Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Φιλοκτήτης (433-467)


ΦΙ. φέρ᾽ εἰπὲ πρὸς θεῶν, ποῦ γὰρ ἦν ἐνταῦθά σοι
Πάτροκλος, ὃς σοῦ πατρὸς ἦν τὰ φίλτατα;
435ΝΕ. χοὖτος τεθνηκὼς ἦν· λόγῳ δέ σ᾽ ἐν βραχεῖ
τοῦτ᾽ ἐκδιδάξω. πόλεμος οὐδέν᾽ ἄνδρ᾽ ἑκὼν
αἱρεῖ πονηρόν, ἀλλὰ τοὺς χρηστοὺς ἀεί.
ΦΙ. ξυμμαρτυρῶ σοι· καὶ κατ᾽ αὐτὸ τοῦτό γε
ἀναξίου μὲν φωτὸς ἐξερήσομαι,
440γλώσσῃ δὲ δεινοῦ καὶ σοφοῦ, τί νῦν κυρεῖ.
ΝΕ. ποίου δὲ τούτου πλήν γ᾽ Ὀδυσσέως ἐρεῖς;
ΦΙ. οὐ τοῦτον εἶπον, ἀλλὰ Θερσίτης τις ἦν.
ὃς οὐκ ἂν εἵλετ᾽ εἰσάπαξ εἰπεῖν, ὅπου
μηδεὶς ἐῴη· τοῦτον οἶσθ᾽ εἰ ζῶν κυρεῖ;
445ΝΕ. οὐκ εἶδον αὐτόν, ᾐσθόμην δ᾽ ἔτ᾽ ὄντα νιν.
ΦΙ. ἔμελλ᾽· ἐπεὶ οὐδέν πω κακόν γ᾽ ἀπώλετο,
ἀλλ᾽ εὖ περιστέλλουσιν αὐτὰ δαίμονες,
καί πως τὰ μὲν πανοῦργα καὶ παλιντριβῆ
χαίρουσ᾽ ἀναστρέφοντες ἐξ Ἅιδου, τὰ δὲ
450δίκαια καὶ τὰ χρήστ᾽ ἀποστέλλουσ᾽ ἀεί.
ποῦ χρὴ τίθεσθαι ταῦτα, ποῦ δ᾽ αἰνεῖν, ὅταν
τὰ θεῖ᾽ ἐπαινῶν τοὺς θεοὺς εὕρω κακούς;
ΝΕ. ἐγὼ μέν, ὦ γένεθλον Οἰταίου πατρός,
τὸ λοιπὸν ἤδη τηλόθεν τό τ᾽ Ἴλιον
455καὶ τοὺς Ἀτρείδας εἰσορῶν φυλάξομαι·
ὅπου θ᾽ ὁ χείρων τἀγαθοῦ μεῖζον σθένει
κἀποφθίνει τὰ χρηστὰ χὡ δειλὸς κρατεῖ,
τούτους ἐγὼ τοὺς ἄνδρας οὐ στέρξω ποτέ·
ἀλλ᾽ ἡ πετραία Σκῦρος ἐξαρκοῦσά μοι
460ἔσται τὸ λοιπόν, ὥστε τέρπεσθαι δόμῳ.
νῦν δ᾽ εἶμι πρὸς ναῦν. καὶ σύ, Ποίαντος τέκνον,
χαῖρ᾽ ὡς μέγιστα, χαῖρε· καί σε δαίμονες
νόσου μεταστήσειαν, ὡς αὐτὸς θέλεις.
ἡμεῖς δ᾽ ἴωμεν, ὡς ὁπηνίκ᾽ ἂν θεὸς
465πλοῦν ἡμὶν εἴκῃ, τηνικαῦθ᾽ ὁρμώμεθα.
ΦΙ. ἤδη, τέκνον, στέλλεσθε; ΝΕ. καιρὸς γὰρ καλεῖ
πλοῦν μὴ ᾽ξ ἀπόπτου μᾶλλον ἢ ᾽γγύθεν σκοπεῖν.


ΦΙΛ. Μα έλα πε μου να ζεις, πού σού ηταν τότε
κι ο Πάτροκλος ο πολυαγαπημένος
ο φίλος του πατέρα σου; ΝΕΟ. Και κείνος
είχε πεθάνει· μα θα σου εξηγήσω
με δυο λόγια το παν· ο πόλεμος
δεν αγαπά τους κακούς να ξεκάνει,
μα όλο τους πιο καλούς. ΦΙΛ. Της ίδιας γνώμης
είμαι και ᾽γώ· γι᾽ αυτό θα σε ρωτήσω
για κάποιο ανάξιο βέβαια, μα που είχε
440φοβερή γλώσσα και κακία. ΝΕΟ. Ποιός άλλος
είν᾽ αυτός που ρωτάς, παρ᾽ ο Οδυσσέας;
ΦΙΛ. Δε λέω αυτόν, μα έναν κάποιο Θερσίτη,
που δεν ήτανε τρόπος να του κλείσει
κανείς το στόμα, μια κι ήθε τ᾽ ανοίξει.
ΝΕΟ. Δεν τον είδα τον ίδιο, μ᾽ άκουγα
να μιλούνε γι᾽ αυτόν. ΦΙΛ. Μα δε μπορούσε
να ᾽ταν κι αλλιώς, αφού ποτέ κανένα
δε χάνεται κακό, μα τα φροντίζουν
καλά οι θεοί και μάλιστα και χαίρουν
ν᾽ αφήνουν τους εξώλεις και προώλεις
να γυρνούν απ᾽ τον Άδη, ενώ τους δίκιους
450και τους καλούς τούς ξαποστέλλουν πάντα.
Μα τί να λέει κανείς; πώς να το εγκρίνει,
όταν, ενώ επαινεί τα θεία τα έργα,
άδικους τους θεούς βρίσκει μπροστά του;
ΝΕΟ. Μα εγώ, ω βλαστέ πατέρα από την Οίτη,
τα μέτρα μου θα πάρω εδώ και πέρα
ν᾽ ακούω από μακριά Τροία κι Ατρείδες.
Γιατ᾽ όπου έχει πιο πέραση η κακία
και χάνεται η αρετή και θριαμβεύουν
οι άνανδροι — εγώ να ζω εκεί δε θα στρέξω.
Η Σκύρο με τα βράχια της θενά ᾽ναι
για μένα δω και μπρος ο κόσμος όλος,
460να τον χαίρομαι εκεί στο σπιτικό μου.
Τώρα τραβώ για το καράβι. Χαίρε
λοιπόν του Ποίαντα γιε· σ᾽ αφήνω γεια
κι είθε καθώς το επιθυμά η καρδιά σου
να σ᾽ απαλλάξει ο Θεός απ᾽ την αρρώστια.
Μ᾽ ας πηγαίνομ᾽ εμείς, που μόλις πάρει
πρίμα ο καιρός να ξεκινούμε αμέσως.
ΦΙΛ. Λοιπόν, αλήθεια φεύγετε, παιδί μου;
ΝΕΟ. Μα για ταξίδι, κάλλιο κανείς να ᾽χει
το νου του από κοντά παρ᾽ απ᾽ αλάργα.