Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Νεμεονίκαις (10.55-10.72)


55 μεταμειβόμενοι δ᾽ ἐναλλὰξ [στρ. δ]
ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ
Δὶ νέμονται, τὰν δ᾽ ὑπὸ κεύθεσι γαίας
ἐν γυάλοις Θεράπνας,
πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον· ἐπεί
τοῦτον, ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ᾽ οὐρανῷ,
εἵλετ᾽ αἰῶνα φθιμένου Πολυδεύκης
Κάστορος ἐν πολέμῳ.
60 τὸν γὰρ Ἴδας ἀμφὶ βουσίν πως χολω-
θεὶς ἔτρωσεν χαλκέας λόγχας ἀκμᾷ.

ἀπὸ Ταϋγέτου πεδαυγά- [ἀντ. δ]
ζων ἴδεν Λυγκεὺς δρυὸς ἐν στελέχει
ἡμένους. κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάν-
των γένετ᾽ ὀξύτατον
ὄμμα. λαιψηροῖς δὲ πόδεσσιν ἄφαρ
ἐξικέσθαν, καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ᾽ ὠκέως
65 καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητί-
δαι Διός· αὐτίκα γάρ
ἦλθε Λήδας παῖς διώκων· τοὶ δ᾽ ἔναν-
τα στάθεν τύμβῳ σχεδὸν πατρωΐῳ·

ἔνθεν ἁρπάξαντες ἄγαλμ᾽ Ἀΐδα, ξεστὸν πέτρον, [ἐπῳδ. δ]
ἔμβαλον στέρνῳ Πολυδεύκεος· ἀλλ᾽ οὔ νιν φλάσαν
οὐδ᾽ ἀνέχασσαν· ἐφορμαθεὶς δ᾽ ἄρ᾽ ἄκοντι θοῷ,
70 ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν.
Ζεὺς δ᾽ ἐπ᾽ Ἴδᾳ πυρφόρον πλᾶξε ψολόεντα κεραυνόν·
ἅμα δ᾽ ἐκαίοντ᾽ ἐρῆμοι. χαλεπὰ δ᾽ ἔρις ἀνθρώ-
ποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων.


55Μέρα τη μέρα αλλάζοντας, περνούν αυτοί [στρ. δ]
τη μια πλάι στον πατέρα Δία,
την άλλη κάτω από της γης τη σκοτεινιά,
στης Θεράπνας τη βαθυλαγκαδιά,
την όμοια μερασμένη μοίρα·
γιατί έτσι ο Πολυδεύκης πρόκρινε,
παρά για πάντ᾽ αθάνατος θεός
να ζει στους ουρανούς αυτός,
ενώ έπεσε στη μάχη σκοτωμένος
60ο Κάστορας, που με τη λόγχη του τον τρύπησε
ο Ίδας, για τα βόδια του οργισμένος.

Ψηλ᾽ απ᾽ του Ταϋγέτου τις κορφές βιγλίζοντας [αντ. δ]
τον είχε δει ο Λυγκέας να κάθεται
μες στην κουφάλα μιας βελανιδιάς·
γιατί στη γη δεν ήταν άνθρωπος
πιο οξύθωρη απ᾽ αυτόν να ᾽χει ματιά.
Κι ευθύς με τα γοργά τους πόδια πρόφταξαν
οι Αφαρητίδες κι έπραξαν το μέγα κρίμα,
65μα που φρικτά απ᾽ του Δία τα χέρια πλέρωσαν
γιατ᾽ ήρθ᾽ αμέσως κυνηγώντας τους
ο γιος της Λήδας· κείνοι τού σταθήκανε
αντίκρυ, στου πατέρα τους κοντά το μνήμα.

Κι αρπώντας κείθε μάρμαρο πελεκητό, [επωδ. δ]
του τάφου νεκρικό στολίδι,
κατάστηθα του Πολυδεύκη του σφεντόνισαν,
μα δεν τον σπάσανε, ούτε που τον πισωσάλεψαν·
κι απάνω τους με το γοργό του αυτός
χιμώντας το κοντάρι
70μες στου Λυγκέα τα πλευρά το χώνεψε,
ενώ στον Ίδα πάνω ο Δίας βρόντηξε
τον κεραυνό του, φλόγα και τουφάνι.
Στην ερημιά μονάχοι των κι οι δυο
καιγόντουσαν. Δε βγαίνει των ανθρώπων σε καλό
να πέφτουν με τους δυνατότερους σε αμάχη.