνει.
Συχνοβαριέται, δέρνεται, και πικραναστενάζει,
και την κοιλιά του Μπάκακα σφιχτά σφιχτά αγκαλιάζει.
165Χτυπάει η καρδιά του αμάθητη, πέφτει άθελα το δάκρυ,
και θέλει νά ηταν βολετό να βρίσκονταν στην άκρη.
Παρακαλεί τον ουρανό να τον απογλυτρώσει,
σε χώμα απάνω να ριχτεί, και σε στεριά να σώσει.
Σέρνεται οπίσω του απλωτή σαν το κουπί η νορά του,
170και μουσκεμένα και βαριά κρεμιούνται τα μαλλιά του·
τηριέται κι απελπίζεται, βυθίζεται σε δείλια,
μοιριολογάει με φωνή και τρομασμένα αχείλια·
«Ο Ταύρος δεν εβάσταξε με τόση αντρειά και θάρρος
του Έρωτα το φόρτωμα κι αγάπης του το βάρος,
175άντα τον πρωτοδέχτηκαν της Κρήτης τότε οι τόποι,
οπού ήφερνε στη ράχη του την όμορφην Ευρώπη,
διαβαίνοντας το πέλαγος οπού χωρίζει πέρα
την Κρήτη από την Αίγυπτο, σε μοναχήν ημέρα,
καθώς εμένα ο Μπάκακας στις πλάτες του ο καημένος
180μες στ᾽ αφρισμένα [κύματα] με φέρει φορτωμένος».
Κι εκεί που τέτοια ήλεγε το φόβο να ξεχάσει,
το καρδιοχτύπι το βαρύ να χαμοησυχάσει,
κι ο Μπάκακας ακλούθαγε να κάνει το ταξίδι,
σιμά τους φανερώνεται και τους ξαφνίζει φίδι,
185που με κεφάλι σηκωτό μες στο νερό αγλιστράει,
και πέρα δώθε πλέοντας το δρόμο του τραβάει.
Ενέκρωσαν τα μέλη τους ευτύς που το δοκιούνται,
και το κακό τους ριζικό με τρόμο συλλογιούνται.
Ο Φουσκομάγουλος μεμιάς φυγής το δρόμο πιάνει,
190βουτάει χωρίς να στοχαστεί ποιόν φίλον πάει και χάνει·
και με το βούτημα έφτακε της λίμνης ώς τον πάτο,
κι απόφυγε το θάνατο από φαρμάκι ακράτο.
Ο Ποντικός απάντεχα κι ανέλπιστα ριμμένος,
απόμεινε ο κακότυχος τ᾽ ανάσκελα απλωμένος·
195του κάκου κλει τα πόδια του, χαμένα αγαναχτάει,
στον πάτο πάει τη μια φορά, την άλλη ανηφοράει·
ελάχτιζε όσο εδύνονταν προς του νερού την όψη,
μόν᾽ την πληγή δεν ημπορεί του χάρου ν᾽ αποκόψει.
Οι τρίχες όσο βρέχουνται, το σώμα του βαραίνει,
200κι ήταν κοντά να νεκρωθεί, που αυτά τα λόγια κρένει·
«Μ᾽ αυτό σου, Φουσκομάγουλε, το κάμωμα, μη ελπίσεις
τον καρδιογνώστην Ουρανό ποτέ σου ν᾽ απατήσεις.
Με πονηριά και με ψευτιά φιλία πρώτα δείχνεις,
κι απέ στα βάθη του νερού μ᾽ οχτροπαθειά με ρίχνεις.
205Δεν ήσουν άξιος να βαλθείς μ᾽ εμένα να μαλώσεις,
σε πάλεμα, σε τρέξιμο, και σε γροθιές να σώσεις.
Μόν᾽ σαν ανάξιος κι άναντρος, με δόλο και με πλάνο,
να με φονέψεις μ᾽ έσυρες στη λίμνην αποπάνω.
Ωστόσο βλέπει ο Ουρανός, το άδικο δε στρέγει,
210και ξεπλερώνει σε καιρόν εκείνον που του φταίγει.
Δε μένεις ατιμώρητος, απαίδευτος δε μνήσκεις,
κι οχ τους αντρείους Ποντικούς ογλήγορα το βρίσκεις».