Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΣΙΟΔΟΣ

Θεογονία (565-616)

565 ἀλλά μιν ἐξαπάτησεν ἐὺς πάις Ἰαπετοῖο
κλέψας ἀκαμάτοιο πυρὸς τηλέσκοπον αὐγὴν
ἐν κοίλῳ νάρθηκι· δάκεν δ᾽ ἄρα νειόθι θυμὸν
Ζῆν᾽ ὑψιβρεμέτην, ἐχόλωσε δέ μιν φίλον ἦτορ,
ὡς ἴδ᾽ ἐν ἀνθρώποισι πυρὸς τηλέσκοπον αὐγήν.
570 αὐτίκα δ᾽ ἀντὶ πυρὸς τεῦξεν κακὸν ἀνθρώποισι·
γαίης γὰρ σύμπλασσε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις
παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον Κρονίδεω διὰ βουλάς·
ζῶσε δὲ καὶ κόσμησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη
ἀργυφέῃ ἐσθῆτι· κατὰ κρῆθεν δὲ καλύπτρην
575 δαιδαλέην χείρεσσι κατέσχεθε, θαῦμα ἰδέσθαι·
[ἀμφὶ δέ οἱ στεφάνους νεοθηλέας, ἄνθεα ποίης,
ἱμερτοὺς περίθηκε καρήατι Παλλὰς Ἀθήνη·]
ἀμφὶ δέ οἱ στεφάνην χρυσέην κεφαλῆφιν ἔθηκε,
τὴν αὐτὸς ποίησε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις
580 ἀσκήσας παλάμῃσι, χαριζόμενος Διὶ πατρί.
τῇ δ᾽ ἔνι δαίδαλα πολλὰ τετεύχατο, θαῦμα ἰδέσθαι,
κνώδαλ᾽ ὅσ᾽ ἤπειρος δεινὰ τρέφει ἠδὲ θάλασσα·
τῶν ὅ γε πόλλ᾽ ἐνέθηκε, χάρις δ᾽ ἐπὶ πᾶσιν ἄητο,
θαυμάσια, ζωοῖσιν ἐοικότα φωνήεσσιν.
585αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τεῦξε καλὸν κακὸν ἀντ᾽ ἀγαθοῖο,
ἐξάγαγ᾽ ἔνθά περ ἄλλοι ἔσαν θεοὶ ἠδ᾽ ἄνθρωποι,
κόσμῳ ἀγαλλομένην γλαυκώπιδος Ὀβριμοπάτρης·
θαῦμα δ᾽ ἔχ᾽ ἀθανάτους τε θεοὺς θνητούς τ᾽ ἀνθρώπους,
ὡς εἶδον δόλον αἰπύν, ἀμήχανον ἀνθρώποισιν.
590 ἐκ τῆς γὰρ γένος ἐστὶ γυναικῶν θηλυτεράων,
[τῆς γὰρ ὀλοίιόν ἐστι γένος καὶ φῦλα γυναικῶν,]
πῆμα μέγα θνητοῖσι, σὺν ἀνδράσι ναιετάουσαι,
οὐλομένης Πενίης οὐ σύμφοροι, ἀλλὰ Κόροιο.
ὡς δ᾽ ὁπότ᾽ ἐν σμήνεσσι κατηρεφέεσσι μέλισσαι
595 κηφῆνας βόσκωσι, κακῶν ξυνήονας ἔργων·
αἱ μέν τε πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
† ἠμάτιαι σπεύδουσι τιθεῖσί τε κηρία λευκά,
οἱ δ᾽ ἔντοσθε μένοντες ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους
ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ᾽ ἀμῶνται·
600 ὣς δ᾽ αὔτως ἄνδρεσσι κακὸν θνητοῖσι γυναῖκας
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης θῆκε, ξυνήονας ἔργων
ἀργαλέων. ἕτερον δὲ πόρεν κακὸν ἀντ᾽ ἀγαθοῖο,
ὅς κε γάμον φεύγων καὶ μέρμερα ἔργα γυναικῶν
μὴ γῆμαι ἐθέλῃ, ὀλοὸν δ᾽ ἐπὶ γῆρας ἵκηται
605 χήτει γηροκόμοιο· ὁ δ᾽ οὐ βιότου γ᾽ ἐπιδευὴς
ζώει, ἀποφθιμένου δὲ διὰ ζωὴν δατέονται
χηρωσταί. ᾧ δ᾽ αὖτε γάμου μετὰ μοῖρα γένηται,
κεδνὴν δ᾽ ἔσχεν ἄκοιτιν, ἀρηρυῖαν πραπίδεσσι,
τῷ δέ τ᾽ ἀπ᾽ αἰῶνος κακὸν ἐσθλῷ ἀντιφερίζει
610 ἐμμενές· ὃς δέ κε τέτμῃ ἀταρτηροῖο γενέθλης,
ζώει ἐνὶ στήθεσσιν ἔχων ἀλίαστον ἀνίην
θυμῷ καὶ κραδίῃ, καὶ ἀνήκεστον κακόν ἐστιν.
ὣς οὐκ ἔστι Διὸς κλέψαι νόον οὐδὲ παρελθεῖν.
οὐδὲ γὰρ Ἰαπετιονίδης ἀκάκητα Προμηθεὺς
615 τοῖό γ᾽ ὑπεξήλυξε βαρὺν χόλον, ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἀνάγκης
καὶ πολύιδριν ἐόντα μέγας κατὰ δεσμὸς ἐρύκει.

Μ᾽ αυτόν τον εξαπάτησε ο γενναίος γιος του Ιαπετού
κλέβοντας της ακάματης φωτιάς τη λάμψη τη μακρόφωτη
μες σε καλάμι κούφιο. Και αυτό τον δάγκωσε κατάβαθα μες στην ψυχή
το Δία που από ψηλά βροντά και μες στην καρδιά του τον εξόργισε,
σαν είδε τη μακρόφωτη τη λάμψη της φωτιάς μες στους ανθρώπους.
570Ευθύς σαν αντιστάθμισμα για τη φωτιά ετοίμασε συμφορά για τους ανθρώπους.
Γιατί από χώμα έπλασε ο ξακουστός Χωλός,
με εντολή του γιου του Κρόνου, ομοίωμα σεβαστής παρθένας.
Την έζωσε και τη στόλισε η θεά Αθηνά η αστραπομάτα
με φόρεμα που έλαμπε σαν ασήμι. Και στο κεφάλι της επάνω
καλύπτρα πολυποίκιλτη με τα χέρια της τής έριξε, θαύμα να τη βλέπεις.
[Και γύρω στο κεφάλι της στεφάνια νιόβλαστα, άνθη της χλόης,
ποθητά, της έβαλε η Αθηνά Παλλάδα.]
Και γύρω στο κεφάλι της διάδημα χρυσό τής έβαλε,
που ο ίδιος το ᾽φτιαξε ο ξακουστός Χωλός
580αφού το φιλοτέχνησε με τις παλάμες του, τη χάρη κάνοντας στο Δία, τον πατέρα του.
Πάνω σ᾽ αυτό, θαύμα να τα βλέπεις, ποικίλματα πολλά ετοίμασε,
όσα θηρία φοβερά η στεριά και η θάλασσα τα τρέφει.
Κι έβαλε πολλά απ᾽ αυτά —πάνω σε όλα μια χάρη έπνεε—
στολίδια θαυμαστά που μοιάζανε με ζωντανά που πάνε να μιλήσουν.
Κι αφού ο Δίας ετοίμασε τούτο το καλό κακό, του αγαθού αντιστάθμισμα,
έξω την έβγαλε, εκεί που βρίσκονταν οι θεοί οι υπόλοιποι κι οι άνθρωποι,
γεμάτη από χαρά για τα στολίδια της αστραπόματης θεάς που δυνατό πατέρα έχει.
Και θαυμασμός κυρίευσε τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους,
σαν είδαν το βαθύ το δόλο, τον αναπότρεπτο για τους ανθρώπους.
590Γιατί απ᾽ αυτήν κατάγεται των τρυφερών των γυναικών το γένος,
[αυτής είναι το ολέθριο γένος και η φυλή των γυναικών,]
μεγάλη συμφορά για τους θνητούς, των ανδρών συγκάτοικοι,
συντρόφισσες όχι της καταραμένης φτώχειας, αλλά της αφθονίας.
Όμοια όπως οι μέλισσες στις σκεπαστές κυψέλες
τους κηφήνες τρέφουνε, που είναι συνεργάτες στα έργα τα κακά.
Γιατί αυτές όλη τη μέρα μέχρι να δύσει ο ήλιος
τρέχουν καθημερινά και φτιάχνουνε λευκές κερήθρες,
ενώ εκείνοι μένουνε στις σκεπαστές κυψέλες
και τον ξένο κάματο στη δική τους την κοιλιά μαζεύουν.
600Έτσι ακριβώς κι ο Δίας, που από ψηλά βροντά, για τους θνητούς τους άνδρες συμφορά
όρισε τις γυναίκες, που είναι συνεργάτιδες στα έργα τα πικρά.
Κι ακόμη ένα κακό τούς έδωσε στη θέση του αγαθού:
όποιος το γάμο και των γυναικών τα φθαρτικά τα έργα προσπαθώντας ν᾽ αποφύγει
να παντρευτεί τυχόν δε θέλει, αυτός να φτάνει στα ολέθρια γηρατειά
δίχως κανέναν να τον γηροκομήσει. Αυτός ζει δίχως να έχει έλλειψη από βιος,
μα σαν πεθάνει μοιράζονται τα υπάρχοντά του
οι συγγενείς οι μακρινοί. Σε όποιον πάλι λάχει μοίρα παντρειάς
κι έχει γυναίκα φρόνιμη και σταθερή στο νου της,
σ᾽ όλη του τη ζωή το κακό επίμονα με το καλό θ᾽ αναμετριέται.
610Μα όποιος λάχει γένος γυναίκας βλαβερό
ζει στα στήθη μέσα έχοντας άπαυτη θλίψη
στην ψυχή και την καρδιά. Και είναι τούτο το κακό αγιάτρευτο.
Άρα του Δία το νου δεν είναι δυνατόν να ξεγελάσεις και να τον ξεπεράσεις.
Ούτε κι ο Προμηθέας, ο άκακος γιος του Ιαπετού,
απ᾽ τη βαριά οργή του ξέφυγε, αλλά δεσμά μεγάλα απ᾽ την ανάγκη κάτω
τον κρατούν, πολύπειρος κι ας είναι.