Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ

Χαρακτῆρες (1.1-1.7)

Α. ΕΙΡΩΝΕΙΑΣ


[1.1] [Ἡ μὲν οὖν εἰρωνεία δόξειεν ἂν εἶναι, ὡς τύπῳ λαβεῖν, προσποίησις ἐπὶ χεῖρον πράξεων καὶ λόγων,] [1.2] ὁ δὲ εἴρων τοιοῦτός τις, οἷος προσελθὼν τοῖς ἐχθροῖς ἐθέλειν λαλεῖν [οὐ μισεῖν] καὶ ἐπαινεῖν παρόντας οἷς ἐπέθετο λάθρα, καὶ τούτοις συλλυπεῖσθαι ἡττημένοις· καὶ συγγνώμην δὲ ἔχειν τοῖς αὑτὸν κακῶς λέγουσι καὶ ‹γελᾶν› ἐπὶ τοῖς καθ᾽ ἑαυτοῦ λεγομένοις. [1.3] καὶ πρὸς τοὺς ἀδικουμένους καὶ ἀγανακτοῦντας πράως διαλέγεσθαι· [1.4] καὶ τοῖς ἐντυγχάνειν κατὰ σπουδὴν βουλομένοις προστάξαι ἐπανελθεῖν, καὶ μηδὲν ὧν πράττει ὁμολογῆσαι ἀλλὰ φῆσαι βουλεύεσθαι καὶ προσποιήσασθαι ἄρτι παραγεγονέναι καὶ ὀψὲ γίγνεσθαι [αὐτὸν] καὶ μαλακισθῆναι.
[1.5] καὶ πρὸς τοὺς δανειζομένους καὶ ἐρανίζοντας ‹εἰπεῖν ὡς οὐ πλουτεῖ· καὶ πωλῶν φῆσαι› ὡς οὐ πωλεῖ καὶ μὴ πωλῶν φῆσαι πωλεῖν· καὶ ἀκούσας τι μὴ προσποιεῖσθαι, καὶ ἰδὼν φῆσαι μὴ ἑορακέναι, καὶ ὁμολογήσας μὴ μεμνῆσθαι· καὶ τὰ μὲν σκέψεσθαι φάσκειν, τὰ δὲ οὐκ εἰδέναι, τὰ δὲ θαυμάζειν, τὰ δ᾽ ἤδη ποτὲ καὶ αὐτὸς οὕτως διαλογίσασθαι.
[1.6] καὶ τὸ ὅλον δεινὸς τῷ τοιούτῳ τρόπῳ τοῦ λόγου χρῆσθαι· «Οὐ πιστεύω», «Οὐχ ὑπολαμβάνω», «Ἐκπλήττομαι· καὶ λέγει ἑαυτὸν ἕτερον γεγονέναι», «Καὶ μὴν οὐ ταῦτα πρὸς ἐμὲ διεξῄει», «Παράδοξόν μοι τὸ πρᾶγμα», «Ἄλλῳ τινὶ λέγε», «Ὅπως δὲ σοὶ ἀπιστήσω ἢ ἐκείνου καταγνῶ, ἀποροῦμαι», «Ἀλλ᾽ ὅρα, μὴ σὺ θᾶττον πιστεύεις».
[1.7] [τοιαύτας φωνὰς καὶ πλοκὰς καὶ παλιλλογίας εὑρεῖν ἔστι τῶν εἰρώνων. τὰ δὴ τῶν ἠθῶν μὴ ἁπλᾶ ἀλλ᾽ ἐπίβουλα φυλάττεσθαι μᾶλλον δεῖ ἢ τοὺς ἔχεις.]

1. Ο ΥΠΟΚΡΙΤΗΣ


[1.1] [Η υποκρισία, για να την ορίσουμε περιληπτικά, θα έδινε την εντύπωση ότι είναι η προσποιητή υποβάθμιση (του εαυτού μας) με πράξεις και με λόγια,] [1.2] ενώ ο υποκριτής το είδος του ανθρώπου που πλησιάζει τους εχθρούς του και είναι πρόθυμος να κουβεντιάσει μαζί τους. Επαινεί, όταν είναι παρόντες, αυτούς τους οποίους κατηγόρησε στα κρυφά και συμπάσχει μαζί τους, αν αυτοί ηττηθούν (σε μια δίκη). Συγχωρεί εκείνους που τον κακολογούν και γελά με όσα λέγονται εναντίον του. [1.3] Συνομιλεί ήρεμα με ανθρώπους που έχουν υποστεί αδικία και είναι οργισμένοι. [1.4] Σε αυτούς, οι οποίοι επιθυμούν να τον συναντήσουν επειγόντως, παραγγέλλει να ξανάρθουν αργότερα και —δίχως να ομολογεί τί (σκοπεύει να) κάνει— ισχυρίζεται ότι το σκέφτεται και προσποιείται ότι μόλις έχει επιστρέψει (στο σπίτι), ότι είναι αργά και ότι είναι άρρωστος.
[1.5] Σε όσους του ζητούν δανεικά ή μια συνεισφορά λέει ότι δεν είναι πλούσιος. Όταν πουλά κάτι, ισχυρίζεται ότι δεν πουλά, ενώ όταν δεν πουλά, τότε λέει ότι πουλά. Αν έχει ακούσει κάτι, προσποιείται ότι δεν το άκουσε, και αν είδε κάτι, ισχυρίζεται ότι δεν είδε, και τη συμφωνία που έκλεισε κάνει ότι δεν την θυμάται. Άλλα ζητήματα ισχυρίζεται ότι θα τα σκεφτεί, άλλα ότι δεν τα γνωρίζει, για άλλα ότι μένει έκπληκτος, για άλλα ότι κάποτε στο παρελθόν τα είχε σκεφτεί και ο ίδιος με παρόμοιο τρόπο.
[1.6] Και γενικά έχει την ικανότητα να χρησιμοποιεί τέτοιου είδους φρασεολογία: «Δεν το πιστεύω», «Δε νομίζω», «Εκπλήσσομαι· και λέει ότι έγινε άλλος άνθρωπος!», «Κι όμως, εμένα δεν μου είπε τέτοια πράγματα», «Με παραξενεύει αυτή η υπόθεση», «Αυτά να τα πεις σε κανέναν άλλο», «Δυσκολεύομαι να μη σε πιστέψω ή να τον καταδικάσω», «Πρόσεξε μήπως δείχνεις εμπιστοσύνη γρηγορότερα (απ᾽ ό,τι πρέπει)».
[1.7] [Είναι λοιπόν χαρακτηριστικό γνώρισμα των υποκριτών να επινοούν τέτοιες φράσεις, τεχνάσματα και επαναλήψεις. Κι από τους χαρακτήρες που δεν είναι απλοί, αλλά επίβουλοι, πρέπει κανείς να φυλάγεται πιο πολύ κι απ᾽ τις οχιές.]