Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ

Χαρακτῆρες (20.1)

Κ. ΑΗΔΙΑΣ


[20.1] [Ἔστιν ἡ ἀηδία, ὡς ὅρῳ περιλαβεῖν, ἔντευξις λύπης ποιητικὴ ἄνευ βλάβης,] [20.2] ὁ δὲ ἀηδὴς τοιοῦτός τις, οἷος ἐγείρειν ἄρτι καθεύδοντα εἰσελθών, ἵνα αὐτῷ λαλῇ. [20.3] καὶ ἀνάγεσθαι δὴ μέλλοντας κωλύειν. [20.4] καὶ προσελθόντων δεῖσθαι ἐπισχεῖν, ἕως ἂν περιπατήσῃ.
[20.5] καὶ τὸ παιδίον τῆς τίτθης ἀφελόμενος, μασώμενος σιτίζειν αὐτὸς καὶ ὑποκορίζεσθαι ποππύζων καὶ πανουργημάτιον τοῦ πάππου καλῶν. [20.6] καὶ ἐσθίων δὲ ἅμα διηγεῖσθαι ὡς ἐλλέβορον πιὼν ἄνω καὶ κάτω ἐκαθάρθη καὶ ζωμοῦ τοῦ παρακειμένου ἐν τοῖς ὑποχωρήμασιν αὑτῷ μελαντέρα ἡ χολή.
[20.7] καὶ ἐρωτῆσαι δὲ δεινὸς ἐναντίον τῶν οἰκετῶν «Εἴπ᾽, ὦ μάμμη, ὅτ᾽ ὤδινες καὶ ἔτικτές με, τίς ἡμέρα;» [20.8] καὶ ὑπὲρ αὑτοῦ δὲ λέγειν ὡς ἡδύς ἐστι καὶ ‹ἀηδής›, ἀμφότερα δὲ οὐκ ἔχοντα οὐ ῥᾴδιον ἄνθρωπον λαβεῖν, [20.9] καὶ ὅτι ψυχρὸν ὕδωρ ἐστὶ παρ᾽ αὐτῷ λακκαῖον καὶ [ὡς] κῆπος λάχανα πολλὰ ἔχων καὶ ἁπαλὰ [ὥστε εἶναι ψυχρὸν] καὶ μάγειρος εὖ τὸ ὄψον σκευάζων, καὶ ὅτι ἡ οἰκία αὐτοῦ πανδοκεῖόν ἐστι —μεστὴ γὰρ ἀεί— καὶ τοὺς φίλους αὐτοῦ εἶναι τὸν τετρημένον πίθον· εὖ ποιῶν γὰρ αὐτοὺς οὐ δύνασθαι ἐμπλῆσαι.
[20.10] καὶ ξενίζων δὲ δεῖξαι τὸν παράσιτον αὐτοῦ ποῖός τίς ἐστι τῷ συνδειπνοῦντι· καὶ παρακαλῶν δὲ ἐπὶ τοῦ ποτηρίου εἰπεῖν ὅτι τὸ τέρψον τοὺς παρόντας παρεσκεύασται καὶ ὅτι ταύτην, ἐὰν κελεύσωσιν, ὁ παῖς μέτεισι παρὰ τοῦ πορνοβοσκοῦ ἤδη, «ὅπως πάντες ὑπ᾽ αὐτῆς αὐλώμεθα καὶ εὐφραινώμεθα».

20. Ο ΧΟΝΤΡΑΝΘΡΩΠΟΣ


[20.1] [Η χοντροκοπιά, για να δώσουμε έναν περιληπτικό ορισμό, είναι συμπεριφορά που προξενεί λύπη, δίχως όμως βλάβη,] [20.2] ενώ ο χοντράνθρωπος το είδος του ανθρώπου που εισβάλλει στο σπίτι και σηκώνει κάποιον, ο οποίος μόλις έπεσε για ύπνο, για να του μιλήσει. [20.3] Καθυστερεί ανθρώπους που ετοιμάζονται να ταξιδέψουν στη θάλασσα. [20.4] Ζητά από τους επισκέπτες του να τον περιμένουν, μέχρι να κάνει τον περίπατό του.
[20.5] Παίρνει το παιδί του από την νταντά και το ταΐζει φαγητό που μάσησε ο ίδιος, του μιλά χαϊδευτικά κάνοντας θορύβους με τα χείλη του και αποκαλώντας το «κατεργαράκο του μπαμπάκα σου». [20.6] Την ώρα που τρώει διηγείται ότι ήπιε ελλέβορο που τον καθάρισε κι από πάνω κι από κάτω, και ότι η χολή στα περιττώματά του ήταν πιο μαύρη από τη σούπα που βρίσκεται μπροστά του.
[20.7] Είναι ικανός να ρωτήσει μπροστά στους δούλους του: «Πες μου, μαμά, ποιά μέρα ήταν που κοιλοπονούσες και με γέννησες;» [20.8] Λέει για τον εαυτό του ότι είναι γλυκός και αηδιαστικός άνθρωπος ταυτόχρονα και ότι είναι δύσκολο να βρεις κάποιον άνθρωπο που να μην έχει και τις δύο αυτές ιδιότητες μαζί. [20.9] Λέει ακόμη ότι το σπίτι του διαθέτει μια δεξαμενή με κρύο νερό και κήπο με πολλά και τρυφερά λαχανικά και μάγειρα που ετοιμάζει καλό φαγητό, ότι η οικία του είναι πανδοχείο, γιατί είναι πάντα γεμάτη, ότι οι φίλοι του είναι σαν το τρύπιο πιθάρι, γιατί όσο και να τους ευεργετεί δεν μπορεί να τους χορτάσει.
[20.10] Όταν έχει φιλοξενούμενους, δείχνει στον ομοτράπεζό του πόσο εντυπωσιακός είναι ο παράσιτός του. Την ώρα του πιοτού λέει ενθαρρυντικά ότι η «διασκέδαση» των καλεσμένων έχει κανονιστεί και ότι αν διατάξουν, ο δούλος θα πάει αμέσως να την φέρει από τον πορνοβοσκό, «ώστε όλοι μας να την ακούσουμε να παίζει τον αυλό και να ευφρανθούμε».