Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ

Χαρακτῆρες (28.1-28.6)

ΚΗ. ΚΑΚΟΛΟΓΙΑΣ


[28.1] [Ἔστι δὲ ἡ κακολογία ἀγωγὴ ψυχῆς εἰς τὸ χεῖρον ἐν λόγοις,] [28.2] ὁ δὲ κακολόγος τοιόσδε τις, οἷος ἐρωτηθεὶς «Ὁ δεῖνα τίς ἐστιν;» «Οὐκοῦν δή», ‹εἰπεῖν› καθάπερ οἱ γενεαλογοῦντες «πρῶτον ἀπὸ τοῦ γένους αὐτοῦ ἄρξομαι. τούτου ὁ μὲν πατὴρ ἐξ ἀρχῆς Σωσίας ἐκαλεῖτο, ἐγένετο δὲ ἐν τοῖς στρατιώταις Σωσίστρατος, ἐπειδὴ δὲ εἰς τοὺς δημότας ἐνεγράφη, ‹Σωσίδημος›. ἡ μέντοι μήτηρ εὐγενὴς Θρᾷττά ἐστι· καλεῖται γοῦν ἡσυχῆ Κρινοκόρακα· τὰς δὲ τοιαύτας φασὶν ἐν τῇ πατρίδι εὐγενεῖς εἶναι. αὐτὸς δὲ οὗτος ὡς ἐκ τοιούτων γεγονὼς κακὸς καὶ μαστιγίας».
[28.3] καὶ ἱκανὸς δὲ πρός τινα εἰπεῖν «Ἐγὼ δήπου τὰ τοιαῦτα οἶδα, ὑπὲρ ὧν σὺ πλανᾷ πρὸς ἐμέ». κἀπὶ τούτοις διεξιών «Αὗται αἱ γυναῖκες ἐκ τῆς ὁδοῦ τοὺς παριόντας συναρπάζουσι» καὶ «Οἰκία τις αὕτη τὰ σκέλη ἠρκυῖα· οὐ γὰρ οὖν λῆρός ἐστι τὸ λεγόμενον, ἀλλ᾽ ὥσπερ αἱ κύνες ἐν ταῖς ὁδοῖς συνέχονται» καὶ «Τὸ ὅλον ἀνδρόλαλοί τινες» καὶ «Αὐταὶ τὴν θύραν τὴν αὔλειον ὑπακούουσι».
[28.4] ‹ἀ›μέλει δὲ καὶ κακῶς λεγόντων ἑτέρων συνεπιλαβέσθαι εἴπας «Ἐγὼ δὲ τοῦτον τὸν ἄνθρωπον πλέον πάντων μεμίσηκα· καὶ γὰρ εἰδεχθής τις ἀπὸ τοῦ προσώπου ἐστίν· ἡ δὲ πονηρία οὐδεν‹ὶ› ὁμοία· σημεῖον δέ· τῇ γὰρ αὑτοῦ γυναικὶ τάλαντον εἰσενεγκαμένῃ προῖκα, ἐξ οὗ παιδίον αὐτῷ γεννᾷ, τρεῖς χαλκοῦς εἰς ὄψον δίδωσι καὶ [τῷ] ψυχρῷ λοῦσθαι ἀναγκάζει τῇ τοῦ Ποσειδῶνος ἡμέρᾳ.
[28.5] καὶ συγκαθημένοις δεινὸς περὶ τοῦ ἀναστάντος εἰπεῖν καὶ ἀρχήν γε εἰληφὼς μὴ ἀποσχέσθαι μηδὲ τοὺς οἰκείους αὐτοῦ λοιδορῆσαι. [28.6] καὶ πλεῖστα περὶ τῶν ‹αὑτοῦ› φίλων καὶ οἰκείων κακὰ εἰπεῖν, καὶ περὶ τῶν τετελευτηκότων, ‹τὸ› κακῶς λέγειν ἀποκαλῶν παρρησίαν καὶ δημοκρατίαν καὶ ἐλευθερίαν καὶ τῶν ἐν τῷ βίῳ ἥδιστα τοῦτο ποιῶν.

28. Ο ΚΑΚΟΛΟΓΟΣ


[28.1] [Κακολογία είναι η τάση της ψυχής προς το χειρότερο στα λόγια,] [28.2] ενώ ο κακολόγος το είδος του ανθρώπου που, όταν τον ρωτήσουν «Ο τάδε τί άνθρωπος είναι;», απαντά με τον τρόπο των γενεαλόγων: «Λοιπόν, πρώτα θ᾽ αρχίσω από τους προγόνους του. Αυτού του ανθρώπου ο πατέρας λεγόταν στην αρχή Σωσίας, στο στρατό όμως έγινε Σωσίστρατος, κι όταν εγγράφτηκε στους καταλόγους των δημοτών, Σωσίδημος. Η μητέρα του, βέβαια, είναι Θρακιώτισσα από ευγενική γενιά. Στα κρυφά την φωνάζουν Κρινοκόρακα. Στην πατρίδα της αυτές τις γυναίκες τις λένε αριστοκράτισσες. Αυτός ο ίδιος, από τέτοιους γονείς που κατάγεται, είναι άθλιος και τιποτένιος».
[28.3] Είναι ικανός να πει σε κάποιον «Εγώ, βέβαια, τα ξέρω αυτά τα υποκείμενα, για χάρη των οποίων έρχεσαι άσκοπα σ᾽ εμένα». Και συνεχίζει με λεπτομέρειες πάνω στο ίδιο θέμα: «Αυτές οι γυναίκες αρπάζουν τους περαστικούς από το δρόμο. Είναι ένα σπίτι που έχει τα σκέλια σηκωμένα. Δεν είναι ανοησία αυτό που λέγεται, αλλά (στ᾽ αλήθεια) ζευγαρώνουν στο δρόμο όπως οι σκύλες. Γενικά μιλούν συνέχεια για άνδρες. Οι ίδιες τρέχουν να ανοίξουν την αυλόπορτα».
[28.4] Όταν κάποιοι άλλοι επιδίδονται στην κακολογία, είναι βέβαιο ότι θα πάρει μέρος κι αυτός λέγοντας: «Αυτόν τον άνθρωπο εγώ τον έχω μισήσει περισσότερο απ᾽ όλους. Ακόμη κι από το πρόσωπό του είναι απεχθής. Η πονηριά του δεν έχει όμοιά της. Να η απόδειξη: της γυναίκας του, που του έφερε προίκα ένα τάλαντο, της δίνει, από τότε που του γέννησε παιδί, τρία χάλκινα νομίσματα για τα ψώνια της και την αναγκάζει να λούζεται με κρύο νερό την ημέρα του Ποσειδώνα».
[28.5] Είναι ικανός να αρχίσει να μιλά στους διπλανούς του γι᾽ αυτόν που ανέβηκε στο βήμα και από τη στιγμή που έκανε την αρχή, δε σταματά προτού κατηγορήσει ακόμη και τους συγγενείς του. [28.6] Και λέει ένα σωρό ασχήμιες και για τους δικούς του φίλους και συγγενείς, ακόμη και για τους πεθαμένους, αποκαλώντας την κακολογία παρρησία και δημοκρατία και ελευθερία και απολαμβάνοντάς την περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή του.