Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ

Χαρακτῆρες (2.1-2.13)

Β. ΚΟΛΑΚΕΙΑΣ


[2.1] [Τὴν δὲ κολακείαν ὑπολάβοι ἄν τις ὁμιλίαν αἰσχρὰν εἶναι, συμφέρουσαν δὲ τῷ κολακεύοντι,] [2.2] τὸν δὲ κόλακα τοιοῦτόν τινα, ὥστε ἅμα πορευομένῳ εἰπεῖν «Ἐνθυμῇ ὡς ἀποβλέπουσι πρὸς σὲ οἱ ἄνθρωποι; τοῦτο δὲ οὐθενὶ τῶν ἐν τῇ πόλει γίνεται πλὴν σοί», «Ηὐδοκίμεις χθὲς ἐν τῇ στοᾷ»· πλειόνων γὰρ ἢ τριάκοντα ἀνθρώπων καθημένων καὶ ἐμπεσόντος λόγου, τίς εἴη βέλτιστος, ἀφ᾽ αὑτοῦ ἀρξαμένους πάντας ἐπὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ κατενεχθῆναι. [2.3] καὶ ἅμα τοιαῦτα λέγων ἀπὸ τοῦ ἱματίου ἀφελεῖν κροκύδα, καὶ ἐάν τι πρὸς τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς ὑπὸ πνεύματος προσενεχθῇ ἄχυρον, καρφολογῆσαι, καὶ ἐπιγελάσας δὲ εἰπεῖν «Ὁρᾶς; ὅτι δυοῖν σοι ἡμερῶν οὐκ ἐντετύχηκα, πολιῶν ἔσχηκας τὸν πώγωνα μεστόν, καίπερ εἴ τις καὶ ἄλλος πρὸς τὰ ἔτη ἔχεις μέλαιναν τὴν τρίχα».
[2.4] καὶ λέγοντος δὲ αὐτοῦ τι τοὺς ἄλλους σιωπᾶν κελεῦσαι καὶ ἐπαινέσαι δὲ ἀκούοντα, καὶ ἐπισημήνασθαι δέ, ἐπὰν παύσηται, «Ὀρθῶς», καὶ σκώψαντι ψυχρῶς ἐπιγελάσαι τό τε ἱμάτιον ὦσαι εἰς τὸ στόμα ὡς δὴ οὐ δυνάμενος κατασχεῖν τὸν γέλωτα. [2.5] καὶ τοὺς ἀπαντῶντας ἐπιστῆναι κελεῦσαι, ἕως ἂν αὐτὸς παρέλθῃ.
[2.6] καὶ τοῖς παιδίοις μῆλα καὶ ἀπίους πριάμενος εἰσενέγκας δοῦναι ὁρῶντος αὐτοῦ, καὶ φιλήσας δὲ εἰπεῖν «Χρηστοῦ πατρὸς νεόττια».
[2.7] καὶ συνωνούμενος Ἰφικρατίδας τὸν πόδα φῆσαι εἶναι εὐρυθμότερον τοῦ ὑποδήματος. [2.8] καὶ πορευομένου πρός τινα τῶν φίλων προδραμὼν εἰπεῖν ὅτι «Πρὸς σὲ ἔρχεται», καὶ ἀναστρέψας ὅτι «Προήγγελκά σε». [2.9] ἀμέλει δὲ καὶ τὰ ἐκ γυναικείας ἀγορᾶς διακονῆσαι δυνατὸς ἀπνευστί.
[2.10] καὶ τῶν ἑστιωμένων πρῶτος ἐπαινέσαι τὸν οἶνον καὶ παραμένων εἰπεῖν «Ὡς μαλακῶς ἐστιᾷς», καὶ ἄρας τι τῶν ἀπὸ τῆς τραπέζης φῆσαι «Τουτὶ ἄρα ὡς χρηστόν ἐστι»· καὶ ἐρωτῆσαι μὴ ῥιγοῖ, καὶ εἰ ἐπιβαλέσθαι βούλεται, καὶ ἔτι λέγων περιστεῖλαι αὐτόν· καὶ ἅμα πρὸς τὸ οὖς προσκύπτων διαψιθυρίζειν· καὶ εἰς ἐκεῖνον ἀποβλέπων τοῖς ἄλλοις λαλεῖν.
[2.11] καὶ τοῦ παιδὸς ἐν τῷ θεάτρῳ ἀφελόμενος τὰ προσκεφάλαια αὐτὸς ὑποστρῶσαι. [2.12] καὶ τὴν οἰκίαν φῆσαι εὖ ἠρχιτεκτονῆσθαι καὶ τὸν ἀγρὸν εὖ πεφυτεῦσθαι καὶ τὴν εἰκόνα ὁμοίαν εἶναι.
[2.13] [καὶ τὸ κεφάλαιον τὸν κόλακα ἔστι θεάσασθαι πάντα καὶ λέγοντα καὶ πράττοντα ᾧ χαριεῖσθαι ὑπολαμβάνει.]

2. Ο ΚΟΛΑΚΑΣ


[2.1] [Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι η κολακεία είναι αισχρή συναναστροφή, η οποία όμως ωφελεί τον κόλακα,] [2.2] και ότι ο κόλακας είναι το είδος του ανθρώπου που λέει σ᾽ αυτόν που περπατά μαζί του: «Αντιλήφθηκες πώς στρέφει ο κόσμος το βλέμμα του πάνω σου; Αυτό δε συμβαίνει σε κανέναν άλλο στην πόλη μας, παρά μόνο σε σένα»· «Διακρίθηκες χτες στη στοά». Γιατί, ενώ ήταν καθισμένοι εκεί πάνω από τριάντα άνθρωποι και έτυχε να γίνει λόγος για το ποιός είναι ο καλύτερος πολίτης, όλοι κατέληξαν —και πρώτος πρώτος ο κόλακας— στο δικό του όνομα. [2.3] Και καθώς του λέει τέτοια πράγματα, του αφαιρεί συνάμα απ᾽ το πανωφόρι ένα χνούδι και αν ο άνεμος του φέρει στο τρίχωμα του κεφαλιού κανένα άχυρο, του το αφαιρεί και λέει γελώντας: «Βλέπεις; Δύο μέρες δεν σε συνάντησα και γέμισε η γενειάδα σου άσπρες τρίχες, αν και για την ηλικία σου η τρίχα σου είναι μαύρη όσο κανενός άλλου».
[2.4] Όταν ο άνθρωπός του λέει κάτι, τότε ο κόλακας προστάζει τους άλλους να σιωπούν, και τον επαινεί, ενώ εκείνος μπορεί να τον ακούσει, και κάθε φορά που σταματά να μιλά, τον επιδοκιμάζει λέγοντας: «Σωστά!» Κι όταν εκείνος πει ένα κρύο αστείο, ο κόλακας ξεσπά σε γέλια και βάζει το πανωφόρι του στο στόμα, σαν τάχα να μην μπορεί να συγκρατήσει το γέλιο του. [2.5] Και όσους συναντούν στο δρόμο τούς προστάζει να σταθούν ακίνητοι, μέχρι να προσπεράσει ο άνθρωπός του.
[2.6] Αγοράζει και φέρνει στα παιδιά του κυρίου του μήλα και αχλάδια και τους τα δίνει την ώρα που εκείνος βλέπει. Τα φιλά και τους λέει: «Πουλάκια από καλό πατέρα».
[2.7] Κι όταν συνοδεύει τον άνθρωπό του για ν᾽ αγοράσει «Ιφικρατίδες», του λέει ότι το πόδι του είναι πιο καλοσχηματισμένο απ᾽ το παπούτσι. [2.8] Κι όταν εκείνος πάει να δει κάποιο φίλο του, τρέχει πρώτος κι αναγγέλλει: «Έρχεται σε σένα»· και γυρνώντας πίσω λέει: «Ανάγγειλα την άφιξή σου». [2.9] Άφησε που είναι ικανός να βοηθήσει και στα ψώνια από τη γυναικεία αγορά χωρίς να πάρει ανάσα.
[2.10] Κι από τους καλεσμένους στο τραπέζι πρώτος αυτός επαινεί το κρασί και συνεχίζει λέγοντας: «Με πόση πολυτέλεια (μας) περιποιείσαι!»· και παίρνοντας κάτι από τα εδέσματα του τραπεζιού λέει: «Τί εξαίσιο που είναι τούτο εδώ!». Ρωτά τον άνθρωπό του αν κρυώνει κι αν θέλει να ρίξει κάτι από πάνω του· και ενώ ακόμα τα λέει αυτά, τον σκεπάζει και συνάμα σκύβει στο αυτί του ψιθυρίζοντας, ενώ τον κοιτά, ακόμη κι όταν μιλά σε άλλους.
[2.11] Στο θέατρο παίρνει τα μαξιλάρια από το δούλο και τα στρώνει ο ίδιος. [2.12] Του λέει ότι το σπίτι του διαθέτει ωραία αρχιτεκτονική και ότι το χωράφι του είναι ωραία φυτεμένο και ότι το πορτρέτο του είναι ίδιο εκείνος.
[2.13] [Συνοπτικά: μπορεί να δει κανείς τον κόλακα να προσπαθεί να πει ή να κάνει οτιδήποτε, με το οποίο έχει την εντύπωση ότι θα γίνει αρεστός.]