Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

[ΨΕΥΔΟ-ΟΜΗΡΟΣ]

Βατραχομυομαχία (9-55)


Μῦς ποτε διψαλέος γαλέης κίνδυνον ἀλύξας,
10πλησίον ἐν λίμνῃ λίχνον προσέθηκε γένειον,
ὕδατι τερπόμενος μελιηδέϊ· τὸν δὲ κατεῖδε
λιμνόχαρις πολύφημος, ἔπος δ᾽ ἐφθέγξατο τοῖον·
Ξεῖνε τίς εἶ; πόθεν ἦλθες ἐπ᾽ ἠϊόνας; τίς ὁ φύσας;
πάντα δ᾽ ἀλήθευσον, μὴ ψευδόμενόν σε νοήσω.
15εἰ γάρ σε γνοίην φίλον ἄξιον ἐς δόμον ἄξω·
δῶρα δέ τοι δώσω ξεινήϊα πολλὰ καὶ ἐσθλά.
εἰμὶ δ᾽ ἐγὼ βασιλεὺς Φυσίγναθος, ὃς κατὰ λίμνην
τιμῶμαι βατράχων ἡγούμενος ἤματα πάντα·
καί με πατὴρ Πηλεὺς ἀνεθρέψατο, Ὑδρομεδούσῃ
20μιχθεὶς ἐν φιλότητι παρ᾽ ὄχθας Ἠριδανοῖο.
καὶ σὲ δ᾽ ὁρῶ καλόν τε καὶ ἄλκιμον ἔξοχον ἄλλων,
σκηπτοῦχον βασιλῆα καὶ ἐν πολέμοισι μαχητὴν
ἔμμεναι· ἀλλ᾽ ἄγε θᾶσσον ἑὴν γενεὴν ἀγόρευε.
Τὸν δ᾽ αὖ Ψιχάρπαξ ἀπαμείβετο φώνησέν τε·
25τίπτε γένος τοὐμὸν ζητεῖς; δῆλον δ᾽ ἐν ἅπασιν
ἀνθρώποις τε θεοῖς τε καὶ οὐρανίοις πετεηνοῖς.
Ψιχάρπαξ μὲν ἐγὼ κικλήσκομαι· εἰμὶ δὲ κοῦρος
Τρωξάρταο πατρὸς μεγαλήτορος· ἡ δέ νυ μήτηρ
Λειχομύλη, θυγάτηρ Πτερνοτρώκτου βασιλῆος.
30γείνατο δ᾽ ἐν καλύβῃ με καὶ ἐξεθρέψατο βρωτοῖς,
σύκοις καὶ καρύοις καὶ ἐδέσμασι παντοδαποῖσιν.
πῶς δὲ φίλον ποιῇ με, τὸν ἐς φύσιν οὐδὲν ὁμοῖον;
σοὶ μὲν γὰρ βίος ἐστὶν ἐν ὕδασιν· αὐτὰρ ἔμοιγε
ὅσσα παρ᾽ ἀνθρώποις τρώγειν ἔθος· οὐδέ με λήθει
35ἄρτος τρισκοπάνιστος ἀπ᾽ εὐκύκλου κανέοιο,
οὐδὲ πλακοῦς τανύπεπλος ἔχων πολὺ σησαμότυρον,
οὐ τόμος ἐκ πτέρνης, οὐχ ἥπατα λευκοχίτωνα,
οὐ τυρὸς νεόπηκτος ἀπὸ γλυκεροῖο γάλακτος,
οὐ χρηστὸν μελίτωμα, τὸ καὶ μάκαρες ποθέουσιν,
40οὐδ᾽ ὅσα πρὸς θοίνας μερόπων τεύχουσι μάγειροι,
κοσμοῦντες χύτρας ἀρτύμασι παντοδαποῖσιν.
οὐδέποτε πτολέμοιο κακὴν ἀπέφυγον ἀϋτήν,
ἀλλ᾽ εὐθὺς μετὰ μῶλον ἰὼν προμάχοισιν ἐμίχθην.
ἄνθρωπον οὐ δέδια καί περ μέγα σῶμα φοροῦντα,
45ἀλλ᾽ ἐπὶ λέκτρον ἰὼν ἄκρον δάκτυλον δάκνω,
καὶ πτέρνης λαβόμην, καὶ οὐ πόνος ἵκανεν ἄνδρα,
νήδυμος οὐκ ἀπέφυγεν ὕπνος δάκνοντος ἐμεῖο.
ἀλλὰ δύω μάλα πάντα τὰ δείδια πᾶσαν ἐπ᾽ αἶαν,
κίρκον καὶ γαλέην, οἵ μοι μέγα πένθος ἄγουσιν,
50καὶ παγίδα στονόεσσαν, ὅπου δολόεις πέλε πότμος·
πλεῖστον δὴ γαλέην περιδείδια, ἥ τις ἀρίστη,
ἣ καὶ τρωγλοδύνοντα κατὰ τρώγλην ἐρεείνει.
οὐ τρώγω ῥαφάνους, οὐ κράμβας, οὐ κολοκύντας,
οὐ σεύτλοις χλωροῖς ἐπιβόσκομαι, οὐδὲ σελίνοις·
55ταῦτα γὰρ ὑμέτερ᾽ ἐστὶν ἐδέσματα τῶν κατὰ λίμνην.


Αφορμή του πολέμου

Ποντίκι διψασμένο ξέφυγε της γάτας τις λαχτάρες
10και πλάι στη λίμνη το λιχούδικο πηγούνι του ακουμπώντας,
γλυκορουφούσε το μελίγλυκο νερό· κι εκεί το βλέπει
πολυλογάς λιμνοκατοίκητος, κι αυτά του λέει τα λόγια:
― Ξένε, ποιός είσαι; και στ᾽ ακρόγιαλο πούθ᾽ ήρθες; Ποιός σου ο κύρης;
Την πάσα αλήθειαν ομολόγα μου, μη σε γροικήσω ψεύτη.
15Αν γκαρδιακό σε νιώσω φίλο μου, στο σπίτι μου θα πάμε,
θα σε φιλέψω, πλήθος όμορφα θα σου χαρίσω δώρα.
Εγώ ᾽μαι ο Ρήγας Φουσκομάγουλος, που πάντα μες στη λίμνη
ζω τιμημένος απ᾽ τους βάτραχους, αφέντης κι οδηγός τους.
Ο κύρης μου ο Λασπάς μ᾽ ανάστησε, σαν μ᾽ ερωτολαχτάρα
20έσμιξε με τη Νερορήγισσα στου Ηριδανού τις όχθες.
Όμως και συ φαντάζεις μου όμορφος, μες στους λεβέντες πρώτος
βασιλοράβδη ρήγα σε θαρρώ, στις μάχες αντρειωμένον.
Έλα λοιπόν, μίλα μου, βιάζομαι να μάθω τη γενιά σου.
Τότε σ᾽ αυτόν ο Ψιχουλάρπαγας απηλογήθη κι είπε:
25― Γιατί ρωτάς με για το γένος μου; το ξέρει ο κόσμος όλος,
το ξέρουν κι οι θνητοί κι οι αθάνατοι, ώς και τα ουρανοπούλια.
Με ονοματίζουν Ψιχουλάρπαγα, κι είμαι του Ψωμοφάγου
γιος, του τρανόκαρδου του κύρη μου· μάνα μου η Μυλογλύφτρα,
η μοσκοθυγατέρα του τρανού του ρήγα Ξυγκομάση.
30Σε καλυβόσπιτο με γέννησε, κι αρχοντικιά η τροφή μου,
καρύδια, σύκα κι ολονόστιμες θροφές λογιώ λογιώνε.
Μα πώς να με λογιάσεις φίλο σου, που διόλου δε σου μοιάζω;
Εσένα στα νερά είναι η ζήση σου· μα εγώ το ᾽χω συνήθεια
να ροκανίζω όσα έχουν οι άνθρωποι στα σπίτια τους καλούδια.
35Ψωμί δε μου ξεφεύγει αφρόπλαστο σ᾽ ωριόκυκλο πανέρι,
μήτε η γιομάτη σουσαμότυρο μακροπεπλούσα πίτα,
μήτε κομμάτι από χοιρόμερο, σκωτάκια ασπροντυμένα,
μήτε και το τυρί το νιόπηχτο απ᾽ το γλυκό το γάλα,
μήτε η λαχταριστή μελόπιτα, που ώς κι οι θεοί ποθούνε,
40μήτε όσα σ᾽ ανθρωποξεφάντωσες μαγείροι μαστορεύουν
στις χύτρες τεχνικά ταιριάζοντας λογιώ λογιώ νοστίμιες.
Ποτέ δεν έφυγα απ᾽ το σάλαγο τον άγριο του πολέμου,
στους μπροστομάχους πάντα ανάμεσα ρίχνομαι ευθύς στη μάχη.
Δεν τον φοβάμαι εγώ τον άνθρωπο, τρανό κι ας έχει σώμα,
45μα του δαγκάνω τ᾽ ακροδάχτυλα στην κλίνη του γλιστρώντας·
κι έτσι αλαφρά βουτάω τη φτέρνα του, που δε γροικάει τον πόνο,
κι απ᾽ το βαθύ ύπνο δε σηκώνεται την ώρα που δαγκάνω.
Μονάχα δυο είναι που μου φέρνουνε σ᾽ όλη τη γης τρομάρα·
γάτα και κιρκινέζι από τη μια, τρανή μου δυστυχία,
50τ᾽ άλλο η παγίδα η πολυστέναχτη, που δόλιος μού είναι χάρος.
Μα απ᾽ όλα πιότερο η ανήμερη μου φέρνει σύγκρυο η γάτα,
γιατί πασκίζει ώς κι απ᾽ την τρύπα μου λες να με ξετρυπώσει.
Δεν τρώω ραπάνια μήτε λάχανα, δεν τρώγω κολοκύθια,
χλωρά κοκκινογούλια ή σέλινα δεν είν᾽ τροφή δική μου·
55αυτά για φαγητά σεις τα ᾽χετε, που ζείτε μες στη λίμνη.


Ένα Ποντίκι μια φορά σαν μπόρεσε να φύγει
τα νύχια ενός Αγριόγατου, που το ᾽χε στο κυνήγι,
σε λίμνης άκρα εζύγωσε να πιεί, και να δροσίσει
50το διψασμένο αχείλι του, τη φλόγα του να σβήσει.
Συχνοβουτάει στο νερό τη μούρη και ρουφάει,
και τρομασμένο, ασίγητο, εδώ κι εκεί τηράει.
Μόν᾽ σαν απόπιε, εχόρτασε, κι ο φόβος λιγοστεύει,
τον τόπο να κατατηράει περσότερο θαρρεύει.
55Τόσο νερό θιαμαίνεται να πρωτοϊδεί ομπροστά του,
τις πρασινάδες χαίρεται οπὄχει ολόγυρά του.
Τον βλέπει ο μεγαλόφωνος, που στα νερά φυλάει,
και του σιμώνει σιγανά και τον γλυκορωτάει·
«Ξένε μου, πούθεν έρχεσαι; ποιός είσαι; κι οχ τί τόπο;
60μη φοβηθείς να μου το ειπείς, μην έχεις κάναν κόπο.
Γιατί αν από το στόμα σου την πάσα αλήθεια μάθω,
και σε γνωρίσω για σωστόν και φίλο δίχως λάθο,
σου τάζω μες στο σπίτι μου να σε φιλοξενήσω,
κι ως πρέπει με χαρίσματα πολλά να σε τιμήσω.
65Τι εγώ ειμαι ο Φουσκομάγουλος εκείνος, που τιμιούμαι
οχ τους Μπακάκους βασιλιάς, κι αφέντης τους λογιούμαι.
Υγιός Λασπά του βασιλιά, της Νεροθρόνας γέννα,
και κληρονόμος των γονιών που μ᾽ έκαμαν εμένα
οχ της αγάπης τον καημό ερωτολαβωμένοι,
70στου Ηριδανού του ποταμού τις όχθες ενωμένοι.
Αλλά κι εσύ μου φαίνεσαι σαν άξιος κι αντρειωμένος,
και δείχνεις να είσαι βασιλιάς με γνώση προικισμένος.
Πες μου λοιπόν και μην αργείς ν᾽ ακούσω τη γενιά σου,
για να με κάμεις γνώριμον και φίλον της καρδιάς σου».
75Ο Ποντικός με σοβαρά, σκυφτά τα βλέμματά του,
περήφανα αποκρίθηκε σ᾽ αυτό το ρώτημά του·
«Το γένος μου, κυρ Μπάκακα, παντού ειναι φημισμένο,
και από ζώα, και πουλιά, κι αθρώπους γνωρισμένο·
Τριμμούδης ονομάζομαι, και μ᾽ έκαμεν η μοίρα
80νά ειμαι μονάκριβος υγιός και βασιλιάδων κλήρα.
Του Ψωμοφάγου βασιλιά, που τα ποντίκια ορίζει,
για διάδοχο στο θρόνο του ο νόμος με διορίζει.
Κι η μάνα που με γέννησε, λογέται η Αμπαρούλα,
του Ξυγγομάση βασιλιά βαριά βασιλοπούλα·
85οπού σε τρύπα λογιαστή, ζωγραφιστή καμάρα,
βασιλικά μ᾽ ανάστησε μ᾽ αγάπη και λαχτάρα,
σε χάιδια και σ᾽ ανάπαψες σε χίλια δυο παιγνίδια·
και μ᾽ έθρεψε με κάστανα με σύκα με καρύδια,
και με λογής λογιών γλυκά, που ο νους σου δε χωράει,
90γιατί δεν τά ειδες πουθενά, ποτέ δεν τα ᾽χεις φάει.
Πώς είναι τώρα δυνατό να φιλιωθούμε αντάμα,
οπού δεν έχομε όμοιαση μηδέ καν σ᾽ ένα πράμα;
Εσύ έχεις μάθει στα νερά να ζεις ολοκαιρής σου,
σε ταύτα μέσα περπατάς να βρεις την πόρεψή σου.
95Όμως εγώ, κυρ Μπάκακα, περνάω μ᾽ άλλους τρόπους,
και βρίσκομαι συγκάτοικος, και ζιω με τους αθρώπους·
γιατί έτζι αποφασίστηκα, το φυσικό μου κλίνει,
να γεύομαι άκοπα κι εγώ απ᾽ όσα τρων κι εκείνοι·
το πλιο καθάριο το ψωμί, το άσπρο παξιμάδι,
100η πίτα με το βούτυρο, η πίτα με το λάδι,
το χλωροτύρι, ο παστρουμάς, το μέλι και το γάλα
δε με λαθεύουν, Μπάκακα· κι ακόμα κι όσα άλλα
στα μαγειριά του ο άθρωπος σοφίζεται και βρίσκει,
απ᾽ όλα εδοκίμασα, κανένα δε μου μνήσκει.
105Και μη θαρρείς πως μοναχά η φύση μ᾽ έχει δώσει
τόσα αγαθά να χαίρομαι χωρίς καμιά άλλη γνώση·
γιατί και άξιον μ᾽ έκαμε με δύναμη περίσσια,
οπού σε κάθε κίντυνο βαστώ παλληκαρίσια.
Μηδέ του αθρώπου το κορμί, που τόσο δα φαντάζει,
110μου φέρει φόβο στην καρδιά, ή να ειπείς με σκιάζει.
Τα ίσια μες στο στρώμα του, οπού κοιμάται, πάνω,
την άκρα από το δάχτυλο, τη φτέρνα τού δαγκάνω.
Και τον δαγκάνω έτζι αλαφρά, οπού δεν το νογάει,
μηδέ οχ τον ύπνο το γλυκό ταράζεται, ή ξυπνάει.
115Απ᾽ όσα όμως βρίσκονται στης γης την όψη απάνω,
τρία μου φέρουν βάσανα, με κάνουν και τα χάνω·
της Γάτας τα αγριόνυχα, του Γερακιού η μύτη,
κι ο Δόκανος οπού μου στιούν σε κάθε αθρώπου σπίτι.
Αμά θανάσιμος οχτρός και χάρος μου είναι η Γάτα,
120που την ανταίνω αδιάκοπα παντού σε πάσα στράτα,
που μέρα νύχτα ακοίμητη οχ το κοντό με παίρει,
ώς να μπορέσει η άνομη σ᾽ εμέ ν᾽ απλώσει χέρι.
Δεν τρώγω λαχανόφυλλα, σου λέγω την αλήθεια,
δεν τρώγω ρεπανόπρασα, παζιά, και κολοκύθια.
125Αυτά ειναι όλα για τ᾽ εσάς τραπέζια παινεμένα,
που ζιείτε μέσα στα νερά, δεν είναι για τ᾽ εμένα».